Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν στο Κάιρο της Αιγύπτου όπου βρισκόταν η εξόριστη κυβέρνηση. Οι περισσότεροι πολίτες παρέμειναν στην περιοχή και αντιμετώπισαν τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ενώ άλλοι πήραν τα βουνά με σκοπό την αντίσταση είτε λόγω ιδεοληψίας είτε επιβίωσης είτε λόγω ερωτικών περιπετειών -κυρίως από γυναίκες – κ.ά. Ωστόσο στο βουνό κατέφυγε και ένα μεγάλο μέρος πολιτών του κοινού ποινικού δικαίου.
«Το ματωμένο ποτάμι».
Κατά την περίοδο της εχθρικής κατοχής πολλοί Έλληνες «αναγκάστηκαν» να αναχωρήσουν από την Ελλάδα. Οι περισσότεροι ήταν εύποροι ή στρατιωτικοί οι οποίοι ήθελαν να μεταβούν στη Μέση Ανατολή. Αρκετοί από αυτούς με καταγωγή από τη Θράκη πέρναγαν στην Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου και στη συνέχεια μετέβαιναν στο Ελληνικό Προξενείο Αδριανούπολης, το οποίο μεριμνούσε για την προώθησή τους στη Μέση Ανατολή. Το πέρασμα του ποταμού Έβρου γινόταν συνήθως από λεμβούχους οι οποίοι ήταν οργανωμένοι στην Ελληνοαγγλική υπηρεσία. Ωστόσο στην περιοχή υπήρχαν και άλλοι λεμβούχοι οι οποίοι ασχολούνταν με όλα τα είδη του λαθρεμπορίου.
Ο Χρήστος…, η σύζυγος του Δέσποινα…, ο Γιώργος… από το Σουφλί και ο Αλέκος… από τις Φέρες εφοδιασμένοι με ταυτότητες από την Εθνική Οργάνωση Σουφλίου αποφάσισαν να περάσουν στην Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου. Την 15η Φεβρουαρίου 1943 ο λεμβούχος Κωνσταντίνος… πληροφορούμενος ότι οι ως άνω πολίτες επιθυμούσαν να αναχωρήσουν για την Τουρκία, επισκέφτηκε την οικία του Χρήστου… και προθυμοποιήθηκε να τους περάσει αυτός στην Τουρκία. Αφού συμφώνησαν, αναχώρησαν από το Σουφλί για το χωριό Λαγυνά. Την 21η προς 22α Φεβρουαρίου τα μεσάνυκτα αναχώρησαν από το χωριό, για να περάσουν τον ποταμό Έβρο. Έκτοτε ο Χρήστος και οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν χωρίς να δώσουν σημεία ζωής.
Κατά τον ίδιο τρόπο τα μεσάνυχτα της 14ης Μαρτίου 1943 οι Αναστάσιος…, Αθανάσιος…, και άλλα οκτώ άτομα από τις Φέρες αναχώρησαν με τον Κωνσταντίνο, για να περάσουν τον ποταμό Έβρο... Κατά τη διάρκεια της διαδρομής διαπιστώθηκε ότι ο Κωνσταντίνος… τους οδηγούσε στο χωριό Λαγυνά και όχι στο προσυμφωνημένο πέρασμα του ποταμού. Στη μέση της διαδρομής και χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο ο Κωνσταντίνος τους εγκατέλειψε. Η ομάδα των πολιτών αναγκάστηκε όλο το βράδυ να περιπλανάται στο χωριό προς αναζήτηση της οικίας του Κωνσταντίνου…. Την επομένη το πρωί βρήκε το σπίτι αλλά και τον Κωνσταντίνο…, ο οποίος αντικρίζοντας τους άλλαξε τη συμφωνία. Ζήτησε να του προκαταβάλουν την αμοιβή της διαπέρασης και να μην μεταφέρουν αντικείμενα και χρήματα που ήταν αξίας μεγαλύτερης των 50.000 χιλιάδων δραχμών – παλιά ή νέα (κατοχικά) χαρτονομίσματα- με τη δικαιολογία ότι δεν το επιτρέπουν οι τουρκικές αρχές. Επιπλέον, ζήτησε από την ομάδα να του δώσουν δύο ταυτότητες σε περίπτωση που γίνουν αντιληπτοί και κυνηγηθούν από τους Γερμανούς. Μάλιστα, για να τους πείσει, τους υπέδειξε τις ταυτότητες των ως άνω εξαφανισμένων, δηλαδή του Χρήστου…, της Δέσποινας…, του Γιώργου… από το Σουφλί και του Αλέκου… από τις Φέρες. Περί την χαραυγή της 15ης Μαΐου 1943 αναχώρησαν και έφθασαν στον ποταμό. Πέρασαν στο τουρκικό έδαφος και ενώπιον της τουρκικής συνοριακής φρουράς διαπιστώθηκε ότι δε ρωτήθηκαν από αυτούς για την ποσότητα των αντικειμένων και χρημάτων που κατείχε έκαστος. Στη συνέχεια όλοι μαζί μεταφέρθηκαν από τους Τούρκους συνοριοφύλακες στην περιοχή Μακρά Γέφυρα για περεταίρω καταγραφή των προσωπικών στοιχείων τους ενώπιον της διοίκησης και του Τούρκου Λοχαγού. Ο Τούρκος λοχαγός ζήτησε τα νομιμοποιητικά έγγραφα, για να τους καταγράψει στο σχετικό βιβλίο. Σε ένα μέρος του βιβλίου αναγράφονταν τα στοιχεία και σε άλλο μέρος επικολλούνταν η φωτογραφία του κάθε ταξιδιώτη. Αρκετά μέλη της ομάδας των πολιτών γνώριζαν τον Χρήστο…, την σύζυγό του Δέσποινα…, τον Γιώργο… από το Σουφλί και τον Αλέκο… από τις Φέρες και διαπίστωσαν με έκπληξη ότι δεν είχαν καταγραφεί στο βιβλίο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη γενικότερη συμπεριφορά του λεμβούχου Κωνσταντίνου… και το γεγονός ότι οι Τούρκοι συνοριοφύλακες δε ρώτησαν πόσα χρήματα και αντικείμενα κατέχει έκαστος, οδήγησε τα τέσσερα μέλη της ομάδας να ζητήσουν από τον Τούρκο Λοχαγό να διερευνήσει το γεγονός. Ο Τούρκος Λοχαγός ακούγοντας τα γεγονότα μπήκε σε υποψίες και αμέσως έδωσε εντολή να αναζητήσουν τον λεμβούχο Κωνσταντίνο και να τον οδηγήσουν σε αυτόν. Πράγματι οι Τούρκοι συνοριακοί σκοποί βρήκαν τον Κωνσταντίνο και τον οδήγησαν στο Λοχαγό. Σε σχετικές ερωτήσεις του Τούρκου αξιωματικού ο Κωνσταντίνος παραδέχθηκε ότι την 21η Φεβρουαρίου 1943 ο ίδιος μαζί με τους λεμβούχους Ευάγγελο… και Ιωάννη… πέρασαν στην τουρκική όχθη τον Χρήστο…, την Δέσποινα…, τον Γιώργο… από το Σουφλί και τον Αλέκο από τις Φέρες. Ωστόσο, οι απαντήσεις που έδωσε δεν ήταν πειστικές και ο Τούρκος αξιωματικός του ζήτησε να υποδείξει στη φρουρά το σημείο του περάσματος. Από την αυτοψία που πραγματοποιήθηκε, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο, ενώ ο Κωνσταντίνος από τύχη ή σκόπιμα κατά την αυτοψία βρέθηκε να πατά το ελληνικό έδαφος. Όταν έγινε αυτό αντιληπτό από τη φρουρά και τον Τούρκο αξιωματικό, ζητήθηκε από τον Κωνσταντίνο… να περάσει στο τουρκικό έδαφος για περεταίρω έρευνα. Στο άκουσμα αυτού ο Κωνσταντίνος με αστραπιαία ταχύτητα και αγνοώντας τους πυροβολισμούς, χάθηκε μέσα στις καλαμιές.
Στη συνέχεια ο Τούρκος αξιωματικός συνέταξε τη σχετική αναφορά, η οποία θα διαβιβαζόταν στις τουρκικές αρχές και στο Ελληνικό Προξενείο της Αδριανούπολης. Οι πολίτες συγκλονισμένοι αναχώρησαν από τη Μακρά Γέφυρα για τη Μέση Ανατολή. Όταν έφτασαν στο Χαλέπι, παρουσιάστηκαν στις Ελληνικές Αρχές και κατήγγειλαν το τραγικό γεγονός.
Μετά τον πόλεμο οι σχηματισθείσες δικογραφίες από την Τουρκία, το Χαλέπι και το Ελληνικό Προξενείο της Αδριανούπολης ενοποιήθηκαν και ο ανακριτής είχε στη διάθεση του δεκάδες μαρτυρίες κατά των υπόπτων λεμβούχων. Όπως η κατάθεση του Αθανασίου…, του Αναστασίου…, του Θεόδωρου… και του Κωνσταντίνου…, φίλων των δύο εκ των τεσσάρων, οι οποίοι ήταν βέβαιοι για την εγκληματική δράση των λεμβούχων λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας και της εν γένει συμπεριφοράς του λεμβούχου Κωνσταντίνου…, την οποία και οι ίδιοι βίωσαν την 16η Μαΐου 1943 ενώπιον των τουρκικών αρχών.
Ωστόσο, εκτός από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις και πολλές άλλες που συνηγορούσαν για την εγκληματική δράση των λεμβούχων, το μαρτυρικό στοιχείο που καταγράφηκε και ήταν καταλυτικό της όλης υπόθεσης, ήταν οι καταθέσεις των δασκάλων Αντιγόνης… και Ελισάβετ… Ο φίλες της Δέσποινας το 1943 βρίσκονταν στο χωριό Λαγυνά ως δασκάλες. Μια μέρα στα μέσα του 1943 πραγματοποιήθηκε ένας γάμος στο χωριό όπου ήταν καλεσμένες. Εκεί είδαν να φορούν τα φορέματα και τα παπούτσια της Δέσποινας … οι δύο αδελφές του Κωνσταντίνου… του λεμβούχου, οι οποίες δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κατοχή των ειδών ένδυσης, όταν ρωτήθηκαν από τον ανακριτή.
Έκτοτε οι υπαίτιοι – κατηγορούμενοι αναζητούνται. Ίσως να
έφυγαν στο εξωτερικό ή να πήραν τα βουνά και να έγιναν οπλαρχηγοί (!)(ποιος να ξέρει όλα μέσα στη ζωή είναι...)