
Η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας και της Τουρκίας μετά την
έναρξη του ρωσοουκρανικού πολέμου αποκαλύπτει δύο διαφορετικά μοντέλα
διαχείρισης κρίσης, με κοινό παρονομαστή την επιβάρυνση των πολιτών αλλά σε
διαφορετική ένταση και μορφή. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τη γραμμή της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, προχώρησε σε πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και στράφηκε
στο αμερικανικό LNG, το οποίο, αν και ενισχύει την ενεργειακή ανεξαρτησία από
τη Μόσχα, συνεπάγεται πολύ υψηλότερο κόστος. Το ελληνικό κράτος λειτουργεί μέσα
σε ένα πλαίσιο ελεύθερης αγοράς όπου οι τιμές καθορίζονται από διεθνείς αγορές
και επιβαρύνονται από περιβαλλοντικούς φόρους, μεταφορικά κόστη και κερδοφορία
ενδιάμεσων εταιρειών. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει
ένα από τα ακριβότερα τιμολόγια ενέργειας στην Ευρώπη, τη στιγμή που το
πραγματικό του εισόδημα έχει συρρικνωθεί, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι σε
επίπεδα του 2009 και ο πληθωρισμός του 2025 απορροφά κάθε περιθώριο διαβίωσης.
Η διαφάνεια που επικαλείται το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. δεν σημαίνει απαραίτητα
δικαιοσύνη, αντίθετα, η αγορά λειτουργεί προς όφελος συγκεκριμένων
επιχειρηματικών κύκλων που αποκομίζουν υπερκέρδη μέσα από την ενεργειακή
αστάθεια. Ο πολίτης, χωρίς ουσιαστική κρατική προστασία και χωρίς αυξήσεις
στους μισθούς που να συμβαδίζουν με την ακρίβεια, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε
ένα σύστημα που τιμωρεί τη νομιμότητα αντί να την ανταμείβει.
Στον αντίποδα, η Τουρκία, αν και αυταρχική πολιτικά, ακολουθεί
μια πιο πραγματιστική πολιτική στο ενεργειακό πεδίο. Διατηρεί ενεργές τις ροές
ρωσικού φυσικού αερίου, εξασφαλίζει διμερείς εκπτώσεις και επιδοτεί μαζικά το
κόστος για τα νοικοκυριά. Έτσι, ο μέσος Τούρκος πολίτης πληρώνει πολύ λιγότερο
για την ενέργεια, ακόμη κι αν η χώρα του υφίσταται δημοσιονομικές πιέσεις ή
νομισματική αστάθεια. Η τουρκική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το ενεργειακό κόστος
ως κοινωνικό παράγοντα σταθερότητας και όχι ως απλό οικονομικό δείκτη.
Αντίθετα, η Ελλάδα, υπό καθεστώς ευρωπαϊκής συμμόρφωσης, έχει αποδεχθεί τη
λογική ότι η αγορά “αυτορρυθμίζεται”· στην πράξη όμως αυτή η ρύθμιση λειτουργεί
εις βάρος όσων δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη, δηλαδή των νοικοκυριών και
των μικρών επιχειρήσεων.
Όσοι μιλούν για το «γεωστρατηγικό αποτύπωμα» της Ελλάδας,
οφείλουν να γνωρίζουν ότι η Τουρκία, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, αρνήθηκε πρόσφατα
να υποταχθεί πλήρως στην πολιτική του αμερικανικού φυσικού αερίου, χωρίς όμως
να αποχωρήσει από τη Συμμαχία. Αντίθετα, διατήρησε την ανεξαρτησία των επιλογών
της, εξασφάλισε νέες ενεργειακές συμφωνίες και παράλληλα συνεχίζει την πορεία
της προς την απόκτηση προηγμένων οπλικών συστημάτων, όπως το πρόγραμμα των
Eurofighter, με τη στήριξη συμμάχων. Έτσι, ενισχύει τη διαπραγματευτική της
θέση τόσο ενεργειακά όσο και αμυντικά, αποδεικνύοντας ότι η γεωπολιτική επιρροή
δεν προκύπτει από συμμόρφωση αλλά από ευέλικτη στρατηγική.
Η σύγκριση των δύο χωρών δείχνει πως η ενεργειακή
στρατηγική δεν είναι μόνο θέμα γεωπολιτικής επιλογής αλλά κοινωνικής
προτεραιότητας. Η Ελλάδα προβάλλει την εικόνα του αξιόπιστου εταίρου της Δύσης,
αλλά στο εσωτερικό το τίμημα αυτής της επιλογής το πληρώνει ο πολίτης με
χαμηλούς μισθούς, υπερφορολόγηση και ενεργειακή ανασφάλεια. Η Τουρκία, παρότι
εξαρτημένη από τη Ρωσία, καταφέρνει να κρατά χαμηλές τιμές και να διατηρεί
κοινωνική συνοχή μέσω κρατικού παρεμβατισμού. Σε τελική ανάλυση, η “ευρωπαϊκή
ορθότητα” της Ελλάδας δεν μεταφράζεται σε ευημερία για τον πολίτη αλλά σε μια
ακριβοπληρωμένη ασφάλεια χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Ο Έλληνας ζει με μισθό
δεκαπενταετίας και λογαριασμούς του μέλλοντος, σε μια χώρα που έχει αποδεχθεί
την ακρίβεια ως φυσικό φαινόμενο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ενεργειακό, είναι
πολιτικό, οικονομικό και βαθιά κοινωνικό, γιατί όταν μια χώρα φτωχαίνει τους
πολίτες της στο όνομα της σταθερότητας, τότε η ίδια της η σταθερότητα παύει να
έχει νόημα. Μ.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου