Διαβάζοντας στο περιοδικό Ανασυγκρότηση της δεκαετίας του 1950 σχετικά με την Πανέβρια Αγροτική Έκθεση, γίνεται αμέσως αντιληπτό το έλλειμμα που χαρακτηρίζει τη σημερινή αγροτική έκθεση των Φερών, η οποία πραγματοποιείται κάθε χρόνο χωρίς σαφή στόχευση και στρατηγική. Σήμερα η έκθεση λειτουργεί κυρίως ως μέσο τόνωσης της τοπικής οικονομίας για δύο ή τρεις ημέρες, μέσω της αυξημένης επισκεψιμότητας. Ωστόσο, η σύγκριση με το παρελθόν αναδεικνύει την απουσία ουσιαστικού προσανατολισμού.
Ο πρώτος αφορούσε την υποχρέωση όλων των δημόσιων υπηρεσιών να λογοδοτούν δημόσια, παρουσιάζοντας τόσο το έργο της προηγούμενης χρονιάς όσο και τους στόχους της επόμενης. Σε αυτή την υποχρέωση δεν εξαιρούνταν καμία υπηρεσία: από τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης και τη Διεύθυνση Γεωργίας, μέχρι το νοσοκομείο, το δασαρχείο και τον τελευταίο κοινοτάρχη. Το ακροατήριο αποτελούνταν από το σύνολο των θεσμικών παραγόντων –υπουργούς, γενικούς διευθυντές, νομάρχες, δημάρχους–, των οποίων το μορφωτικό επίπεδο παρείχε το κατάλληλο υπόβαθρο για ουσιαστικό διάλογο.
Ο δεύτερος άξονας ήταν αφιερωμένος στους παραγωγούς και στη σχέση τους με την αγορά. Οι εταιρείες παρουσίαζαν και εκπαίδευαν τους αγρότες στα νέα βιομηχανικά προϊόντα που θα συνέβαλλαν στην αγροτική ανάπτυξη της περιοχής. Στο ίδιο πλαίσιο υπήρχε η δυνατότητα σύναψης εμπορικών συμφωνιών μεταξύ παραγωγών και εμπόρων. Πρόκειται για δύο κατευθύνσεις κομβικής σημασίας, που συνέβαλαν τόσο στη διάχυση της γνώσης όσο και στη χάραξη στρατηγικής για την αναβάθμιση της αγροτικής παραγωγής.
Αντίθετα, σήμερα διαπιστώνεται ότι η αγροτική έκθεση στερείται στρατηγικού σχεδιασμού. Συχνά περιορίζεται σε μια εθιμοτυπική τελετή εγκαινίων, με την παρουσία ορισμένων γεωργικών μηχανημάτων, μικροπωλητών και πρόχειρων δραστηριοτήτων, δίχως να υπηρετεί έναν σαφή αναπτυξιακό στόχο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πολύ σοβαρότερο από μια απλή τοπική εκδήλωση.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην πρόοδο είναι η παρουσία ανεπαρκών τοπικών ηγεσιών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δήμοι και οι περιφέρειες διοικούνται από ανθρώπους που δεν διαθέτουν όραμα, γνώση ή ικανότητα στρατηγικού σχεδιασμού. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι απλώς διοικητικό· αγγίζει τον πυρήνα της συλλογικής μας πορείας. Όταν εκείνοι που διαχειρίζονται τους πόρους και το μέλλον μιας περιοχής έχουν περιορισμένο ορίζοντα, η κοινωνία καθηλώνεται σε μια ακινησία που σταδιακά παγιώνεται.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από ένα ακόμη φαινόμενο που η Ελλάδα βιώνει έντονα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: τη μαζική φυγή νέων και δημιουργικών ανθρώπων στο εξωτερικό. Πρόκειται για μια εξέλιξη δραματική, καθώς δεν αφορά μόνο αριθμούς, αλλά την ίδια την ψυχή της χώρας. Οι πιο μορφωμένοι, οι πιο ανήσυχοι και ικανοί νέοι αναγκάζονται να αναζητήσουν στο εξωτερικό τις προοπτικές που δεν βρίσκουν στην πατρίδα τους. Έτσι, η κοινωνία χάνει το πιο ζωντανό της κομμάτι, εκείνο που θα μπορούσε να φέρει αλλαγές, να πιέσει τις ηγεσίες και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Ο συνδυασμός της «διαρροής εγκεφάλων» με την αδράνεια των τοπικών αρχών δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: όσοι μένουν απογοητεύονται, ενώ όσοι φεύγουν κλείνουν πίσω τους την πόρτα, αφήνοντας το μέλλον της χώρας συρρικνωμένο.
Κι όμως, η ιστορία δείχνει ότι οι κοινωνίες δεν παραδίδονται εύκολα. Ακόμη και μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αναδύονται πρωτοβουλίες πολιτών, μικρές εστίες δημιουργίας, επιχειρηματικές και πολιτιστικές δράσεις που αντιστέκονται στην αδράνεια και αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να ξεκινήσει «από τα κάτω». Αν και αυτές οι νησίδες δεν αρκούν για να ανατρέψουν ριζικά την κατάσταση, αποτελούν φάρο ελπίδας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα καταφέρουν να πολλαπλασιαστούν και να επηρεάσουν τη γενικότερη κατεύθυνση ή αν θα παραμείνουν μεμονωμένες εξαιρέσεις.
Η ευθύνη, ωστόσο, δεν ανήκει αποκλειστικά στις τοπικές αρχές· βαραίνει και τις κοινωνίες που τις ανέχονται, που αρκούνται στο λίγο και στο πρόχειρο, που παθητικά αποδέχονται το «έτσι έχουν τα πράγματα». Αν ο πολίτης δεν συμμετέχει, δεν διεκδικεί και δεν ασκεί πίεση, τότε αφήνει το πεδίο ελεύθερο στη μετριότητα να αναπαράγεται. Και η μετριότητα, όταν παγιώνεται, δεν παραμένει στατική· διαβρώνει και καταστρέφει.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει δυνατότητες. Διαθέτει φυσικούς πόρους, πολιτιστική κληρονομιά και μοναδική γεωγραφία. Όμως χωρίς ικανούς ανθρώπους και χωρίς ηγεσίες που μπορούν να συντονίσουν, να εμπνεύσουν και να σχεδιάσουν, όλα αυτά παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Το μέλλον δεν θα χαθεί από κάποια εξωτερική δύναμη· θα χαθεί αν εμείς οι ίδιοι επιτρέψουμε να συνεχιστεί η αδράνεια, η φυγή των νέων και η επικράτηση μιας διοικητικής μετριότητας που βλέπει μόνο την επόμενη εκλογή και όχι την επόμενη γενιά.
Το ζητούμενο, επομένως, είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η αλλαγή δεν αποτελεί πολυτέλεια· είναι αναγκαία συνθήκη επιβίωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου