Σήμερα τα κρατικοδίαιτα μέσα ενημέρωσης γέμισαν με τίτλους που μιλούσαν για «ιστορική συμφωνία» ανάμεσα στην ExxonMobil, τη Helleniq Energy και την Energean, για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Ιόνιο. Οι εικόνες ήταν εντυπωσιακές, τα δελτία ειδήσεων πανηγυρικά, και οι δηλώσεις των αξιωματούχων γεμάτες από τη γνωστή ρητορική περί «εθνικής επιτυχίας» και «ενεργειακής ανεξαρτησίας». Όμως, πίσω από τους πομπώδεις τίτλους, κρύβεται μια πραγματικότητα πολύ λιγότερο λαμπερή: η Ελλάδα, και κατ’ επέκταση ο Έλληνας πολίτης, δεν έχει ουσιαστικά τίποτα να κερδίσει από αυτές τις συμφωνίες.
Οι συμβάσεις που υπογράφονται με τις πολυεθνικές δεν είναι ισότιμες συνεργασίες. Δεν πρόκειται για συνεταιρισμούς όπου η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στην εκμετάλλευση των πόρων της, αλλά για παραχωρήσεις: το ελληνικό κράτος δίνει άδεια σε ιδιωτικές εταιρείες να ερευνήσουν και, εφόσον εντοπίσουν κοιτάσματα, να τα εκμεταλλευτούν με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσοστό επί των καθαρών κερδών. Συνήθως, αυτό το ποσοστό κυμαίνεται γύρω στο 20 με 25% — πολύ χαμηλότερο σε σχέση με ό,τι ισχύει σε άλλες χώρες που διαθέτουν φυσικούς πόρους.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ανισότητας, αρκεί μια σύγκριση: στη Νορβηγία, το κράτος συμμετέχει ενεργά μέσω της κρατικής εταιρείας Equinor και απολαμβάνει ποσοστά που φτάνουν το 70% έως 78% των συνολικών εσόδων. Η Αίγυπτος εφαρμόζει σύστημα διαμοιρασμού παραγωγής, κρατώντας περίπου το 50 με 60%. Στην Αλγερία, η κρατική εταιρεία Sonatrach έχει το πλειοψηφικό μερίδιο σε κάθε κοινοπραξία. Αντίθετα, η Ελλάδα περιορίζεται σε έναν ρόλο παρατηρητή, παραχωρώντας τον φυσικό της πλούτο για ψίχουλα.
Το ερώτημα είναι γιατί μια χώρα που διαθέτει κυριαρχικά δικαιώματα, υπογράφει τόσο άνισες συμφωνίες. Η απάντηση είναι πολιτική και οικονομική. Μετά από χρόνια κρίσης, δημοσιονομικής επιτήρησης και ανάγκης για ξένες επενδύσεις, η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Δέχεται όρους που υπαγορεύουν οι μεγάλες εταιρείες, ελπίζοντας σε μελλοντικά οφέλη, τα οποία σπάνια υλοποιούνται. Παράλληλα, η παρουσία μιας αμερικανικής υπερδύναμης όπως η ExxonMobil παρουσιάζεται και ως «γεωπολιτικό χαρτί» — μια μορφή ασφάλειας απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Όμως, η στρατηγική αυτή δεν μεταφράζεται σε ουσιαστικό οικονομικό κέρδος για τη χώρα.
Ακόμα πιο απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι ο Έλληνας πολίτης μένει εντελώς εκτός εξίσωσης. Δεν αποκομίζει κάποιο άμεσο όφελος: δεν μειώνεται η τιμή της ενέργειας, δεν δημιουργούνται σταθερές και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, και φυσικά δεν υπάρχει κανένα μερίδιο στα πιθανά κέρδη. Τα έσοδα που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον, αν υπάρξει όντως παραγωγή, θα χαθούν μέσα στα κρατικά ταμεία χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο διαχείρισης ή επένδυσης. Οι πολυεθνικές, από την άλλη, απολαμβάνουν ευνοϊκή φορολόγηση και νομική προστασία μέσω διεθνών συμβάσεων.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο. Θα μπορούσε να δημιουργήσει κρατική εταιρεία ενέργειας που να συμμετέχει στις κοινοπραξίες, να επιβάλει διαμοιρασμό παραγωγής αντί για απλή παραχώρηση, και να κατευθύνει τα έσοδα σε ειδικό ταμείο ενεργειακής ασφάλειας — όπως έκανε η Νορβηγία με το περίφημο «Ταμείο Πλούτου» της. Αντ’ αυτού, οι αποφάσεις λαμβάνονται βιαστικά, χωρίς διαφάνεια και χωρίς δημόσιο διάλογο, με μοναδικό στόχο να παρουσιαστεί μια «επενδυτική επιτυχία» στα δελτία ειδήσεων.
Η αλήθεια είναι απλή: η Ελλάδα μπορεί να υπογράφει συμφωνίες, αλλά δεν έχει τη δύναμη να τις επιβάλει προς όφελός της. Ο φυσικός της πλούτος μετατρέπεται σε όχημα κερδοσκοπίας για πολυεθνικά συμφέροντα, ενώ ο πολίτης παραμένει θεατής. Αν δεν υπάρξει εθνική στρατηγική που να διεκδικήσει πραγματικά το μερίδιο που της ανήκει, η χώρα θα συνεχίσει να παραχωρεί — αντί να αξιοποιεί.
Οι τίτλοι μπορεί να είναι εντυπωσιακοί, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: οι υδρογονάνθρακες του Ιονίου δεν είναι εθνική επιτυχία· είναι ακόμη ένα παράδειγμα του πώς ο πλούτος της Ελλάδας περνά στα χέρια άλλων, ενώ οι πολίτες της μένουν με τις υποσχέσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου