Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Επίσημη μνημονική συγκρότηση των πόλεων και μνήμες περιθωριακών ή καταπιεσμένων ατόμων και ομάδων.


Tο κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας πόλης,  εκτός από το μέγεθός της και την πυκνότητα του πληθυσμού, σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε ο Louis Wirth, είναι η ετερογένεια. Αυτή η ετερογένεια ή πολυμορφία εγγράφεται στο αστικό τοπίο με ένα πλήθος τρόπων, όπως η εμφάνιση και η τοποθεσία των σπιτιών, τα καταστήματα,  οι επιγραφές και πλήθος άλλων υποδομών. Η πολυμορφία του πληθυσμού προσδιορίζει επίσης και τα δημογραφικά στοιχεία της πόλης. Έτσι, για παράδειγμα οι άνθρωποι φαίνονται διαφορετικοί, έχουν διαφορετικές σχέσεις με τα μέσα παραγωγής, διαφορετική φυλετική και εθνοπολιτισμική προέλευση, διαφορετικό φύλο, διαφορετική κοσμοαντίληψη, διαφορετικό  τρόπο ζωής και μνήμης (Stevenson, 2007: 66). Ωστόσο, αυτός ο φαινομενικός πλουραλισμός  δε σημαίνει ταυτόχρονα και ίσα δικαιώματα μνήμης στο αστικό τοπίο.
Η πόλη είναι ενταγμένη σε ένα γενικότερο κοινωνικό σχηματισμό, το  Έθνος-Κράτος που έχει  κοινά γνωρίσματα  και τα οποία καθορίζονται από την εκάστοτε πολιτική, διοικητική και οικονομική ελίτ. Γενέθλιος διανοητικός τόπος ανάπτυξης αυτής της σύγχρονης ελληνικής πρόσληψης  είναι  οι κύκλοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού  μέσω της επαφής τους με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.  Αυτές οι ιδεολογικές επινοήσεις και οι επεξεργασίες τους, δηλαδή η συστηματική καλλιέργεια από την πλευρά τους της συνείδησης της ιστορικότητας του ελληνισμού, θα εμπνεύσουν, λίγο αργότερα, και την Ελληνική Επανάσταση – προβάλλοντας και νομιμοποιώντας το αίτημα της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας (Δημαράς, 1989: 1-22· Τσουκαλάς, 1994: 298).   
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε και η ελληνική εθνική ταυτότητα,  ο προσδιορισμός δηλαδή, της αναζήτησης και κατάδειξης της ξεχωριστής πολιτισμικής - ιστορικής ιδιαιτερότητας και μοναδικότητας του ελληνικού έθνους με σταθερή αναφορά προς τους λαμπρούς αρχαίους «προγόνους» αρχικά και τους βυζαντινούς αργότερα (Δημαράς, 1986: 100). Έτσι, από τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο του έθνους – κράτους   έως και τα τέλη του  20ου αιώνα δεν  υπάρχει άλλη μορφή μνήμης πλην της εθνικής.  Είναι η  αποκαλούμενη δημόσια – κυρίαρχη μνήμη, η οποία δομήθηκε αρχικά στη στενή σύνδεση της ιστορίας, του μουσείου και του έθνους.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στενής αυτής σύνδεσης των τριών θεσμών: του μουσείου, της ιστορίας και του έθνους  και του κοινού ιδεολογικού υπόβαθρου που τους στηρίζει και το οποίο με τη σειρά τους υπηρετούν, είναι η ίδρυση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα, σύμφωνα με τις εθνικές προσδοκίες των Ελλήνων και τις αντίστοιχες αντιλήψεις, πρακτικές και πολιτικές που επικράτησαν κατά τον 19ο  και 20ο αιώνα (Κουλούρη, 2017: 54· Νάκου, 2009: 15).
Είναι  «Οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ, που χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό του κράτους  και με τη στήριξη άλλων ισχυρών πολιτισμικών φορέων (π.χ. της Εκκλησίας ή του Τύπου), επιδιώκουν να ελέγξουν τον τρόπο ανάμνησης του παρελθόντος και να παράγουν μια «επίσημη» ή «κυρίαρχη» μνήμη που θα τους εξασφαλίζει πολιτική νομιμοποίηση» (Κουλούρη, 2017: 50).
Στο πλαίσιο αυτό το σχολείο μετατρέπεται σε κυρίαρχο «κανόνα» της συλλογικής μνήμης και ενδιάμεσο εκκολαπτήριο ημιμαθών πατριωτών.[1] Στον δημόσιο χώρο και στα κεντρικά σημεία των πόλεων,  μεγάλων ή μικρότερων οικισμών, επιλέγονται μνημεία επιλεγμένης συλλογικής μνήμης «Μνημεία με πολιτική και ιδεολογική φόρτιση, με επίσημο και εθνικό παρά τοπικό χαρακτήρα» (Τενεκετζής, 2013). Επιπρόσθετα, τα ιστορικά έργα, όπως τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών  του 1821, η Ιστορία του Ελληνικού  Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, οι Βιογραφίες του 20ου αιώνα, μοιράζονται με κουπόνια στους αναγνώστες των εφημερίδων  ή μετατρέπονται σε ιστορικές προσωπικότητες με τη μορφή reality (Λιάκος, 2007: 15).  Αυτές οι   ιδεολογικές επινοήσεις της πολιτικής  και κοινωνικής  ελίτ για κυριαρχία δε χωρούν παρεκκλίσεις της μνημονικής ομογενοποίησης  των πολιτών. Στοιχείο  απαραίτητο για τη διατήρηση του Έθνους Κράτους, όπως αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός   Αντώνης Σαμαράς: « Όσοι ζητούν να γκρεμίσουμε κάθε παραδοσιακό μύθο που εμπεδώνει εθνική συνείδηση παραβιάζουν το Σύνταγμα. Και η παραβίαση του Συντάγματος δεν είναι ούτε «ιστορικό» ούτε «παιδαγωγικό» ζήτημα. Είναι καθαρώς πολιτικό και μας αφορά όλους» (Αθανασιάδης, 2015: 45).
Αξίζει να αναφερθεί η σύνδεση που επιχειρεί ο Φουκώ μεταξύ γνώσης, εξουσίας και αλήθειας και η πεποίθηση ότι κάθε κοινωνία και εποχή χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα καθεστώτα γνώσης και αλήθειας. Έτσι, κάθε κοινωνία και εποχή διακρίνεται από μια συγκεκριμένη γνώση πραγμάτων τα οποία γίνονται αποδεκτά ως αληθινά (Γιαλούρη, 2010: 352).  
Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και μετά σηματοδοτούν  ένα έντονο ενδιαφέρον και  προβληματισμό για τα παιχνίδια της μνήμης και της λήθης και    το ρόλο που διαδραματίζουν τα μνημεία στο δημόσιο χώρο, αλλά και τους παράγοντες που εμπλέκονται με αυτά.   Μνήμες από πολέμους και γενοκτονίες, φανταστικές ή πραγματικές ξεδιπλώνονται και αναδεικνύονται στον αστικό χώρο πάντα με τη συναίνεση της  πολιτικής  και κοινωνικής  ελίτ,  όταν δεν ενοχλεί, αλλά εξυπηρετεί την πελατειακή – ψηφοθηρική τους σχέση  και   το εθνικό τους αφήγημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο πλαίσιο του εθνικού αλυτρωτισμού, της γεωπολιτικής συγκυρίας και της ψηφοθηρικής δυναμικής είναι ότι οι Πόντιοι της 3ης γενιάς αναγνώρισαν το αίτημα της γενοκτονίας   και το δικαίωμα να  τοποθετούν  μνημεία στον δημόσιο χώρο (Βεργέτη, 2000: 246, 265, 295-312). Αντίστοιχα η πολιτική και  οικονομική δυναμική της Εβραϊκής κοινότητας μέσω του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου  έχει τοποθετήσει μνημεία εβραϊκού ολοκαυτώματος σχεδόν σε κάθε πόλη, οικειοποιούμενο ακόμα και τη γενοκτονία χιλιάδων άλλων πληθυσμιακών ομάδων από τους ναζί, όπως: Τσιγγάνων, Ομοφυλόφιλων, ανθρώπων ειδικών δεξιοτήτων, κ.ά.[2] Αυτές οι περιθωριακές ομάδες δεν έχουν πολιτική, οικονομική και ψηφοθηρική δυναμική, δεν εντάσσονται άμεσα ή έμμεσα στο εθνικό αφήγημα και δεν μπορούν να έχουν θέση μνήμης στο  αστικό τοπίο.
Κλείνοντας, θεωρείται σημαντικό να αναφερθεί το τραυματικό – διαιρετικό   παράδειγμα του εμφυλίου πολέμου και η στάση της ελίτ μετά το 1982 (με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης). Εκεί διακρίνεται  το σύνολο των ανεγερθέντων μνημείων να αποτυπώνουν μια συμβιβαστική οπτική του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποφεύγουν   - αποκλείουν  τη μνήμη στα  γεγονότα της Αντίστασης και του Εμφύλιου (Παναγιωταράς, 2019: 2-3, 103-122).  
  


Βιβλιογραφικές  Αναφορές
Αθανασιάδης, Χ. (2015).  Τα αποσυρθέντα βιβλία – Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Βεργέτη, Μ. (2000). Από τον Πόντο στην Ελλάδα: Διαδικασίες Διαμόρφωσης μιας Εθνοτοπικής Ταυτότητας. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Γιαλούρη, Έ. (2010). Η δυναμική των μνημείων: Αναζητήσεις στο πεδίο της μνήμης και της λήθης. Στο  Κ. Γιαννακόπουλος & Γ. Γιαννιτσιώτης (Επιμ.), Αμφισβητούμενοι Χώροι στην Πόλη: Χωρικές Προσεγγίσεις του Πολιτισμού (349-376). Αθήνα: Αλεξάνδρεια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Δημαράς, Κ. (1986).  Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, η εποχή του – η ζωή του - το έργο του. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Δημαράς, Κ. (1989).  Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Αθήνα: Ερμής.
Κουλούρη, Χ. (2017). Το αμόνι της ιστορικής μνήμης: συγκρότηση και σύγκρουση.  Στο Ν. Παπαδημητρίου & Α. Αναγνωστόπουλος (Επιμ.),  Το Παρελθόν στο Παρόν: Μνήμη, Ιστορία και Αρχαιότητα στη Σύγχρονη Ελλάδα (45-63). Αθήνα: Καστανιώτης.
Λιάκος, Α. (2007).  Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Αθήνα: Πόλις.   
Νάκου, Ε. (2009).  Μουσεία Ιστορίες και Ιστορία. Αθήνα: Νήσος.      
Παναγιωταράς, Π. (2019). Δημόσια Ιστορία και Μνήμη. Η Διχασμένη Μνήμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Διπλωματική Εργασία). Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.  Πάτρα. Ανακτήθηκε 02.05.2020  από apothesis.eap.gr.  
Stevenson, D. (2007).  Πόλεις και Αστικοί Πολιτισμοί, Ι. Πεντάζου (μτφρ.),  Γ.  Γιαννιτσιώτης (επιμ.). Αθήνα: Κριτική.  
Τενεκετζής, Α. (2013). Οι μεταμορφώσεις της μνήμης: η δημόσια γλυπτική στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Ανακτήθηκε 29.04.2020 από https://bluebig.wordpress.com.
Τσουκαλάς, Κ. (1994).  Ιστορία, Μύθοι, Χρησμοί: Η αφήγηση της ελληνικής συνέχειας, Στο Έθνος Κράτος–Εθνικισμός, Επιστημονικό Συμπόσιο, 21-22 Ιανουαρίου 1994 (287-303). Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Διαδικτυακοί Ιστότοποι
https://bluebig.wordpress.com
apothesis.eap.gr 
https://kis.gr


[1] Το Αναλυτικό Πρόγραμμα  κάθε χώρας αντανακλά τις παραδοσιακές αξίες και την όλη κοινωνική  ιδεολογία που υπάρχει σ’αυτήν, καθώς και το βαθμό της οργάνωσης και οικονομικής ακόμα ανάπτυξής της. Από το 1881 μέχρι και σήμερα τέσσερις είναι οι μεταρρυθμίσεις που επηρέασαν ουσιαστικά το μάθημα της Ιστορίας. Αβδέλα Έφη., «Ιστορία και Σχολείο», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Εκδ. Υπηρεσία δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 13
[2] Ανάκτηση 02.05.2020 https://kis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=231:2009-04-30-11-05-24&catid=42:2009-04-30-08-31-29&Itemid=57

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...