Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Οι σημαντικότερες φάσεις της ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και διεθνώς από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.


 ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΣ ΕΑΠ

Μερκούρης Δημήτρης
Αλεξανδρούπολη  11.01.2020




1.Ελληνική Ιστοριογραφία
Οι συνθήκες συγκρότησης και ανάπτυξης της ιστοριογραφίας στην Ελλάδα του  19ου αιώνα  σχετίζονται με το ζήτημα του προσδιορισμού της ταυτότητας του νεοσύστατου ελληνικού εθνικού κράτους.[i]  Η Αθήνα ως πρωτεύουσα του νέου κράτους έγινε το διοικητικό, πνευματικό κέντρο και είχε να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες από οποιαδήποτε άλλη πόλη της τότε Ελλάδας.  Στο πανεπιστήμιο της που ιδρύθηκε το 1837, προετοιμάζονταν μια νέα γενιά πνευματικών ηγετών, που κατέφθαναν από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου.[ii] 

Στην πνευματική ζωή κυριαρχούσε η κληρονομιά του διαφωτισμού, που σημαίνει ότι οι δυτικομαθημένοι Έλληνες λόγιοι, φορείς αυτής της κληρονομιάς, έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην ελληνική ζωή. Χάρη στις πνευματικές, διοικητικές ικανότητες τους και τις καίριες θέσεις που κατείχαν (τύπο, εκπαίδευση, διοίκηση) μπορούσαν να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν πρότυπα συμπεριφοράς.[iii] Μια σειρά από γεγονότα θα αναγκάσει αυτούς τους διανοούμενους να απομακρυνθούν από το διαφωτιστικό κίνημα. Αρχικά η πνευματική κόντρα που ξέσπασε για τη γλώσσα  μεταξύ των οπαδών  του Κοραή με εκφραστή της προόδου τον Θ. Καϊρη και  εκφραστή του άκρου συντηρητισμού  τον Κ. Οικονόμου. Μια άλλη ρήξη ήταν το παράδοξο και αντιφατικό φαινόμενο των αντιδράσεων απέναντι σε ό,τι είχε δυτική προέλευση, λόγω της πεποίθησης που είχε διαμορφωθεί ότι οι Έλληνες είχαν προδοθεί από τη Δύση.
Η δύναμη της δυτικής επιρροής  και η μεταστροφή της κληρονομιάς του διαφωτισμού φάνηκε καλά με την εμφάνιση του κινήματος του ρομαντισμού στην Ελλάδα την ίδια ακριβώς εποχή που ακτινοβολούσε στη Δύση.  Ο ελληνικός ρομαντισμός είχε τα ίδια χαρακτηριστικά, την έμφαση στο συναισθηματικό κόσμο, τη νοσταλγία του εξιδανικευμένου παρελθόντος, την εξύμνηση της ελευθερίας, τη μελαγχολική διάθεση και το αίσθημα του εθνικισμού. Το κίνημα του ελληνικού ρομαντισμού θεμελιώθηκε με τις  αξίες που είχαν διαμορφωθεί από τον ελληνικό διαφωτισμό -  το ιδανικό της ελευθερίας, του πατριωτισμού και το θαυμασμό στην ελληνική αρχαιότητα – και  κορυφώθηκε στα τέλη της οθωνικής περιόδου.[iv]
Η νεοελληνική ιστορική συνείδηση καλλιεργήθηκε πρωτίστως σε σταθερά προς τους λαμπρούς αρχαίους «προγόνους» οι οποίοι, αφού υπέπεσαν διαδοχικά στην κυριαρχία των Μακεδόνων, των Ρωμαίων, των Βυζαντινών, των Οθωμανών,   αναβιώνουν, ως μυθικός Φοίνιξ,[v] και μέσα από τα απομνημονεύματα που είχαν θέμα τον πόλεμο για την απελευθέρωση του έθνους, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο έμφαση στο πρόσφατο, όχι στο μακρινό παρελθόν.[vi]  Αυτή όμως,  η απευθείας ιστορική συνέχεια που αποκαταστάθηκε με την αρχαιότητα στο χώρο της ελληνικής λογιοσύνης, των εμπνευστών και φορέων της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, άφησε απ΄ έξω έναν μεγάλο ιστορικό ενδιάμεσο, το Βυζάντιο.[vii] Η βυζαντινή πολιτεία και ιστορία, απαξιωμένη πλήρως τα χρόνια εκείνα στο λόγο των Ευρωπαίων και Ελλήνων διαφωτιστών ως εποχή σκοταδιστική, θεοκρατική και δεσποτική, θα παραμείνει μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα στη σιωπή.[viii]
2.Η  Ελληνοποίηση  του Βυζαντίου
Ανατρέποντας την παράδοση που θεωρούσε ως κέντρο βάρους της ελληνικής ιστορίας την αρχαιότητα, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ιδίως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δημοσίευσαν τις ιστορίες τους, στις οποίες ενσωμάτωναν το Βυζάντιο ως μια από τις περιόδους της συνεχιζόμενης, χωρίς διακοπές, ελληνικής ιστορίας. Επιχειρώντας να αναιρέσει τις θέσεις του Φαλμεράυερ, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος εκδίδει στα 1853 έναν εισαγωγικό τόμο στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Στο μνημειακό έργο του (1862-1872) μελέτησε την περίοδο της αρχαίας και την περίοδο της μεσαιωνικής ιστορίας ως ενιαία, αδιάσπαστη ιστορική ενότητα. Έτσι, διαμορφώθηκε το τριμερές σχήμα της ελληνικής ιστορίας, αρχαία, βυζαντινή και νεότερη, το οποίο ισχύει  μέχρι και σήμερα στην ελληνική ιστοριογραφία, ιδίως στη σχολική.  Αυτή η αντίληψη για το ελληνικό παρελθόν αποκτά κεντρική θέση στη συγκρότηση της εθνικής ιστοριογραφίας. Τίθεται στο επίκεντρο των ερευνητικών ενδιαφερόντων με σκοπό να απαντηθούν οι εξωτερικές προκλήσεις, αλλά και γιατί αποτελεί εσωτερικό στοιχείο συνοχής.[ix]
Η αναγκαιότητα όμως, αυτή προέκυψε και από   άλλα ζητήματα που από τα μέσα του 19ου αιώνα υπαγόρευαν τη στροφή    προς τον «Ελληνικό Μεσαίωνα» -όπως ονομάστηκε το Βυζάντιο - και την αναβάθμισή του. Εκείνη την εποχή τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους άφηναν εκτός της ελληνικής εθνικής επικράτειας έναν μεγάλο αριθμό ελληνόφωνων ορθόδοξων χριστιανών, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Πρόκειται για τους λεγόμενους «αλύτρωτους αδελφούς», που ζούσαν στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Επομένως ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού δεν έχει αποκτήσει ακόμη την ελευθερία του και η εθνική ανεξαρτησία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Η νέα πρόκληση της ενότητας του ελληνισμού, το ελληνοποιημένο  Βυζάντιο, που συμβολίζει την πολιτική ενότητα του ελληνισμού, προέταξε την ελληνική εθνική ιδεολογία. Tο  αυτοκρατορικό πρότυπο θα λειτουργήσει από τότε έως το 1922 ως ένα από τα σημεία αναφοράς της Μεγάλης Ιδέας.  Η εθνική ιδεολογία και κατ΄ επέκταση το έθνος έχει πειστεί ότι όλες οι προηγούμενες περίοδοι του ανήκουν. Τα νέα εθνικά και τα ευρύτερα πολιτισμικά ζητούμενα του 20ου αιώνα απαιτούν θετικότερες, ακριβέστερες και πλουσιότερες γνώσεις και συνθετότερες επεξεργασίες. Την ανάληψη αυτών των καθηκόντων θα αναλάβουν οι εισηγητές του ιστορικού θετικισμού,  ο Σπυρίδων Λάμπρος  και ο Παύλος Καρολίδης, οι οποίοι   προσέθεσαν νέες συλλογιστικές στο αντικείμενο της ιστορικής έρευνας κυρίως,  στον αναχρονισμό και στη μεθοδολογία της ιστορίας και όχι την ανατροπή της κυρίαρχης ιστορικής παράδοσης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Παπαρρηγόπουλο.    
Ο Σπύρος Λάμπρος αναλαμβάνει να μεταδώσει την ιστορική γνώση και παράλληλα να εκπαιδεύσει τους νέους ιστορικούς με ισχυρά μεθοδολογικά εργαλεία.  Η διδασκαλία συνδέονταν με την ερεύνα  και τη μετάδοση της πνευματικής και εμπειρικής γνώσης. Στην πραγματικότητα μέσα από τη φροντιστηριακή και αρχειακή εργασία οι ιστορικές σπουδές συγκροτήθηκαν, απέκτησαν περιεχόμενο και μεθοδολογία, ώστε οι νέοι επιστήμονες να μελετήσουν το σύνολο των εκδηλώσεων του ανθρώπινου βίου και όχι μόνο τα μεγάλα γεγονότα, όπως πόλεμοι, συνθήκες κ.λπ. Ο Λάμπρος αναζητά στο Αγ. Όρος πάπυρους και περγαμηνές και συμμετέχει στη σύσταση και οργάνωση των Γενικών Αρχείων του Κράτους.[x]  Η έρευνα του Καρολίδη το 1870 και 1880 περιστρέφονταν στην πατρική του γη, την Καππαδοκία. Ήταν διαπρεπής Οριενταλιστής, αλλά μετά το διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παραμέλησε το πεδίο αυτό και στράφηκε στην ελληνική και τη γενική ιστορία, σε συμμόρφωση με τις έδρες που κατείχε, τις εθνικές προτεραιότητες και τις επιθυμίες του Σπύρου Λάμπρου.[xi] 
Επιπρόσθετα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γενικότερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις της εποχής.  Την εποχή εκείνη συγκροτούνται και τα άλλα βαλκανικά εθνικά κράτη στα εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το σερβικό (1878), το ρουμανικό (1878) και αργότερα το βουλγαρικό (1908) και το αλβανικό (1913). Το κάθε ένα απ’  αυτά επικαλούνταν τη δική του μακραίωνη ιστορική παρουσία στην περιοχή, άρα και τα «ιστορικά δικαιώματα» σ΄ αυτήν. Παρουσιάζονταν δηλαδή, ως οι αυθεντικοί και ως εκ τούτου, νόμιμοι κληρονόμοι των εδαφών της αυτοκρατορίας.[xii] Όπως γίνεται εμφανές, τα εθνικά κινήματα  και οι εδαφικές διεκδικήσεις των βαλκανικών κρατών εκδηλώνονται σ’ ένα κλίμα έντονου ανταγωνισμού μεταξύ τους, που θα σημαδέψει ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Εμφανίζουν την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως  περίοδο υποδούλωσης.  Ο Παπαρρηγόπουλος  αναφέρει: «Επί των χρόνων της δουλείας εδημιουργήθηκαν αι πολεμικαί, αι αστικαί και αι διανοητικαί δυνάμεις δι΄ ων διεξήχθη οπωσδήποτε η επανάσταση».[xiii] Την ίδια άποψη θα εκφράσει λίγο αργότερα και η πρώιμη τουρκική ιστοριογραφία η οποία αντιμετώπισε ως καθυπόταξη την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας στους τουρκικούς πληθυσμούς της Ανατολής.[xiv] Σε διαφορετική κατεύθυνση κινήθηκαν μόνο οι εθνικές ιστοριογραφίες της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και Αλβανίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διαφορετική πληθυσμιακή σύνθεση. Αυτές οι χώρες είχαν σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων πολιτών οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη διατήρηση της κυριαρχίας της αυτοκρατορίας. Με την υποχώρηση της αυτοκρατορίας οι χώρες αυτές προσανατολίστηκαν σε διαφορετικές προσεγγίσεις  ενδογένεσης. Επιπλέον, οι διαφορετικές προσεγγίσεις των βαλκανικών χωρών αναφορικά με το θέμα του εξισλαμισμού πληθυσμών και τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, έδωσαν διαφορετικά χρώματα στις εθνικές ιστοριογραφίες τους. [xv]

3.Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μέρος του λόγου της Ελληνικής Επανάστασης
Στον ελληνικό χώρο ο αποτροπιασμός του θρησκευτικού άλλου,[xvi] του κατακτητή, αλλά και οι προτεραιότητες της εθνικής ιστοριογραφίας θα αφήσουν στο περιθώριο την ιστορία του ελληνισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας.   Έως τα μέσα του 20ου αιώνα  αποτελεί μέρος του λόγου που παράγεται και σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα με την Ελληνική Επανάσταση και την έκταση που αυτή έχει σε όλα τα επίπεδα. Ο λόγος αυτός συγκροτείται από πολλές πλευρές, ως προέκταση των ενδιαφερόντων των βυζαντινολόγων, από μύθους,[xvii]το  δημοτικό τραγούδι, την επτανησιακή ποίηση,  απομνημονεύματα, λογοτεχνία,  αρθογραφία  και κατηγορίες κειμένων γραμμένων είτε για να υποστηρίξουν την εθνική υπόθεση, είτε για να εξηγήσουν το γεγονός της, ως απομνημονεύματα, παρατηρήσεις επί του νέου κράτους, από Έλληνες ή ξένους.[xviii] 
Επομένως,  οι συνθήκες[xix] όχι μόνο δεν επιτρέπουν να ερευνηθούν πτυχές του ελληνικού κόσμου στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δεν παρατηρείται και  κάποια ανανεωτική στάση της ίδιας της ιστορικής επιστήμης στην Ελλάδα – όπως για παράδειγμα στη Γαλλία. Γίνεται μόνο μια προσπάθεια συστηματικότερης οργάνωσης των επιστημονικών πειραματισμών του 19ου αιώνα, η οποία δεν προϋποθέτει την ανατροπή της κυρίαρχης ιστοριογραφικής παράδοσης του Παπαρρηγόπουλου. Αντίθετα, τώρα οι ιστορικοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη μεθοδολογία της ιστορίας, όπως αυτή είχε διατυπωθεί  στη γαλλική θετικιστική «σχολή» των Λανγκλουά και Σενιομπός.[xx]  Το ενδιαφέρον αυτό είχε καλλιεργήσει  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο  Σπυρίδων Λάμπρος, διάδοχός του Παπαρρηγόπουλου,  ο οποίος μετέφρασε και προλόγισε το έργο τους το 1902 «Εισαγωγή εις τας ιστορικάς μελέτας».[xxi]   Από τότε έως και την δεκαετία του 1970 δεν παρατηρείται κάποια ανανεωτική τάση για επέκταση του ιστορικού ενδιαφέροντος στην ελληνική ιστοριογραφία. Οι περισσότεροι ιστορικοί απέμειναν προσηλωμένοι στις παραδοσιακές νόρμες,  χωρίς να επιδιώκουν ή να έχουν την πολυτέλεια του χρόνου για ανανέωση.  Ακόμη και κάποιες σημαντικές πρωτοποριακές για την εποχή προσπάθειες, απορρίφτηκαν, αποσιωπήθηκαν και χάθηκαν μέσα στο γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο που θεωρούσε ότι η τουρκοκρατία ήταν μια παθητική περίοδος του ελληνισμού. Η πρωτοποριακή αυτή μελέτη δε θα προκληθεί από τους δημοτικιστές - το σημαντικότερο διανοητικό κίνημα των αρχών του αιώνα-, ούτε από τον Απόστολο Δασκαλάκη ή το έργο του Κορδάτου. Θα προέλθει από την απορριφθείσα[xxii] από το Πανεπιστήμιο Αθηνών[xxiii] διδακτορική διατριβή (1912-1914) του Μιχαήλ Σακελλαρίου με θέμα «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν  (1715-1821)». Η μελέτη αυτή με βαρύ θεωρητικό οπλισμό και νέες πρωτοποριακές για την εποχή προσεγγίσεις στην ιστορική μελέτη - τοπική ιστορία, έρευνα σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, οικονομία, διοίκηση, πληθυσμός, φορολογία, ιδιοκτησία κ.λπ.- θα αναδειχθεί το 1978 από τις εκδόσεις «Ερμής» σε μια εποχή προβληματισμού για τις ιστοριογραφικές αναζητήσεις στη μεταδικτατορική Ελλάδα.  Ο Μιχαήλ Σακελλαρίου (1939) στον πρόλογο της «Πελοποννήσου» είχε αναφέρει την αναγκαιότητα των οθωμανικών σπουδών:
«Πλήν της πρωτίστης ανάγκης να πυκνωθούν οι ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι θα αναλάβουν το υψίστης σπουδαιότητος έργον να εξερευνήσουν τα άγνωστα εδάφη του ιστορικού μας παρελθόντος – αφ΄ ενός μεν η αντιμετώπισις των θεωρητικών, μεθοδολογικών και οργανωτικών προβλημάτων, αφ΄ ετέρου δε η συστηματοποίησις και η οργάνωσις της μελλοντικής εργασίας κατά τρόπον σκόπιμον και λυσιτελή, δυνάμενον δε να οδηγήση αμεσώτερον εις την ολοκληρωτικήν αντίληψιν της ιστορίας του έθνους μας κατά την τουρκοκρατίαν».[xxiv]
Παράλληλα το 1939 θα εκδοθεί μια εξίσου σημαντική μελέτη του Απόστολου Βακαλόπουλου «Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν  του 1821» η οποία χρησιμοποιεί οθωμανικές πηγές και στηρίζεται κατά βάση στην υπάρχουσα διεθνή βιβλιογραφία των οθωμανικών σπουδών. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος είναι ο πρώτος που δε στηρίζεται αποκλειστικά στις ελληνικές πηγές.  Κάνει  συστηματική αξιοποίηση του μεταφρασμένου οθωμανικού και ελληνικού  αρχειακού υλικού, έχοντας βέβαια ως στόχο την αναζήτηση της ταυτότητας του ελληνισμού   της Μακεδονίας.[xxv]  
Την ίδια  εποχή και ο Νίκος Σβορώνος έχει ολοκληρώσει τη διατριβή του με θέμα «Περί των εν Ελλάδι νομισμάτων κατά την Τουρκοκρατίαν» η οποία θα κατατεθεί  το 1942 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.[xxvi]  Πρέπει να τονιστεί  ότι και οι τρεις μελέτες, που αποτελούν το σκληρό πυρήνα της ιστοριογραφίας για την τουρκοκρατία, είχαν θετική αποδοχή από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το νέο αυτό πανεπιστήμιο  είχε διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό  από  το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Tο Πανεπιστήμιο Αθηνών με την ίδρυση του το 1837 και κατά τη  διάρκεια του 19ου αιώνα καλείται: α) να συμβάλει στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των επιστημών, β) να διαμορφώσει την πνευματική και πολιτική ελίτ του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, γ) να αποτελέσει το σύνδεσμο ανάμεσα στην αρχαία και στη σύγχρονη Ελλάδα, δ) να μεταλαμπαδεύσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην Ανατολή, ε) να μετακενώσει τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή, και στ) να συμβάλει στην ενότητα και στη σύσφιγξη των σχέσεων του ελεύθερου ελληνικού κράτους με τον υπόδουλο ελληνισμό.[xxvii] Σε άλλη πορεία το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης[xxviii] με τον δημοτικιστή πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου, επιδιώκει μία ιδεολογική στροφή, από άποψη χώρου, στα Βαλκάνια[xxix]  και, από άποψη περιεχομένου στο νέο ελληνισμό.[xxx]
Το τέλος του αλυτρωτισμού, η πληθυσμιακή ανακατάταξη μετά τη  μικρασιατική καταστροφή,  η ιδεολογική κρίση, η κατοχή, ο εμφύλιος, και η δικτατορία των συνταγματαρχών και κυρίως οι νέοι επιστήμονες οι οποίοι έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό,  θέτουν ζητήματα αναπροσδιορισμού και αφύπνισης της εθνικής ταυτότητας.
Από τα μέσα του 1940 θα ξεχωρίσουν δύο στοχαστές,  οι οποίοι θα προσδώσουν νέες κατευθύνσεις και νέα ερεθίσματα όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην ιστορία. Ο Κωνσταντίνος Δημαράς για πρώτη φορά το 1945, στα μέσα δηλαδή του εμφυλίου,  χρησιμοποίησε τον όρο «Διαφωτισμός». Με αυτή την προσέγγιση και ως εργαλείο ανάλυσης και αξιολόγησης, η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας θεωρήθηκε ως αυτοτελές ερευνητικό πεδίο εντός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και όχι ως παθητική ιστορία ή ένας μακρύς πρόλογος για την επανάσταση του 1821[xxxi] Παράλληλα η έννοια του Διαφωτισμού ανέτρεψε την πολεμική ιδεολογία της δεξιάς και της αριστεράς, εθνοκεντρικής και ρομαντικής άποψης, αφού θεώρησε ότι η επανάσταση παρέμεινε ατελής ως αποτέλεσμα της ήττας των αστών, αλλά και των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων που διατηρούσε η Αριστερά.  Ο Δημαράς θεωρεί ότι, για να υπάρξει ενοποίηση της ιστορίας, θα πρέπει να υπάρξει μια τομή ανάμεσα στις μάζες και τις ελίτ. Ιδεολογικό πλαίσιο που παραπέμπει στη σχολή των Annales η οποία χαρακτήριζε την κοινωνική ανανέωση ως σύγκρουση μιας μοντερνιστικής ελίτ και των αδρανών μαζών.[xxxii]  Ένας άλλος στοχαστής που είχε ισχυρή επίδραση στις σύγχρονες ελληνικές σπουδές ήταν ο Νίκος Σβορώνος, ο οποίος εισήγαγε μια επεξεργασμένη, ανανεωμένη μαρξιστική μέθοδο[xxxiii] και το ενδιαφέρον για την οικονομική και κοινωνική ιστορία στην νεοελληνική ιστοριογραφία. Στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός και άσκησε επιρροή  με το έργο του «Histoire de la Grece Moderne»  το οποίο μεταφράστηκε  το 1976 στα ελληνικά από τα γαλλικά.  Ο  Σβορώνος έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό και έχοντας έρθει σε επαφή με τη μαρξιστική ιστορία, εισάγει ένα νέο σχήμα στην ιστορική σκέψη.[xxxiv]   Αν στη Σχολή  του Διαφωτισμού το  σχήμα της ιστορίας ήταν η μοντερνιστική ελίτ έναντι της αδράνειας των μαζών, το σχήμα της μαρξιστικής ιστορίας που ενέπνευσε ο Σβορώνος, ήταν «η κοινωνία και οι άνθρωποι» απέναντι στο «Κράτος» και τους «μηχανισμούς τοπικής και ξένης εξουσίας». Επίσης, αν για τη Σχολή των  Διαφωτιστών σημείο αναφοράς ήταν η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού «Μνήμων»,[xxxv] για τον Σβορώνο ήταν ο μαρξισμός και οι Annales.[xxxvi] Στα χρόνια μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών δημιουργήθηκε μια αλληλεπίδραση ιδεών μεταξύ της Σχολής του Διαφωτισμού και του  μαρξιστικού ρεύματος  και παρά τις διακριτές διαφορές ως προς το ιστορικό πλαίσιο και τη  μεθοδολογία, δημιουργήθηκαν  τα ερεθίσματα για ανανέωση και τη δημιουργία της «Νέας Ιστορίας». Φορείς αυτής της «νέας ιστορίας» ήταν οι  Σπύρος Ασδραχάς, Φίλιππος Ηλιού, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος  Δερτιλής και Βασίλης Κρεμμυδάς.[xxxvii] 

4.Μέση  φάση της νεοελληνικής ιστοριογραφίας
Το 1960 άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη για έρευνα στις οθωμανικές σπουδές. Την εποχή αυτή δημιουργείται το Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών  και χορηγεί υποτροφίες για οθωμανικές σπουδές στο εξωτερικό. Ακολουθούν και άλλα ιδρύματα, όπως το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών που έστειλε με υποτροφία  στο Λονδίνο την  Ελισάβετ Ζαχαριάδου, και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους που έστειλαν τους  Βασίλη Δημητριάδη  και Παύλο Χιδίρογλου. Η πρώτη πήρε υποτροφία  για να σπουδάσει τουρκολογία και να καλύψει τις ανάγκες του ιδρύματος στον τομέα αυτό. Οι Δημητριάδης και Χιδίρογλου στάλθηκαν αντίστοιχα στην Αγγλία και Γερμανία για να σπουδάσουν οθωμανικά, για να στελεχώσουν τα αρχεία Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου.[xxxviii] Από τότε άρχισαν σταδιακά να δημοσιεύονται μελέτες οι οποίες όμως, δεν ήταν αρκετές, αφού προέρχονταν από ολιγομελή ομάδα.
Οι οθωμανικές  σπουδές στην Ελλάδα αποκτούν υπόσταση ουσιαστικά στην εικοσαετία 1980-2000.[xxxix] Ο κατάλογος θεμάτων που απασχολεί τις οθωμανικές σπουδές, περιλαμβάνει την τοπογραφία και ιστορία πόλεων, τους πληθυσμούς και την οικονομία των ελλαδικών περιοχών με πηγή τις οθωμανικές καταστιχώσεις, τις εκδόσεις νομοθεσιών για ζητήματα φορολογίας, το καθεστώς της Εκκλησίας, τη μελέτη των ελληνικών κοινοτήτων και την ιστορία μονών. Αξιοποιούνται οθωμανικές πηγές που συμπληρώνουν τις ελληνικές. Επιχειρείται πλέον να εξεταστεί και η κρατική άποψη για τα πεπραγμένα στον ελληνικό χώρο. Μελετώνται οι θεσμοί και η δομή του οθωμανικού κράτους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί προσεγγίζονται καλύτερα μέσα από το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον τους.[xl]  Εντούτοις, και σε αυτή την περίπτωση, παρατηρείται μια αποσπασματική και όχι ολιστική προσέγγιση της ιστορίας των Ελλήνων στην  οθωμανική εποχή. Η αποσπασματικότητα αυτή μπορεί βέβαια, να είναι τυχαία και να κινείται στη βάση της προετοιμασίας για μια μεγάλη προσπάθεια, αλλά μπορεί να είναι και ηθελημένη,  δηλαδή να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες.
Αρκετές ομοιότητες με την ελληνική ιστοριογραφία εμφανίζουν  και οι προσεγγίσεις των βαλκανικών χωρών. Οι διανοούμενοι των βαλκανικών χωρών έβλεπαν στην οθωμανική κυριαρχία τα αίτια για την οικονομική και την πολιτισμική τους «καθυστέρηση». Οι Βούλγαροι μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Ζίβκοφ, (1989) [xli] απέσυραν  τη  θεώρηση της “islamizatsia”, την  αποκήρυξαν ως βδελυρή η “vizroditelen protses”. Στην  islamizatsia” είχε επιστρατευθεί το φαινόμενο του εξισλαμισμού, βίαιου ή εθελούσιου, για να εξηγηθεί η ύπαρξη μουσουλμάνων στη σύγχρονη Βουλγαρία και να υποστηριχθεί η κατ΄ αρχήν βουλγαρική τους καταγωγή. Το  vizroditelen protses”, που σημαίνει πρόγραμμα «Αναγέννηση» δόθηκε στο πρόγραμμα αλλαγής των μουσουλμανικών ονομάτων της Βουλγαρίας.[xlii]  Ανάλογη στροφή έκανε και η τουρκική ιστοριογραφία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Οκτωβρίου 1980. Η στροφή αυτή ανιχνεύεται σε κάθε πολιτική έκφραση έως τις μέρες μας με κύριο εκφραστή τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η κυρίαρχη άποψη ήταν να βελτιωθεί με κρατική παρέμβαση η εθνική παράδοση που είχε αλλοιωθεί[xliii]   και να διοχετευθεί στα διδακτικά βιβλία η σκέψη της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης που θεωρήθηκε ότι θα παρέδιδε τον ιδανικό τρόπο ζωής στην κοινωνία.[xliv]
Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Αντώνης Λιάκος: «Εφόσον μελετούμε φαινόμενα που αφορούν ζητήματα έθνους, ζώντας ταυτόχρονα σε μια εποχή εθνοτήτων η οποία προσδιορίζει τόσο το περιεχόμενο, όσο και τον τρόπο οργάνωσης της κουλτούρας… η έννοια του έθνους έγινε μια βασική κατηγορία σκέψης η οποία ορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ίδια την ιστορία»[xlv]. Υπό αυτήν ην έννοια  η ανάπτυξη  της ελληνικής και βαλκανικής ιστοριογραφίας απέναντι στο πρόβλημα επηρεάζονταν από τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας και των ιδεολογικών και επιστημονικών ρευμάτων της Ευρώπης. Σήμερα έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες προσέγγισης στην ιστοριογραφική παραγωγή για το οθωμανικό παρελθόν από τα Τμήματα Ιστορίας Αρχαιολογίας των Πανεπιστημίων – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης κ.ά. -   όπως  και η συγκριτική μεθοδολογία που ακολουθεί το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας[xlvi], που διδάσκονται μαθήματα σχετικά με την Οθωμανική Ιστορία από νέους ειδικούς επιστήμονες. Την περεταίρω ολιστική ανάπτυξη και ανάπτυξη όμως, θα την δώσουν νομοτελειακά οι σύγχρονες γεωπολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που ευνοούν τη μελέτη πολυπολιτισμικών κοινωνιών.  Δεν είναι τυχαίο ότι έστω και αργά η ανάπτυξη των οθωμανικών σπουδών συνέπεσε με την ευρωπαϊκή κυρίαρχη ιδεολογία για κατάρρευση της εθνικής ταυτότητας, την ανάδειξη των μειονοτήτων  στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και το άνοιγμα των συνόρων με εισροή πληθυσμιακών ομάδων με διαφορετική πολιτισμική συγκρότηση. 


[i] Ροτζώκος Νίκος, «Η νεοελληνική εθνική ιδεολογία και η εθνική ιστοριογραφία», Ελληνική Ιστορία, Τομ. Γ΄, ΕΠΑ, Πάτρα, 2002, σ.217
[ii] https://el.wikipedia.org. 
[iii] Μαρκέτος Σπύρος., «Νεοελληνικός Διαφωτισμός και ιδεολογικά ρεύματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», Ελληνική Ιστορία, Τομ. Γ΄, ΕΠΑ, Πάτρα, 2002, σ.197-199
[iv] Καγιαλής Τάκης., «Η Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή. Ρομαντική ποίηση και πεζογραφία (1830-1880)», Νεοελληνική Φιλολογία 19ου και 20ου αιώνα, Γράμματα ΙΙ, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000,σ.101-120
[v] Λιάκος Αντώνης, «”Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα, 1994, σ. 177. Ανάκτηση 08.12.2019 https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf
[vi] Ανδριάκαινα Ελένη, Το «Νόημα του 21», στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1999, σ. 2-3, Ανάκτηση  20.12.2019  https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/11732 
[vii] Η συνείδηση του κενού γίνεται αισθητή είκοσι χρόνια μετά την συγκρότηση του νέου κράτους όταν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αναφέρει: «δυνάμεθα να ελπίσωμεν ότι θέλουσί πότε συναρμολογηθή αι διασπαρμέναι και διερρηγμέναι σελίδες της πατρώας βίβλου, προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος». Ζαμπέλιος Σπυρίδων, «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος», Κέρκυρα, 1852, σ. 16
[viii] Κιτρομηλίδης Πασχάλης «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σ. 104-113
[ix]  Ροτζώκος Νίκος, ό.π.,  σ.226-240
[x] Λάμπρος Σπύρος, «Βραχέα Χρονικά», Επιμ. Αμάντος Κωνσταντίνος, τ. 1ος, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1932, Ανακτήθηκε  08.11.2019 http://repository.academyofathens.gr/document/178114.pdf
[xi] Καρολίδης Παύλος, Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων και των Λοιπών Λαών της Ανατολής. Από το 1821 μέχρι 1921, Ερμής, Αθήνα, 1922. Ανακτήθηκε  08.11.2019 https://www.scribd.com & https://el.wikipedia.org
[xii] «Η Μεγάλη Ιδέα των ηγετικών τάξεων του καθενός από τα σημαντικότερα βαλκανικά κράτη, διασπά την αλληλεγγύη των κοινών απελευθερωτικών αγώνων…. και χωρίς εξαίρεση, ξεπέρασαν τα θεμιτά όρια των εθνικών διεκδικήσεων… ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι ξενικές επεμβάσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων». Σβορόνος Ν., «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», Θεμέλιο, Αθήνα, 1987, σ.273
[xiii] Λιάκος Αντώνης, «“Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1994, σ. 190. Ανάκτηση 8.12.2019 https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf
[xiv] Γκαρά Ελένη και Γιώργος Τζεδόπουλος, «Εισαγωγή. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις και ζητήματα ερμηνείας», στο βιβλίο τους, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα, 2015, σ. 16. Ανάκτηση 8.12.2019 https://repository.kallipos.gr/pdfviewer/web/viewer.html?file=/bitstream/11419/2880/1/eisagogi_Gkara.pdf 
[xv] Ελένη Γκαρά και Γιώργος Τζεδόπουλος, ό.π., 151
[xvi] Η οθωμανική αυτοκρατορία αποτιμάται αρνητικά αφενός γιατί ήταν καταπιεστική, τυραννική και αυθαίρετη αλλά  και γιατί ως κατακτητές είναι  ταυτόχρονα αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι. Ελένη Γκαρά, ό.π., σ.17 Ανάκτηση 14.12.2019 https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/2880/1/eisagogi_Gkara.pdf
[xvii] «…Όπως είναι γνωστό, η αποκατάσταση του Ρήγα ως ιστορικού προσώπου ξεκίνησε αρκετές δεκαετίες μετά την εδραίωση του μύθου του. Την καθυστέρηση αυτή ο Σπυρίδων Λάμπρος την θεώρησε προσχεδιασμένη : «ως ει υπήρχε φόβος», λέει, «μη η ιστορική αλήθεια καταρρίψη τον ήρωα από του υψηλού στυλοβάτου, εις ον είχεν αναβιβάσει αυτόν η εθνική συνείδησις», Σκοπετέα Έλη, Ο Ρήγας και το οθωμανικό πλαίσιο του ελληνικού διαφωτισμού, ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, Τομ. 19ος, Τευ. 37, Μέλισσα, Αθήνα, 2002,σ.275
[xviii] Αντώνης Λιάκος, «“Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1994, σ. 190. Ανάκτηση 8.12.2019 https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf
[xix] Η ήτα στον  «ακήρυχτο» πόλεμο του 1897ή « Μαύρο '97 ή Ατυχή πόλεμο», η κορύφωση του αλυτρωτισμού – μεγαλοϊδεατισμού, το γλωσσικό ζήτημα, ο Μακεδονικός Αγώνας , οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή δεν άφηναν χώρο για την αμφισβήτηση της εθνικής ιστοριογραφίας αλλά και την έρευνα σε νέα πεδία έρευνας. 
[xx] Καραμανωλάκης, Βαγγέλης, «Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1932)», Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, σ. 249-250
[xxi] Καραμανωλάκης, Βαγγέλης, ό.π., σ. 247-251
[xxii] «…Εξαιτίας της κοινωνιολογικής διάστασης που εισήγαγε …και η οποία παρέπεμπε τη δεδομένη εποχή στη «σχολή» των Αννάλ, σε μια εποχή που παρέμενε στο περιθώριο, κυρίως εξαιτίας του ότι θεωρήθηκε άμεσα επηρεασμένη από τη μαρξιστική θεωρία». Ελπίδα Βόγλη, «Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμα του;» Αθήνα, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών 2015, σ.285.  Ανάκτηση 14.12.2019 https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/3821/2/15176_Vogli_Elpida.pdf
[xxiii] «…Το «δυσμενές κλίμα» σε βάρος του είχε δημιουργηθεί νωρίτερα, όταν «τόλμησε» να δημοσιεύσει κάτι στη δημοτική στη «Νέα Εστία» (Το τέλος της επαναστάσεως της Σάμου, 1934). Ο γλωσσαμύντωρ καθηγητής Εμμανουήλ Πεπελούζος μάλιστα παρουσίασε, σε μια συνεδρίαση, το τεύχος του περιοδικού κρατώντας το με ένα τσιμπιδάκι «ίνα μη μιανθώ!». Η πλειοψηφία των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής αποτελούσε το μέρος μιας ευρύτερης ομάδας που συνέχεε τον δημοτικισμό με τον κομμουνισμό, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο «μαλλιαροκομμουνισμός», Μπέκος Γ,  «Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου 1912-2014: Ο πρωτοπόρος ιστορικός, Εφημερίδα», ΄΄Το Βήμα΄΄ Αθήνα 23.08.2014. Ανάκτηση 14.12.2019 https://www.tovima.gr/2014/08/23/books-ideas/mixail-b-sakellarioy-1912-2014-o-prwtoporos-istorikos/
[xxiv] Μπαλτά Ευαγγελία κ.ά., «Οι οθωμανικές Σπουδές στη Νεοελληνική Ιστοριογραφία», Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Κέντρο νεοελληνικών Ερευνών Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, τομ. Α΄, Αθήνα 2004, σ. 264
[xxv] Μπαλτά Ευαγγελία κ.ά., ό.π., σ.265
[xxvi]  Κώστας Τσικνάκης, «Η πρώτη περίοδος της επιστημονικής δραστηριότητας του Νίκου Σβορώνου», Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Σβορώνου, (επίμ.Στέφανος Παπαγεωργίου),Αθήνα,1992,σελ.42
[xxvii] Καραμανωλάκης, Βαγγέλης, ό.π., σ. 240
[xxviii] Στις 21 Σεπτεμβρίου 1926 ψηφίζεται ο νόμος «Περί επαναφοράς εν ισχύι του νόμου 3341 "Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη"
[xxix] «…Την άποψη αυτή τεκμηριώνουν τα εξής στοιχεία: α) Στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι η χορήγηση από τη Φιλοσοφική Σχολή πτυχίου Βαλκανικών Γλωσσών και Φιλολογιών, β) το 1932 η Φιλοσοφική Σχολή προτείνει την ίδρυση Ινστιτούτου Αλβανικής Γλώσσας, και, γ) με την ίδρυση της Σχολής, το 1926, δημιουργείται έδρα «Ιστορίας των λαών της χερσονήσου του Αίμου». Φούκας Β. «Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1926-1940), Σπουδές, Σπουδαστές και Σπουδάστριες κατά την Περίοδο του Μεσοπολέμου», Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη,  2009, σ.40. Ανάκτηση 15.12.2019 http://ikee.lib.auth.gr/record/112120/files/GRI-2009-2335.pdf
[xxx] «…Ενδεικτικά σημειώνουμε: α) Το 1926 δημιουργείται χωριστή έδρα «Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας», β) το 1926 δημιουργείται, επίσης, έδρα «Ελληνικής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων», γ) καθηγητής Γλωσσολογίας αναλαμβάνει ο δημοτικιστής Μ. Τριανταφυλλίδης, δ) λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες της τοπικής κοινωνίας. Φούκας Β., ό.π.,σ.41
[xxxi] Liakos. A., “Pros episkeuin olomeleias kai enotitos. H domisi tou ethnikou xronou,” in  Epistimoniki Synantisi sth Mnimi tou K.Th.Dimara, Athens 1964, 171-199.
[xxxii] Liakos Α., «Modern Greek Historiography (1974-2000). The Era of Tradition from Dictatorship to Democracy”», σ.6-9,  Ανάκτηση 15.12.2019 http://www.culturahistorica.es/liakos/modern_greek_historiography.pdf
[xxxiii] Ο Κορδάτος είχε προσπαθήσει το 1920  ανεπιτυχώς να εισαγάγει τις μαρξιστικές αναλύσεις στην ελληνική ιστοριογραφία – η επανάσταση του 1821 ήταν μια αστική επανάσταση- δέχθηκε επικρίσεις και επαναπροσδιόρισε την αρχική του τοποθέτηση.   
[xxxiv] «…Ο Νίκος Σβορώνος … είναι και ο πρωτεργάτης στην ίδρυση του Τομέα Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης». Μπαλτά Ευαγγελία κ.ά., ό.π., σ. 266
[xxxv] http://www.emne-mnimon.gr/
[xxxvi] https://en.wikipedia.org/wiki/Annales_school
[xxxvii] Ο Νίκος Σβορώνος υποδέχθηκε το 1960 στη Γαλλία  τους  Σπύρο Ασδραχά, Φίλιππο Ηλιού, Βασίλη Παναγιωτόπουλο,  εκπροσώπους της «νέας ιστορίας» οι οποίοι ζυμώθηκαν και διαμορφώθηκαν στο πρόσφορο κλίμα των ρευμάτων των Annales και την μπροντελική παράδοση. Επέλεξαν να ασχοληθούν ερευνητικά με θεματικές των οθωμανικών χρόνων και εκπόνησαν διδακτορικές διατριβές. Μπαλτά Ευαγγελία κ.ά., ό.π., σ. 266  και  Liakos Α., «Modern Greek Historiography (1974-2000). The Era of Tradition from Dictatorship to Democracy”», σ.8,  Ανάκτηση 15.12.2019 http://www.culturahistorica.es/liakos/modern_greek_historiography.pdf
[xxxviii] Θεοχαρίδης Ι., «Η Ανάπτυξη των Τουρκολογικών Σπουδών στην Ελλάδα». Ανάκτηση 10.12.2019 http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/pdf
[xxxix] Θεοχαρίδης Ι., ό.π.
[xl] Παπασταματίου, Δ., & Κοτζαγεώργης, Φ. «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Πολιτικής Κυριαρχίας». ΣΕΑΒ, Αθήνα, 2016, σ. 10  Ανακτήθηκε από:
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/4721/2
[xli] Ανάκτηση 18.12.2019 https://www.thessnews.gr/article/60354/san-simera-i-ptosi-tou-zibkof-kai-i-katarreysi-tou-kommounismou-sti-boulgaria-video
[xlii] Μπαλτά Ευαγγελία κ.ά., ό.π., σ. 268.
[xliii] Το 1930 συστάθηκε από τον  Μουσταφά Κεμάλ η  Επιτροπή Μελέτης της Τουρκικής Ιστορίας και ο ιδεολογικός προσανατολισμός ήταν η απομάκρυνση από την ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.   
[xliv] Στάθη Πηνελόπη, Η αντιμετώπιση του οθωμανικού παρελθόντος στην Τουρκική ιστοριογραφία. Ανάκτηση 18.12.2019  http://repository.academyofathens.gr/document/26066.pdf
[xlv] Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ.171 Ανάκτηση 15.12.2019 https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/7644/1/N03.009.0.pdf
[xlvi] Σταματόπουλος Δημήτρης, «Ιστοριογραφικές αποτιμήσεις: Έλληνες και Βαλκάνιοι απέναντι στο Οθωμανικό παρελθόν». Ανάκτηση 18.10.2019 http://www.arch.uoa.gr/fileadmin/arch.uoa.gr/uploads/images/ekdoseis/e-book_neolliniki_istoria_kai_othomanikes_spoudes.pdf



























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...