Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Προσφυγική Ταυτότητα και Μνήμη της Καταστροφής του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου και η ανάδειξη της την δεκαετία του 1980


Ιστορικό πλαίσιο γεγονότων.
Σε πολλές περιοχές της  Ελλάδας αλλά  και της  Τουρκίας,  ιδιαίτερα στις περιοχές που κατοικούνταν από χριστιανούς και  μουσουλμάνους  τους προηγούμενους αιώνες, διακρίνουμε κουφάρια κτηρίων. Βλέπουμε ότι σχολεία, εκκλησίες, σπίτια,  διαλύθηκαν και εγκαταλείφτηκαν  αιφνίδια αποτέλεσμα της βαρβαρότητας που εξέθρεψε η εθνοκεντρική ιδεολογία και οι  προσπάθειες δημιουργίας εθνικών κρατών.   Το σύνολο των κατοίκων αυτών των περιοχών έχουν κρατήσει στην μνήμη τους τις εικόνες εκείνες που δείχνουν ότι τα σημερινά κουφάρια  έσφυζαν από ζωή και πολιτισμό. [1] Βέβαια η μακρινή ανάμνηση και ιδιαίτερα η μνήμη της μικρής ηλικίας είναι πάντα συναισθηματικά φορτισμένη, αφού η ανεμελιά της νεανικής ηλικίας εξιδανικεύει και ωραιοποιεί τον χαμένο κόσμο ο οποίος δεν ήταν τέλειος.  

Το Σεπτέμβριο του 1922 το όραμα της μεγάλης Ελλάδος «των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» κατάρρευσε,  και το έθνος των Ελλήνων έζησε την καταστροφή.[2]  
Με την Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923) η Ελλάδα εγκαταλείπει οριστικά τη Μικρά Ασία, και  1,4  εκατομμύρια  Έλληνες χριστιανοί  μεταφέρονται αναγκαστικά στην Ελλάδα. Ο ποταμός Έβρος αποτελεί στο εξής το σύνορο των δύο χωρών.
Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής  είχε άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική[3] και κοινωνική ζωή της χώρας, όταν μία μικρή χώρα των 5 εκατομμυρίων κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα εκατομμύρια των προσφύγων.  
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 1912 ο πληθυσμός της Μακεδονίας ήταν:
513.000
42,6%
Μουσουλμάνοι
475.000
39,4%
Σλαβόφωνοι
119.000
9,9%
Εβραίοι κλπ
98.000
8,1%
Πηγή: Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923-1930, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 221  

   Δύο χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, την ανταλλαγή των πληθυσμών, την αποχώρηση των Τούρκων και την εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία, τα ποσοστά αυτά άλλαξαν ριζικά υπέρ των Ελλήνων: 
Έλληνες
1.341.000
88,8%
Μουσουλμάνοι
2.000
0,1%
Σλαβόφωνοι
77.000
5,1%
Εβραίοι κλπ
91.000
6,0%
Πηγή: Ευστάθιος Πελαγίδης, ό.π., σ. 221 
Πίνακας: Κατανομή των προσφύγων κατά γεωγραφικό διαμέρισμα (1928)
Δ Ι Α Μ Ε Ρ Ι Σ Μ Α
Α Ρ Ι Θ Μ Ο Σ
Π Ο Σ Ο Σ Τ Ο
Μακεδονία
Στερεά Ελλάδα
Δυτ. Θράκη
Νησιά Ανατ. Αιγαίου
Θεσσαλία
Κρήτη
Πελοπόννησος
Ήπειρος
Κυκλάδες
Ιόνια νησιά
638253
306193
107607
56613
34659
33900
28362
8179
4782
3301
52.2%
25.1%
8.8%
4.6%
2.8%
2.8%
2.3%
0.7%
0.4%
0.3%
Σ Υ Ν Ο Λ Ο
1221849
100%

Οι μηδενικές υποδομές και η έλλειψη κεφαλαίων ανάγκασε την κυβέρνηση να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών για βοήθεια.  Η Κοινωνία των Εθνών ανταποκρινόμενη στο αίτημα χορήγησε υπό προϋποθέσεις  το συνολικό ποσό των 13.000.000 λιρών Αγγλίας.[4] Για την διαχείριση των κεφαλαίων και την υλοποίηση του προγράμματος  συστάθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων.[5]  Κύριος στόχος της επιτροπής ήταν η επούλωση της ανέχειας των προσφύγων με έργα υποδομής η «ανταλλάξιμη περιουσία» και η διανομή εδαφών δημοσίων εδαφών  και τσιφλικιών.
Διαθεσιμότητα Γαιών και Προσφυγική Εγκατάσταση

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ ΓΗΣ

Μακεδονία  
638.253
5.487.865

Ήπειρος
8.179
80.838

Δυτική Θράκη
107.607
2.260.190

Νησιά Αιγαίου
56.613
44.547

Κρήτη
33.900
154.552

Παλαιά Ελλάδα
377.297
362.452

Σύνολο
1.221.297
8.390.444

Πηγή: Πρωτονατάριος, Α., Το προσφυγικό πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήνα 1929, σ. 89

Απαλλοτριώσεις Τσιφλικιών ανά έτος
ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΣΙΦΛΙΚΙΩΝ
1917
0
1918
1
1919
0
1920
63
1920-1922
12
642
1924-1925
561
Πηγή: Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991,
εκδ. Βάνιας, σ. 178

Από την αρχή η  Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων έκανε σαφές ότι δεν ήταν φιλανθρωπικός οργανισμός. Ο σχεδιασμός της οικονομικής στρατηγικής της επιτροπής ήταν  η κεφαλαιοποίηση των χρημάτων που τις διατέθηκαν μέσα από την στρατηγική κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού και των  κτημάτων. Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί,  αφού για την αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων (47%)  διέθεσε το ποσό των  3.518.471.339 δραχμών περίπου, ενώ για την αποκατάσταση των προσφύγων (53%) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα διέθεσε το ποσό των 765.757.154 δραχμών περίπου.[6]
Η παρουσία των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολιτισμική αναταραχή και προβλήματα στη συνοχή της κοινωνίας.
Την αίσθηση της διαφορετικότητας και τη συνεχιζόμενη απομόνωση των προσφύγων στις περιφέρειες  των πόλεων συντήρησε το έλλειμμα  επαφής  το οποίο αύξησε το αίσθημα καχυποψίας ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες. Για το γηγενές στοιχείο τα νέα ήθη των προσφύγων αποτελούσε απειλή για τα καθιερωμένα πολιτισμικά πρότυπα και οι επιχειρήσεις «αρετής» της αστυνομίας στα αστικά κέντρα ήταν τακτικές.[7]      Επακόλουθο αυτής της κατάστασης ήταν και η εμφάνιση στερεοτύπων,  όπως  «τουρκόσποροι», «τουρκομερίτες», η «γιαουρτοβαφτισμένοι».  Η αντιπαλότητα γηγενών και προσφύγων είχε τις  ρίζες  της  στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού και της έντονης πολιτικής ρευστότητας που είχε σαν αποτέλεσμα να φέρει την  μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η υποστήριξη των προσφύγων στην παράταξη του βενιζελισμού αποτέλεσε μια από τις πλέον σταθερές παραμέτρους της ταραγμένης πολιτικής σκηνής της χώρας. Η συμφωνία φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1930 απομάκρυνε το προσφυγικό στοιχείο από το βενιζελικό  στρατόπεδο, μαζί με τις ελπίδες για επιστροφή του στην Μικρά Ασία και στον Εύξεινο Πόντο.   

Η διαμόρφωση της προσφυγικής ταυτότητας και  μνήμης.
Η μνήμη σαν έννοια αποτελεί και σήμερα ένα από τα πιο δύσβατα και ανασφαλή πεδία μελέτης στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ιδιαίτερα, όταν αναφέρεται στην τραυματική εμπειρία. Η μνήμη του προσφυγικού ελληνισμού στην Ελλάδα συνδέθηκε κυρίως με τη μνήμη της μικρασιατικής πατρίδας, ενώ ο αποχωρισμός των προσφύγων από τις πατρίδες τους ταυτίστηκε  με τις τραγικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και την ήττα των στρατιωτικών δυνάμεων στην Μικρά Ασία. [8]
Ξεκινώντας από την γενικότερη αντίληψη του φαινομένου, ο έχων  την προσφυγική ιδιότητα, ο πρόσφυγας,  καθιερώθηκε  ως  πρόσωπο αναγνωρισμένο στο δημόσιο λόγο, στην τέχνη, στην πολιτική και στις επιστήμες. Η ίδια η προσφυγική ιδιότητα ή καταγωγή εκτιμήθηκε ως δηλωτική. Ξέφευγε από τα όρια ζωής του ίδιου του πρόσφυγα και κληρονομήθηκε  στους απογόνους, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες, «δεύτερη ή τρίτη προσφυγική γενιά». 
Η ίδια η εμπειρία της προσφυγιάς είναι αυτή που καθόρισε τον ορίζοντα τουλάχιστον τριών γενεών, και το ψυχικό βάρος και η αίσθηση της αδικίας μεταβιβάστηκαν  στους απογόνους των προσφύγων, πολλοί από τους οποίους βίωσαν τις αρνητικές επιπτώσεις της αποκατάστασης.  Στην ελληνική ιστορία μπορεί κανείς να δει ότι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου ο κύριος όγκος μετανάστευσης  προέρχονταν από τους οικισμούς των προσφύγων, αναπαράγοντας ταυτόχρονα την αίσθηση της ξεχωριστής τους ταυτότητας. Εξαίρεση αποτέλεσε η εκλογή του  Λεωνίδα Ιασονίδη, με το κόμμα των Φιλελευθέρων.[9]
Οι ψυχικές και κοινωνικές ανάγκες των προσφύγων δημιούργησαν μια μυθοπλαστική  εικόνα  για τη ζωή στην  πατρίδα και προκάλεσαν ένα τεράστιο κενό  μέσα στο χρόνο με σημείο καμπής την «Καταστροφή». Η κυριαρχία της λαογραφίας συνδυάστηκε με τη νοσταλγική ματιά στον κόσμο των ηθών και των εθιμικών πρακτικών και λίγο φώτισε τα κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά  γεγονότα ή ανατροφοδότησε κριτικά τους συλλογικούς μύθους για την Μικρά Ασία και την μικρασιατική καταγωγή.[10]  
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια του προσφυγικού ελληνισμού ιδρύθηκαν ενώσεις,  σύλλογοι και αργότερα ομοσπονδίες προσφύγων.[11]  Στήριξη στην λειτουργία τους  και στην οικονομική τους  αυτάρκεια ήταν  η δυνατότητα τους  να εκδίδουν   «πιστοποιητικά προσφυγικής ιδιότητας» η οποία επεκτάθηκε και μετά το 1922.[12]  Οι συλλογικότητες αυτές σύντομα απέκτησαν  πανελλαδική ή περιφερειακή εμβέλεια με πολυποίκιλες δράσεις, όπως η πνευματική παραγωγή του προσφυγικού πληθυσμού και η προβολή του πολιτισμού τους στην ελληνική κοινωνία.[13]   Οι συλλογικότητες αυτές συνήθως παίρνουν τη μορφή εκπολιτιστικών, εξωραϊστικών ή αθλητικών συλλόγων, όπου και  στηρίζονται σε προηγούμενα σωματεία, όπως η ΑΕΚ από το Κλούμπ του Πέρα.[14]   
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανατροφοδότηση της μνήμης και της προαγωγής της γνώσης για την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την προσφυγιά  διαδραμάτισε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών,[15]  η «Ένωσις Σμυρναίων»[16]  με την περιοδική έκδοση Μικρασιατικά Χρονικά, η «Εστία Νέας Σμύρνης», η «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών», με το περιοδικό Αρχείον Πόντου, οι «Αργοναύτες Κομνηνοί», τα Ποντιακά Χρονικά κ.λπ. Γύρω από αυτούς τους πόλους αναπτύχθηκε μια σημαντική κίνηση συλλογής πληροφοριών και τεκμηρίων, συγγραφής και εκδηλώσεων, η οποία εντεινόταν επί τη ευκαιρία επετείων.
Η κυρίαρχη όμως, εθνική στρατηγική είχε  ως στόχο την συγκρότηση ενιαίας  εθνικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης μουσειακών θεσμών.[17] Αντίθετα, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η ίδρυση μικρασιατικών λαογραφικών μουσείων και συλλογών.
Από νωρίς προτιμήθηκαν οι συλλογικές μνημονικές πρακτικές, όπως μνημόσυνα, επέτειοι, αλλά και ανέγερση μνημείων με προτομές, ενώ την δεκαετία του ‘80 δημιουργούνται μνημεία με αναπαραστάσεις για την Κατοχή, όπως το μνημείο των Μικρασιατών στη Νέα Φιλαδέλφεια και το άγαλμα της Μικρασιάτισσας  Μάνας – έργο του Γεώργιου Γεωργιάδη -  στην πλατεία Κρήνης στη Νίκαια. [18] 
Από τα πρώτα χρόνια ξεκίνησαν απόπειρες να οργανωθούν κάποια προγράμματα συλλογής «μαρτυριών». Η πρώτη προσπάθεια  ήταν στα πρώτα χρόνια της  Μικρασιατικής Καταστροφής με την συλλογή ερωτηματολογίων γενικού περιεχομένου.  Οι μαρτυρίες αυτές συλλέχτηκαν  από τις κρατικές αρχές, Αστυνομία και δικαστικές αρχές και σκοπό είχαν να συλλέξουν πληροφορίες για την τουρκική βαρβαρότητα. Η δεύτερη συλλογή οφείλεται στην πρωτοβουλία του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών, που για λόγους ψυχικής «θεραπείας» ως «ηθικό φάρμακο», ζητήθηκε το 1924 από τα κορίτσια να γράψουν «τη βιογραφία τους ελεύθερα».[19]   
Η δεύτερη προσπάθεια  και σημαντικότερη διεξάγονταν για δεκαετίες από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που αρχικά λειτουργούσε ως Αρχείο Μικρασιατικής Λαογραφίας (1933-1948), και περιελάμβανε τη συλλογή συνεντεύξεων σε δύο χρονικές περιόδους.  Η πρώτη αφορούσε στο διάστημα από το 1930 έως το 1931 και  η δεύτερη στην δεκαετία του 1960.[20]    Και στις δύο αυτές χρονικές περιόδους το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών οργάνωσε την έρευνα με βάση την λαογραφική πληροφορία  υποτιμώντας τις προσωπικές πληροφορίες. Μέρος της προφορικής μαρτυρίας μας έγινε γνωστή μέσα από το έργο της Έλλης Παπαδημητρίου.[21] 
Στην μεταπολεμική εποχή «μαρτυρίες» συλλέγονται από περιορισμένες εκδοτικές δραστηριότητες και αφηγήσεις μορφωμένων προσφύγων από τον Πόντο και την Πόλη. Πιο χαρακτηριστικές είναι οι εκδοθείσες μαρτυρίες του γιατρού Δημήτρη Αρχιγένη, στις οποίες 21 πρόσωπα, 12 άντρες και 9 γυναίκες, αφηγούνται το διωγμό τους  από την Μικρά Ασία. Ανάμεσα στα αλλά κείμενα αναδημοσιεύει μια γυναικεία μαρτυρία από την εφημερίδα «Μικρασιατική» του 1923. Επίσης, ο  Γεώργιος Λαμψίδης, μετά τη δημοσίευση του τόμου «Τοπάλ Οσμάν» τον οποίο έγραψε σύμφωνα με αφηγήσεις, έλαβε πληθώρα επιστολών με ανάλογες μαρτυρίες τις οποίες συμπεριέλαβε στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του.[22]  Στις δεκαετίες  του ‘50 και του ‘60 και έχοντας τον φόβο του βιολογικού θανάτου των ζώντων προσφύγων,  το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών συνέλλεξε περισσότερες μαρτυρίες προσωπικής και ιστορικής μνήμης.
Η Τρίτη προσπάθεια η οποία ήταν και η πιο καθοριστική, συνδέεται άμεσα με τις νέες τεχνολογίες, αλλά και το ενδιαφέρον της νέας γενιάς των ιστορικών  που έστρεψε το ενδιαφέρον του στην  καταγραφή  της προφορικής μαρτυρίας. Μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα τρεις από τις σημαντικότερες προσπάθειες αυτού του κύκλου. Η σειρά ντοκιμαντέρ του Άρη Καραϊσκάκη  για την ΕΡΤ με τίτλο «Το Ρίζωμα», που γυρίστηκε το 1987-1988 και προβλήθηκε το 1991[23] και η μεγαλύτερη σε όγκο συλλογή μαγνητοφωνημένων προφορικών μαρτυριών, από το ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού στην Καλαμαριά,[24] που ξεκίνησε το 1997. Τέλος, το αρχείο μαγνητοσκοπημένων αυτοβιογραφικών συνεντεύξεων που άρχισε να συγκροτείται το 1997 από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος «Μαρτυρίες Μικρασιατών Προσφύγων»[25] από το οποίο προέκυψε και το ντοκιμαντέρ «Παιδιά Είμαστε Τότε… Οι Μικρασιάτες θυμούνται».[26]

Προσφυγική ταυτότητα και μνήμη στα βιβλία μέσης εκπαίδευσης.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια η επίσημη πολιτεία ένταξε την  Μικρασιατική Καταστροφή ως γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια.[27]  Στα πρώτα πενήντα χρόνια τα σχολικά εγχειρίδια είχαν το πολύ δύο σελίδες αφιερωμένες στην Μικρασιατική Καταστροφή, με κύριο στόχο να τονιστεί στους πολίτες της ότι η έλευση των προσφύγων βοήθησε στην εθνική ομοιογένεια και στην οικονομική ανάπτυξη. Η αναφορά στη συγκεκριμένη θεματική στα βιβλία μέσης εκπαίδευσης συγκεντρώνει τα εξής χαρακτηριστικά :
ü  είναι μικρής έκτασης..
ü  εντάσσεται στα κεφάλαια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου ή στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
ü  δεν έχει παράλληλο υλικό.
ü  ακολουθεί την εξιστόρηση των γεγονότων (Καταστροφή - Συνθήκες) και όχι στα πρόσωπα.
ü  Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως  ενιαίο σύνολο.
ü  η συμβολή τους περιορίζεται στην ομοιογένεια.
Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών το 1974, διακρίνουμε μια μικρή μεταβολή η οποία εστιάζεται στο ότι τα σχολικά εγχειρίδια είναι γραμμένα στην δημοτική, αξιοποιούν πηγές και  προφορική αφήγηση, ενώ καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση στην διδακτέα ύλη. [28] Ωστόσο, σημείο αναφοράς της αλλαγής στα σχολικά βιβλία είναι η δεκαετία του 1980. Στην  έκδοση του βιβλίου της Γ. Κουλικούρδη το 1982 εντάσσεται κεφάλαιο με την ιστορία του μικρασιατικού ελληνισμού, εκτίθεται η μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων της Μ. Ασίας και  αποτυπώνεται η γεωγραφική διαφοροποίηση των προσφύγων σε Θράκες, σε Μικρασιάτες και σε Πόντιους.
Το 1983 στο βιβλίο Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας το κεφάλαιο Μικρασιατικός Πόλεμος -όπως διαπίστωσε και ο A. S. Alpan-[29]  έχει πλέον  εκατόν σαράντα σελίδες, με σαφείς αναφορές μέσα από πηγές οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και τους τουρκόφωνους Έλληνες της Καππαδοκίας.  Είναι η εποχή όπου για πρώτη φορά η προσφυγιά αρχίζει να παρουσιάζεται,  σε εθνολογικό, οικονομικό, πολιτικό επίπεδο, αλλά και στη  συρρίκνωση του Ελληνισμού με άμεσες πολιτισμικές συνέπειες. Η διαφορετική οπτική και η βαρύτητα που δίνει η πολιτεία στην μελέτη του προσφυγικού ελληνισμού αποτυπώνεται και από το γεγονός ότι η διδακτέα ύλη εντάσσεται στις  Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ειδικότερα στις δεκαετίες του 1980 και 1990 αυτό που διαπιστώνεται από τη μελέτη των αντίστοιχων βιβλίων για τη συγκεκριμένη θεματική είναι ότι:
ü  εκδηλώνεται ένα νέο ενδιαφέρον.
ü  αυτόνομο κεφάλαιο μέσα στη διδακτέα ύλη.
ü  πλήθος παραθεμάτων, οπτικών ή γραπτών.
ü  γεωγραφική διαφοροποίηση των προσφύγων με αναφορές στον Ποντιακό Ελληνισμό και τον Ελληνισμό της Θράκης.
ü  αναφορά στην προσφορά των προσφύγων στην ανάπτυξή της χώρας σε διάφορους τομείς.
Ο επαναπατρισμός των προσφύγων του Πόντου από την Ρωσία και οι εισροές προσφύγων από τη Βόρεια Ήπειρο, αλλά και από άλλες περιοχές της Εγγύς Ανατολής  στα τέλη της δεκαετίας του 1990, θα συμβάλλει καθοριστικά στην έντονη αλλαγή, με δύο βιβλία που εισάγουν μια νέα λογική στην προσέγγισή της ιστορικής ύλης. Το πρώτο βιβλίο είναι του 1998 και αφορά στην εκπαίδευση της Β΄ τάξης Ενιαίου Λυκείου.  Στο βιβλίο αυτό υπάρχει η  ενότητα για τον Παρευξείνιο Ελληνισμό με αναφορές στην πολιτιστική κληρονομιά των Ποντίων και στη σύνδεσή τους με τους πρόσφυγες του 1922. Το  δεύτερο βιβλίο είναι του 1999 για την Γ΄ τάξη Ενιαίου Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης με μεγάλης έκτασης κεφάλαιο σχετικό με τα προσφυγικά ρεύματα στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα. Ενδεικτική της νέας προσέγγισης για τους πρόσφυγες από την Εγγύς Ανατολής  είναι η επισήμανση, έστω και μικρή, ότι οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν ένα ομοιογενές σύνολο, αλλά παρουσίαζαν διαφορές κοινωνικής προέλευσης, πολιτιστικής παράδοσης και γλώσσας.[30]

Προσφυγική ταυτότητα και μνήμη και ο ρόλος των συλλογικοτήτων στον δημόσιο διάλογο.
Είναι γεγονός ότι η οικογένεια αποτελεί καθοριστικό παράγοντα μεταβίβασης της μνήμης. Ό,τι κυρίως μεταδίδεται είναι μνήμη. Κυριαρχεί το συναίσθημα  ότι οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες είναι ¨δικοί τους άνθρωποι¨, με  συγκεκριμένα πολιτισμικά πρότυπα,  τα οποία η πρώτη γενιά επέλεξε να διασώσει και να διαδώσει. Στα τελευταία περιλαμβάνονται κυρίως η διάλεκτος, η μουσική, οι χοροί, η διατροφή και έθιμα θρησκευτικών γιορτών.   
Ο μεγάλος αριθμός πολιτιστικών συλλόγων -με εξαίρεση την εποχή της δικτατορίας-  που παρουσιάζεται τη δεκαετία του 1970 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό: α) στην επιθυμία για έκφραση και συλλογική δράση, β) στην συμβολή των μεταναστών του 1939 και 1965 από τη Σοβιετική Ένωση στην ανάδειξη της αδιάσπαστης ενότητας του ποντιακού ελληνισμού και τη συμβολή των Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση στο ελληνικό  πολιτισμικό σύνολο. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις ερωτωμένων, μελών συλλόγων:
«Οι σύλλογοι ποτέ δεν έκαναν πολλές διαλέξεις, ούτε εκδηλώσεις για την ιστορία του Πόντου. Δεν μας παρουσίαζαν ιστορικά βιβλία… Τέτοιοι στόχοι εμφανιστήκαν τη δεκαετία του 1980.. Τότε προσπαθούσαμε να … κάνουμε γνωστούς τους χορούς και τη μουσική μας.»[31]
Βλέπουμε ότι η τρίτη γενιά προσφύγων έρχεται δυναμικά να καλύψει  την έλλειψη αυτής της ιστορικής συλλογής και ανασύνθεσης  από την πρώτη και δεύτερη γενιά και έχει την διάθεση και τον δυναμισμό να δημιουργήσει νέες μορφές προώθησης της προσφυγικής ταυτότητας με πρωτεργάτες του Πόντιους. [32]
 «Η γνώση της ιστορίας μου έδωσε ένα πρόσθετο συναίσθημα υπερηφάνειας. Μπορούσα να εξηγήσω στους άλλους ποιοι είμαστε, όχι μόνο αναφέροντας τη μουσική και τους χορούς… Ακόμη και το κράτος, … άρχισε μετά το 1980 να παρέχει σ΄όλους τους Έλληνες κάποιες πληροφορίες …μέσω των σχολικών βιβλίων, δείχνει  τελευταία το ενδιαφέρον. Παράδειγμα είναι η κήρυξη της έναρξης των παγκόσμιων συνεδρίων μας από τον Πρωθυπουργό.»[33]
Οι  εντεινόμενες σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας την δεκαετία του 1980(Sismik) η σταδιακή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η αλλαγή των σχολικών βιβλίων, η πολιτική βούληση της χώρας, οι νέες τεχνολογίες και οι συντονισμένες προσπάθειες των συλλόγων της πρώτης, δεύτερης και κυρίως της τρίτης γενιάς προσφύγων δημιούργησαν τις προϋποθέσεις, ώστε η προσφυγική ταυτότητα και η μνήμη της καταστροφής του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου να αναδειχθούν δυναμικά στην δημόσια ιστορία την δεκαετία του 1980.  


 


Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι  κατά την διάρκεια της δημιουργίας των εθνικών κρατών  και ιδιαίτερα του κράτους της Τουρκίας τον 20 αιώνα οι ελληνικές  χριστιανικές  κοινότητες  έζησαν τον πιο βίαιο και αιφνίδιο ξεριζωμό από τις πατρογονικές τους εστίες της Μικράς Ασίας και του Εύξεινου Πόντου. Η Ελλάδα μια χώρα των 5 εκατομμυρίων κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα εκατομμύρια των προσφύγων, χωρίς τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και την εμπειρία στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων. Οι πρόσφυγες δεν έτυχαν παντού την καλύτερη υποδοχή και αποδοχή.  Η εμπειρία της προσφυγιάς μεταφέρθηκε στις επόμενες γενιές μαζί με το ψυχικό βάρος και την αίσθηση της αδικίας.  Από νωρίς οι πρόσφυγες οργανώθηκαν σε ενώσεις και συλλόγους, με σκοπό τη διατήρηση και διάχυση της πνευματικής τους παραγωγής και της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Το έργο τους ήταν σημαντικό για την καταγραφή και διάσωση μαρτυριών και τεκμηρίων.
Η ελληνική πολιτεία αντιμετωπίζει το θέμα της προσφυγικής ταυτότητας και της μελέτης του προσφυγικού ελληνισμού με διαφορετική οπτική και βαρύτητα ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Στις δεκαετίες του 1980 και 1990 γίνεται αναφορά στη γεωγραφική διαφοροποίηση των προσφύγων με αναφορές στον Ποντιακό Ελληνισμό και τον Ελληνισμό της Θράκης. Επίσης, επισημαίνεται η προσφορά των προσφύγων στην ανάπτυξή της χώρας σε διάφορους τομείς.  Εν κατακλείδι, υπάρχουν ακόμη πολλές διαστάσεις της προσφυγικής  ταυτότητας και μνήμης  της Καταστροφής που δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς και αξίζει να φωτιστούν για την ολιστική αντιμετώπιση του ζητήματος.


 






Βιβλιογραφία

Αδαμαντίου Α., Νεωτέρα Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή 1204-1924 δια την Γ΄ Τάξιν των Ελληνικών Σχολείων.

Alpan, A. S., «But the memory remains: History, memory and the 1923 Greco-Turkish population exchange», The Historical Review/La Revue Historique Department of Neohellenic Research / Institute of Historical Research, Vol. IX, 2012

Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991

Βεργέτη Μαρία, Από τον Πόντο στην Ελλάδα, Διαδικασίες Διαμόρφωσης μιας Εθνοτοπικής Ταυτότητας, Αδελφοί Κυριακίδη, Αθήνα 2000

Voutira, Ε., «When Greeks meet other Greeks, Settlement policy issues in the contemporary Greek context» στο R. Hirschon (ed.), Crossing the Aegean, An Appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, New York, Oxford: Berghahn Books

Bruce Clark, Δύο Φορές Ξένος, Οι Μαζικές Απελάσεις που Διαμόρφωσαν την Σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, μετ. Βίκη Ποταμιανού, Ποταμός, Αθήνα 2007

Δαφνής Γ. Συνοπτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδας (1914-1968), ΟΕΔΒ, Αθήνα 1970

Ζαϊμάκης Γ., Καταγώγια ακμάζοντα, Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στον Λάκκο Ηρακλείου 1900-1940


Καράβας, Σ., «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του Μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 9 (1992), σελ. 136


Kontogiorgi, E., The Rural Settlement of Greek Refugees in Macedonia: 1923-1930, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή (Οξφόρδη 1996)

Κοινωνία των Εθνών. Η εγκατάσταση των πρωσφύγων στην Ελλάδα, Γενεύη 1926, Αθήνα, Τροχαλία 1997

Connerton, P., How Societies Renember, Combridge 1998, σ. 1-12  
Βάσος Καπάνταης, Μνήμες Ιωνίας, Αθήνα 1990

Κουλικούρδη Γ., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία από τον 15ο αιώνα μ.Χ. ως σήμερα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1976

Κώστας Κατσάπης, κ.ά., Η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Πέρα από την Καταστροφή, Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2003

Λαμψίδης Γ., Τοπάλ Οσμάν: Ένα χρονικό μιας άγνωστης ελληνικής τραγωδίας, 1914-1924, Αθήνα 1962 και Η τελευταία πράξη. ¨ένα χρονικό μιας άγνωστης ελληνικής τραγωδίας 1914-1924. Ο β΄τόμος του Τοπάλ Οσμάν, Αθήνα 1971, όπου και το παράρτημα με τίτλο «Προσωπικές αναμνήσεις».

Μακρίδης, Π., Η ιστορία της ΑΕΚ, Αθλητική Βιβλιοθήκη3, Εκδόσεις Εφημερίας «Αθλητική Ηχώ», Αθήνα 1952

Μαυρέας Κωνσταντίνος, κ.ά., Η Αποτυχία της Δημοκρατίας (1922-1936), Ελληνική Ιστορία, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τομ. γ΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2000

Μουρατίδης Σπυρίδων, Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, Πόντου και Ανατολικής Θράκης στην Κέρκυρα 1922-1932, Θεμέλιο, Αθήνα 2005

Πάλης, Α., «Ελλάς – Προσφυγικό Ζήτημα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Ι, Αθήνα 1934
Πετρίδης Α., «Κύμα ανηθικότητας», Εργασία 50, (20.12.1930)

Πελαγίδης Ευστάθιος, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923-1930, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1994

Πρωτονατάριος, Α., Το προσφυγικό πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήνα 1929.

Richard Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 -2013, μετ. Λυδία Παπαδάκη, Κάτοπτρο, Αθήνα 2003

Σταθοπούλου Μαρίνα Ιωάννου, Μικρασιάτες Πρόσφυγες στα Σχολικά Εγχειρίδια Ιστορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης – Ταυτότητες σε Μια Διαχρονική Θεώρηση, Διπλωματική Εργασία, Σχολής Περιβάλλοντος Γεωγραφίας και Εφαρμοσμένων Οικονομικών, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2016 
  

Ηλεκτρονικές πηγές

https://ejournals.epublishing.ekt.gr
https://www.armynow.net
https://archive.ert.gr
http://www.fhw.gr
https://www.dailymotion.com
http://www.kms.org.gr
http://www.kms.org.gr
http://www.enosismyrneon.gr







[1]Bruce Clark, Δύο Φορές Ξένος, Οι Μαζικές Απελάσεις που Διαμόρφωσαν την Σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, μετ. Βίκη Ποταμιανού, Ποταμός, Αθήνα 2007,  σ.19
[2] Richard Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 -2013, μετ. Λυδία Παπαδάκη, Κάτοπτρο, Αθήνα 2003, σ.141
[3] Μαυρέας Κωνσταντίνος, κ.ά., Η Αποτυχία της Δημοκρατίας (1922-1936), Ελληνική Ιστορία, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τομ. γ΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2000, σ.256
[4] Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1991,
εκδ. Βάνιας, σ. 382
[5] Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ΦΕΚ 289/13/10/1923, Ανακτήθηκε:    https://el.wikipedia.org, 02.06.2019
[6] Πάλης, Α., «Ελλάς – Προσφυγικό Ζήτημα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Ι, Αθήνα 1934, σελ. 410
[7] Ζαϊμάκης Γ., καταγώγια ακμάζοντα, Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στον Λάκκο Ηρακλείου 1900-1940, σελ.121
[8] Κώστας Κατσάπης, κ.ά., Η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Πέρα από την Καταστροφή, Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2003, σ.148
[9] Voutira Ε., ό.π., σ. 147 
[10] Κώστας Κατσάπης, ό.π., σ.149
[11] Η τριακονταετής δράση του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολής». Σωματείο αναγνωρισμένο από το Πρωτοδικείο Αθηνών με τις υπ΄αριθμ. 6745/1914 και 5839/1925 αποφάσεις.
[12] Νόμος του Υπουργείου Περιθάλψεως το 1917
[13] Μαρία Βεργέτη, Από τον Πόντο στην Ελλάδα, Διαδικασίες Διαμόρφωσης μιας Εθνοτοπικής Ταυτότητας, Αδελφοί Κυριακίδη, Αθήνα 2000, σ. 289-319
[14] Μακρίδης, Π., Η ιστορία της ΑΕΚ, Αθλητική Βιβλιοθήκη3, Εκδόσεις Εφημερίας «Αθλητική Ηχώ», Αθήνα 1952, σ.19
[15] http://www.kms.org.gr,(07.06.2019)
[16] http://www.enosismyrneon.gr,(07.06.2019)
[17] Αίτημα που καλλιεργήθηκε κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, ιδιαίτερα στη δεκαετίες του 50 και 70 από Μικρασιάτες βλ. Connerton, P., How Societies Renember, Combridge 1998, σ. 1-12  
[18] Βάσος Καπάνταης, Μνήμες Ιωνίας, Αθήνα 1990
[19] Από τας ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αυτοβιογραφίαι των Προσφύγων Κοριτσιών του Οικοτροφείου του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών, Αθήνα 1926 ή 1928.
[20] http://www.kms.org.gr, (07.06.2019)
[21] https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltiokms/article/viewFile/2530/2295.pdf, (07.06.2019)
[22] Λαμψίδης Γ., Τοπάλ Οσμάν: Ένα χρονικό μιας άγνωστης ελληνικής τραγωδίας, 1914-1924, Αθήνα 1962 και Η τελευταία πράξη. ¨ένα χρονικό μιας άγνωστης ελληνικής τραγωδίας 1914-1924. Ο β΄τόμος του Τοπάλ Οσμάν, Αθήνα 1971, όπου και το παράρτημα με τίτλο «Προσωπικές αναμνήσεις».
[23] https://archive.ert.gr, (07.06.2019)
[24] https://kalamaria.gr, (07.06.2019)
[25] http://www.fhw.gr,(07.06.2019)
[26] https://www.dailymotion.com/video/xerf8a, (07.06.2019)
[27] Αδαμαντίου Α., Νεωτέρα Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή 1204-1924 δια την Γ΄ Τάξιν των Ελληνικών Σχολείων.
[28] Βλ. Βιβλίο της Κουλικούρδη Γ., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία από τον 15ο αιώνα μ.Χ. ως σήμερα.
[29] A. S. Alpan, «But the memory remains: History, memory and the 1923 Greco-Turkish population exchange», The Historical Review/La Revue Historique Department of Neohellenic Research / Institute of Historical Research, Vol. IX, 2012, p.p. 199-232
[30] Σταθοπούλου Μαρίνα Ιωάννου, Μικρασιάτες Πρόσφυγες στα Σχολικά Εγχειρίδια Ιστορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης – Ταυτότητες σε Μια Διαχρονική Θεώρηση, Διπλωματική Εργασία, Σχολής Περιβάλλοντος Γεωγραφίας και Εφαρμοσμένων Οικονομικών, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2016 
  
[31] Μαρία Βεργέτη, ό.π., σ. 246
[32] Μαρία Βεργέτη, ό.π., σ. 295-312
[33] Μαρία Βεργέτη, ό.π., σ. 265

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...