ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Οι σχέσεις της θρησκείας και της θεολογίας με τη φιλοσοφία και την επιστημονική σκέψη κατά τη βυζαντινή περίοδο είναι μια θεματική που απασχολεί ιδιαίτερα τον χώρο της έρευνας για το Βυζάντιο. Ασχολούμενοι με το ερώτημα: « ποίος ήταν ο ιδιαίτερος ρόλος του Βυζαντίου στην εξέλιξη της ελληνικής σκέψης, με σημείο της έρευνας μας τις σχέσεις θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστήμης» θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τη στάση της πατρικής παράδοσης, των βυζαντινών λογίων απέναντι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη. Εν τέλει θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε την υποδοχή ή μη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης από το επίσημο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη στους βυζαντινούς χρόνους και η εξέλιξη της ελληνικής σκέψης.
Η νέα περίοδος, που αρχίζει με την επικράτηση του δόγματος του χριστιανισμού και την εγκαθίδρυση της Νέας Ρώμης ως πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους, χαρακτηρίζεται από ένα ριζικά νέο προσανατολισμό των πνευματικών αξιών. Βέβαια, η επικράτηση του χριστιανισμού δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει από την πρώτη στιγμή την μεγάλη παράδοση του αρχαίου κόσμου, γεγονός που αρχίζει να γίνεται ορατό κυρίως μετά από τον 7ο αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, από την πρώτη στιγμή αρχίζει ο μεγάλος αγώνας και η μεγάλη αγωνία του χριστιανισμού να αντικαταστήσει την αρχαία παράδοση. Ο χριστιανισμός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Β.Ν.Τατάκης, “αποτελεί ένα νέο γνώθι σαυτόν” : έκφραση που αντανακλά ευφυέστατα με τη χρήση του αρχαίου ρητού την αμηχανία της αρχικής περιόδου των νέων προσανατολισμών. Η πρώτιστη ανάγκη της χριστιανικής σκέψης ήταν να αυτοδιατυπωθεί με σαφήνεια, ακρίβεια και οριστικό τρόπο: το έργο αυτό επωμίζεται η χριστιανική θεολογία, δηλαδή η θεολογική και απολογητική πατερική γραμματεία, με έναν πρωτοφανή τόνο πολεμικής, που καθορίζει και την ίδια τη χρήση του λόγου, “μια χριστιανική χρήση του λόγου, μια χρήση που άνοιξε στο ανθρώπινο λογικό με την πίστη προοπτικές που δεν είχε ανακαλύψει ακόμη (...) Ο χριστιανικός λόγος δεν κινείται επομένως μέσα στην ατμόσφαιρα του καθαρού και αυτόνομου λόγου, δεν είναι μια σκέψη που σκέφτεται τον εαυτό της, αντίθετα, είναι ένας λόγος που είναι διαρκώς αναγκασμένος να αποπειράται να υπερβεί τη φύση του ως ανθρώπινου λόγου για να φτάσει τον άλλο εκείνο λόγο, το μόνο αληθινό, δηλαδή το Θεό” .
Παρότι η αρχαία φιλοσοφία έχει αρχίσει να πνέει τα λοίσθια, είναι η μόνη παράδοση που υπάρχει για να στηρίξει και να βοηθήσει στην άρθρωση ενός συστήματος των νέων ιδεών: το γεγονός αυτό, που γρήγορα το αντιλαμβάνονται οι έλληνες Πατέρες , έχει σαν αποτέλεσμα τόσο τον εμβολιασμό της χριστιανικής σκέψης με φανερά θραύσματα της πλατωνικής και αριστοτελικής παράδοσης, όσο, και αυτό είναι το πιο παράδοξο και το πιο σημαντικό, και μια θεαματική και ολοκληρωτική στροφή προς έναν “αττικισμό”, που λειτουργεί σαν η μόνη έγκυρη μορφή εκφοράς του νέου θεολογικού λόγου . Το έντονο πολεμικό ύφος αυτού του αττικίζοντος χριστιανικού θεολογικού λόγου, που κορυφώνεται με τον Ιωάννη Δαμασκηνό (680-750) στην εποχή της “εικονομαχίας”, των αραβικών επιδρομών και επιδράσεων, και της οριστικής αποκοπής της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τα “δυτικά” εδάφη της, θα δώσει τη θέση του σε έναν “πρώτο βυζαντινό ουμανισμό” , στον κύκλο του Φωτίου (810-893), που κορυφώνεται στα χρόνια της μακεδονικής δυναστείας με τον Μιχαήλ Ψελλό (1018-1096) , και θα διαρκέσει σχεδόν μέχρι την πρώτη άλωση του 1204 από τους Φράγκους: το εγκυκλοπαιδικό πνεύμα, αλλά και η στροφή σε μια κυρίως υπομνηματική μελέτη και ταυτόχρονα σε μια ενθουσιώδη διάσωση της αρχαίας γραμματείας μέσω της ογκώδους παραγωγής αντιγράφων των αρχαίων κειμένων, αρχίζουν να εισάγουν τολμηρότερα στη σκηνή της απολυταρχίας του θεολογικού μονολόγου την αρχαία φιλοσοφική παράδοση. Το ίδιο γόνιμο πνεύμα διατρέχει και την κατοπινή “παλαιολόγεια αναγέννηση” μέχρι την τελική άλωση του 1453 από τους Τούρκους, αν και η έντονη αθωνική ησυχαστική έριδα και η εκ νέου εσωστρεφής θεολογική απαξίωση της φιλοσοφίας στην κατανόηση του θείου μέσα από το έργο του Γρηγορίου Παλαμά (1295-1360)[8] φανερώνει ότι, παρά τη συστηματική μελέτη και διάσωση της αρχαίας γραμματείας, το Βυζάντιο παραμένει μάλλον εχθρικό στην αρχαία φιλοσοφική παράδοση, από την οποία δανείζεται μόνον το γλωσσικό ένδυμα κυρίως για λόγους κύρους, καθώς οι σημαντικές επιδόσεις στον σχολιασμό και τον υπομνηματισμό της λειτουργούν ανεξάρτητα από τον βασικό κορμό του χριστιανικού λόγου.
Ίσως τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή “...επειδή και Ιουδαίοι σημεία αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν...” να απηχούν το πνεύμα και τη στάση απέναντι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία όχι μόνον των πρώτων αιώνων της μαχόμενης νέας θρησκείας, αλλά και του συνόλου της βυζαντινής περιόδου. Όπως παρατηρεί ο Β.Ν.Τατάκης, “...το Βυζάντιο αρνήθηκε ορισμένες τάσεις και αγνόησε ορισμένους δρόμους του πνεύματος. Περιορίστηκε σε άλλες, επιμένοντας να μην είναι τίποτα άλλο παρά ορθόδοξο. Με την επιλογή του κρίνει αλλά και κρίνεται” . Βέβαια, ο ίδιος συγγραφέας δεν αργεί να προχωρήσει στην ακόλουθη απαραίτητη επισήμανση: “Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι ο Χριστιανισμός αυτός, παρά την ορθοδοξία του, είναι διαποτισμένος από τον Ελληνισμό” .
Ήδη στην πατερική περίοδο, μία περίοδο ανάγκης οριστικής και έγκυρης διατύπωσης του χριστιανικού δόγματος, η θεολογική σκέψη έρχεται σε αναπόφευκτη σύγκρουση και διάλογο με την ελληνική παράδοση. Το γεγονός ότι η αρχαία παράδοση εισχωρεί στο σώμα του θεολογικού λόγου μέσω του “αττικισμού” είναι “μία ακόμη μαρτυρία για την υπεροχή της ελληνικής παράδοσης σε σχέση με την παράδοση της Καινής Διαθήκης, γραμμένης στη δημώδη ελληνική” , τη στιγμή, μάλιστα, που η στάση των Πατέρων απέναντι στη “θύραθεν” φιλοσοφία διακρίνεται μάλλον για την καταδικαστική απόρριψη ή τη χλιαρή αποδοχή της, έστω και αν κάποιοι χριστιανοί στοχαστές θα αναλάβουν με ενθουσιασμό την υπεράσπισή της ή ακόμη και την αφομοίωσή της με θεωρίες όπως αυτή του “σπερματικού λόγου” ή με την εντυπωσιακή μεταμφίεση του Πλάτωνος σε “Μωυσή αττικίζοντα” .
Παρότι ο πυρήνας της πνευματικής στάσης του βυζαντινού θεολογικού λόγου απέναντι στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση παραμένει αναλλοίωτος, το γεγονός της γλωσσικής συνέχειας εξασφαλίζει την εύκολη προσπέλαση στα αρχαία κείμενα από τους βυζαντινούς λογίους: “Είναι γνωστό το ενδιαφέρον των λογίων για την αντιγραφή αρχαίων έργων, και η χειρόγραφη παράδοση των φιλοσοφικών έργων, παρά τον εν μέρει τυχαίο χαρακτήρα της, μας δίνει μια εικόνα για τη διάδοση και τη διασπορά τους. Τα περισσότερα από χίλια βυζαντινά χειρόγραφα του Αριστοτέλη και τα διακόσια εξήντα του Πλάτωνα συνιστούν έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό και φανερώνουν την προτίμηση των λογίων τόσο για τους δύο φιλοσόφους όσο και για ορισμένα από τα έργα τους” . Παρότι για πολλούς βυζαντινούς λογίους η αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση πλησιάζει την αλήθεια και μερικές φορές ο σοφός ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, στη βυζαντινή περίοδο δεν διαμορφώνεται ποτέ ένας καθαρά φιλοσοφικός λόγος. Η επικράτηση του κινήματος του ησυχασμού κατά τον 14ο αιώνα, δηλαδή στην ύστερη περίοδο της “παλαιόλογειας αναγέννησης”, είναι ενδεικτική, αφού φανερώνει το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της “ημετέρας” και της “θύραθεν” φιλοσοφίας, το χάσμα μεταξύ του αποκαλυπτικού θείου πνεύματος και του ορθού λόγου: “Τελικά, η ένταση μεταξύ χριστιανισμού και (εθνικής) φιλοσοφίας διατηρήθηκε σε όλη την πορεία της βυζαντινής φιλοσοφίας, παρά το πατερικό παράδειγμα ή τις απόπειρες συμφιλίωσης, όπως του Ψελλού να μείνει πιστός στη θεολογική ορθοδοξία και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει την αρχαία φιλοσοφική παράδοση” .
Παρότι οι βυζαντινοί λόγιοι θεωρούσαν την αριστοτελική λογική σαν εισαγωγή στη φιλοσοφία και την πλατωνική μεταφυσική σαν ουσιαστικό πυρήνα της, χωρίς να τις αντιδιαστέλλουν ή να τις θεωρούν αντιμαχόμενες, η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ξεκινά με μια οξεία διαμάχη πλατωνισμού και αριστοτελισμού, που παίρνει τον χαρακτήρα προσωπικής σχεδόν αντιδικίας μεταξύ του Πλήθωνος Γεμιστού και του Γεωργίου Σχολαρίου, του μετέπειτα πατριάρχη Γενναδίου Β΄, και η οποία θα στείλει τους Νόμους του Πλήθωνος στην πυρά της εκκλησίας . Η διαμάχη, όμως, αυτή, που θα κλείσει με την επικράτηση του “νεοαριστοτελισμού”, θα γεννήσει με τους έλληνες λογίους της διασποράς τις προϋποθέσεις εκείνες που θα συμβάλλουν στην αναγέννηση της φιλοσοφίας και του ορθολογισμού, αρχικά στην Ιταλία και κατόπιν σε ολόκληρη τη Δύση. Βασικά γνωρίσματα της επικράτησης του “νεοαριστοτελισμού” στον ελληνικό χώρο “είναι η προοδευτική ανεξαρτητοποίηση της μελέτης της φιλοσοφίας από τη σπουδή της θεολογίας και η ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για την ιστορική, αλλά και τη συστηματική προσέγγιση βασικών φιλοσοφικών κλάδων εκτός από τη λογική και τη ρητορική” .
Συμπεράσματα
Σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο η φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη διατήρησε μια υποτυπώδη αυτονομία απέναντι στην εξουσία του ορθόδοξου θεολογικού λόγου. Οι μελετητές του Βυζαντίου ακολουθούν σχεδόν αποκλειστικά θεολογικές-θεωρητικές κατευθύνσεις. Αμυδρές αντανακλάσεις των θετικών επιστημών παρουσιάζονται με κάποια μικρής σχετικά σημασίας τεχνολογικά επιτεύγματα (π.χ. το “υγρό πυρ” των βυζαντινών). Οι λιγοστοί ερευνητές πέφτουν συνήθως θύματα του άγριου κυνηγητού ηγετών της Εκκλησίας, που γεμάτοι αντιεπιστημονική προκατάληψη εναντιώνονται σε ο,τιδήποτε δεν αναφέρεται στα Ιερά Κείμενα.
Η άγνοια βασιλεύει. Τα άστρα θεωρούνται φαναράκια που ο Θεός τοποθέτησε στον ουρανό για να φωτίζουν τις νύχτες των ανθρώπων, η Γη θεωρείται επίπεδη. Ο Κοσμάς ο Ινδοπλεύστης στο έργο του “Χριστιανική Τοπογραφία του Σύμπαντος”, διαβεβαιώνει ότι η Γη είναι επίπεδη και ότι νυχτώνει όταν ο Ήλιος κρύβεται πίσω από ένα μεγάλο βουνό που βρίσκεται στα όρια του Σύμπαντος. Αντίθετα όλα τα κείμενα που αναφέρουν ότι η Γη είναι σφαιρική και αποτελεί μόλις ένα μικρό κομμάτι του Σύμπαντος, χαρακτηρίζονται παράνομα, επειδή μειώνουν το λυτρωτικό έργο του Χριστού σ’ ένα τόσο μικρό κόσμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιρβιδάκης Σ., «Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από τον 16ο ως τον 20ο αιώνα», στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2000
Ζωγραφίδης Γ., “Η Βυζαντινή φιλοσοφία”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Ε.Α.Π. Πάτρα 2000
Τατάκης, Ν. Β. Η Βυζαντινή φιλοσοφία, (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), Αθήνα (1977)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου