dimgmerk@gmail.com
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο 20ος αιώνας είναι αναμφίβολά η εποχή του θριάμβου της επιστήμης, η εποχή δηλαδή του θριάμβου του ανθρώπινου νου. Αυτάρεσκοι όμως η δική μας εποχή σπάνια στρέφει τα μάτια της προς τα πίσω να δη τον δρόμο που χρειάσθηκε να πορευθεί η επιστήμη ως το σημερινό θαύμα. Δεν λείπουν μάλιστα και οι φωνές από μερίδα «ερευνητών» που στέκονται τελείως αρνητικά στο Παρελθόν.[1]
Ενδεχομένως να συντελεί σ΄αυτό και το ότι οι ιστορικοί πάντοτε μιλούν «για πολέμους, για πολιτική, οικονομία, αρχιτεκτονική, καθημερινότητα και να λένε ελάχιστα ή και τίποτε για το μεγαλείο των πρώτων εκείνων επιστημόνων».
Ένα είναι βέβαιο, πως όσοι κάνουν αυτή την αναδρομή, βρίσκουν πάντοτε στην αρχή όλων σχεδόν των σημερινών επιστημονικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου τους Έλληνες. Η γένεση της επιστήμης στην Ελλάδα υπήρξε βαθμιαία και εξαιρετικά μακροχρόνια διαδικασία. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες έθεσαν τα θεμέλια της επιστήμης μέσα σε τρία διαδοχικά στάδια: Σε ένα πρώτο στάδιο, υποστήριξαν τη δυνατότητα της επιστημονικής έρευνας και συζήτησης. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι – επιστήμονες α) προσπάθησαν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν τη φύση χρησιμοποιώντας τη λογική και καθαρά φυσικούς όρους, υποστηρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα της επιστημονικής έρευνας και β) εγκαινίασαν τη συνήθεια της κριτικής συζήτησης των διαφόρων επιστημονικών θεωριών. Και τα δύο αυτά επιτεύγματα των Προσωκρατικών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση της επιστήμης.
Σε ένα δεύτερο στάδιο διαμορφώνεται η γενική μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας. Ο Πλάτωνας υποστήριξε την ιδέα της θετικής επιστήμης ή τη «μαθηματικοποίηση» της επιστήμης (δηλαδή την εφαρμογή των μαθηματικών στην έρευνα των φυσικών φαινομένων). Ο Αριστοτέλης, από την πλευρά του, έγινε ο κύριος υποστηρικτής δύο άλλων βασικών ιδεών: α) της συστηματικής παρατήρησης και της λεπτομερούς, εμπειρικής έρευνας (μια ιδέα η οποία εμφανίζεται επίσης στα συγγράμματα των Ελλήνων γιατρών του 4ου αιώνα π.Χ.) και β) της προσεκτικής έρευνας που έχει σκοπό να αποκαλύψει τις αιτίες των φυσικών φαινομένων (θεωρία της αιτιότητας του Αριστοτέλη) αποδεικνύοντας τις ( αναγκαίες και καθολικές) συσχετίσεις που υπάρχουν σε μια σειρά από πράγματα, κάνοντας χρήση του αξιωματικού παραγωγικού συλλογισμού, του οποίου υπήρξε εμπνευστής. Ο Αριστοτέλης προσπάθησε να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες του στην πράξη, προσφέροντας έτσι στην ανθρωπότητα τα πρώτα δεδομένα της επιστημονικής γνώσης της φύσης. Οι μεθοδολογικές αρχές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη – ιδίως οι προσπάθειες του τελευταίου για μια καθαρά θεωρητική και επιστημονική προσέγγιση, οι οποίες θεωρούνται δεδομένες στην εποχή μας – αντιπροσωπεύουν την πιο σημαντική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων στη μετέπειτα επιστήμη. Διέκριναν τους Έλληνες από τους Αιγυπτίους και τους Βαβυλωνίους.
Στα πρώτα στάδια και κατά την πρώτη μεγάλη περίοδο της από το Θαλή έως τον Αριστοτέλη (585-322 π.Χ.), η ελληνική επιστήμη ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία. Σαν να περνούσε μια φυσική και αναγκαία προκαταρκτική φάση πριν επιχειρήσει την τεκμηριωμένη έρευνα και θεωρία της, διακρίνεται περισσότερο για τα επιτεύγματα της στους τομείς της γνωσιολογίας, της λογικής και της γενικής μεθοδολογίας.
Σε ένα τρίτο στάδιο, το οποίο αρχίζει ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και καλύπτει ολόκληρη τη μετά- αριστοτελική περίοδο της ελληνικής επιστήμης (322 π.Χ. – τέλη 2ου αιώνα μ.Χ.), οι μεθοδολογικές αρχές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη εφαρμόστηκαν συστηματικά στην πράξη, δημιουργώντας μια επιστημονική ειδίκευση και μόνιμα επιτεύγματα σε διάφορα πεδία επιστημονικών ερευνών.
Στη μελέτη που ακολουθεί θα εξετάσουμε τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι μια σημαντική αδυναμία της αριστοτελικής προσέγγισης στη μελέτη της φύσης είναι η απουσία της χρήσης του πειράματος για την απόδειξη θεμελιωδών προτάσεων που καθορίζουν τόσο τη μορφή του κόσμου όσο και τους νόμους που τον διέπουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
1.1 Κριτική στο Αριστοτέλη
Η χρήση-ή η απουσία – πειραμάτων είναι ένα θέμα προσφιλές σε όσους έχουν επιχειρήσει να συγκρίνουν ή να αντιδιαστείλουν την αρχαία ελληνική προς τη νεότερη επιστήμη. Υπάρχουν αφ΄ ενός εκείνοι που απορρίπτουν την αρχαία ελληνική επιστήμη στο σύνολο της θεωρώντας την ανίκανη να κατανοήσει τη θεμελιώδη σημασία της πειραματικής μεθόδου.[2]
Το πρώτο βήμα στην νεότερη βιβλιογραφία το έκανε ο Bacon όταν έγραψε το Nonum Organum 1620
«Από τις ίδιες αυτές τις φιλοσοφίες των Ελλήνων και από τα όσα απορρέουν από εκεί σε σχέση με τον κάθε επιστημονικό κλάδο με δυσκολία μπορούμε να ξεχωρίσουμε, σε διάστημα τόσων ετών, έστω κι ένα πείραμα που να αποβλέπει στη βελτίωση και την ανακούφιση της ανθρώπινης κατάστασης, και για το οποίο μπορεί κανείς να πει ότι πράγματι έγινε αποδεκτό από τις θεωρίες και τα δόγματα της φιλοσοφίας»[3].
Ο Bacon υιοθετεί διαφορετική στρατηγική όταν επιτίθεται στον Αριστοτέλη παραδέχεται, δηλαδή, πως υπάρχουν, σε κάποια έργα του, αναφορές σε πειράματα, κατηγορεί όμως τον Αριστοτέλη ότι διαστρεβλώνει τα δεδομένα της εμπειρίες ώστε να εναρμονίζονται με τις δικές του απόψεις.
«Αλλά εκείνος (ο Αριστοτέλης) αποφάσιζε εκ των προτέρων και δεν πρότεινε κανένα πείραμα για τη σωστή θεμελίωση των δογμάτων και των αξιωμάτων του αφού όμως κατέληγε κάπου κατά την κρίση του κατηύθυνε το πείραμα βασανίζοντας και αιχμαλωτίζοντας το, όπως ήθελε ο ίδιος»[4]
Παρόμοιες όμως υπερβολές χαρακτηρίζουν και ένα μέρος των επιστημόνων του 19ου αιώνα. Ο G.H. Lewes παραθέτει ένα χωρίο από τη διατριβή του Johh Playfair, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της απόψεις που κυριαρχεί.
«Υπερβολική ευπιστία ατίμασε τις θεωρίες των ανθρώπων εκείνων που, όσο έξυπνοι και αν ήταν, δεν γνώριζαν πολλά σχετικά με τους νόμους της φύσης, και δεν είχαν στη διάθεση τους το σπουδαίο κριτήριο, που είναι το μοναδικό που μας επιτρέπει να εξετάσουμε τις μαρτυρίες. Αν και μερικές φορές γίνονταν παρατηρήσεις, τα πειράγματα ποτέ δεν καθιερώθηκαν…»[5]
Ωστόσο, και σε νεότερες συζητήσεις του θέματος αυτού συχνά διατυπώνεται η άποψη οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν το πείραμα ή τουλάχιστον στο ότι δεν κατόρθωσαν να το χρησιμοποιήσουν κατά τρόπο συστηματικό.
Βέβαια η όλη συζήτηση θα είχε λάβει τέλος γύρο από αυτό το θέμα αν δεν υπήρχαν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αρχαίοι Έλληνες καταλάβαιναν πλήρως και μάλιστα ασκούσανε την πειραματική μέθοδο.
Το 1964 ο G Lloyd συμμετέχοντας σε αυτή τη διαμάχη δημοσίευσε ένα άρθρο στο Proceedings of the Cambridge Philoiogical Society με θέμα το «Πείραμα στην πρώιμη ελληνική φιλοσοφία και ιατρική». Με το άρθρο αυτό στρέφεται εναντίον και των δύο ακραίων απόψεων, επικρίνοντας τις τεράστιες γενικεύσεις που επιχειρούν να κάνουν σε ένα ζήτημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ως προς τα πραγματικά επιτεύγματα των διαφόρων ελλήνων επιστημόνων σε διαφορετικά θέματα και διαφορετικές περιόδους.
«Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένες περιοχές, όπως η αστρονομία, η χρήση άμεσων πειραμάτων είναι αδύνατη, ενώ σε κάποιες άλλες (όπως η μετεωρολογία) ανέφικτη – ή τουλάχιστον ότι έτσι ήταν τα πράγματα για την τεχνολογία που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες. Σε άλλες περιοχές, όπως η οπτική και η ακουστική, τα στοιχεία μας δείχνουν πως οι Έλληνες επιστήμονες μπορούσαν να διεξάγουν, και σε ορισμένες περιπτώσει πράγματι διεξήγαν, πειράματα- πειράματα που μερικές φορές προϋπέθεταν τη χρήση ειδικών συσκευών…»[6]
Στην ουσία ο Lloyd G πρότεινε την ανάγκη μελετών που θα εξετάσουν κάθε περίπτωση χωριστά. Σε αυτήν του την πρόταση συμφώνησε και ο Von Staden ο οποίος εξέτασε μια σειρά πειραμάτων της ελληνικής ιατρικής με ιδιαίτερη έμφαση στους αλεξανδρινούς ατομικούς όπως του Ηρόφιλου του Ερασίστρατου και του γνωστού για την πολυμάθεια γιατρό του δεύτερου μ.Χ. αιώνα Γαληνού.
Η θέση του Lloyd G και Von Staden με βρίσκει σύμφωνο διότι συνάδει απόλυτα με την σύγχρονη επιστημονική μεθοδολογία. Οι γενικεύσεις που διατυπώθηκαν στο παρελθόν από επικριτές και υποστηρικτές, βρίσκονται εκτός επιστημονικής μεθοδολογίας και ως εκ τούτου εκτός του πειράματος που οι ίδιοι προσπαθούν να υπερασπιστούν.
1.2 Αριστοτέλης πείραμα και επιστήμη.
Η κύρια ενασχόληση του Αριστοτέλη με επιστημολογικά ζητήματα στρέφεται κυρίως στη θεωρία της επιστήμης και στην έρευνα του για τη νόηση τις δυνάμεις της. Δεν αμφέβαλε ότι είναι δυνατή και υπάρχει γνώση, αυτό που τον απασχολεί ήταν η εξιχνίαση των προϋποθέσεων της. Όμως τις γενικές έννοιες, τις ιδέες πιστεύει ότι τις βρίσκουμε μέσα στα ίδια τα πράγματα και η γνώση τους γίνεται από την ψυχή ή τη νόηση με τη σύλληψη των μορφών των πραγμάτων.
Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι μια χωριστή, πνευματική οντότητα, αλλά η πρώτη ολοκλήρωση ενός φυσικού σώματος[m1] . Την ψυχή την χαρακτηρίζει ως «τόπον Ειδεών»[m2] Η νοητηκή ψηχή του ανθρώπου είναι «δυνάμει» όλα τα νοητά, στην πραγματικότητα όμως μόνο αφού τα νοήσει. Ο νους που έχει τη δυνατότητα να συλλάβει τα πάντα παρομοιάζεται με άγραφο πίνακα, πριν νοήσει. Το νοείν και το αισθάνεσθαι είναι οι δύο τρόποι της γνώσης του ανθρώπου. Οι γνωσιοθεωριτικές απόψεις του Αριστοτέλη στηρίζονται σε μια στέρεη ανθρωπολογική ανάλυση που γίνεται με συστηματικό τρόπο κυρίως στο έργο του «Περί Ψυχής»[7]
Μια μελέτη των επιστημολογικών πλευρών της Αριστοτελικής φιλοσοφίας θα έδειχνε την επιστημονικότητα της διδασκαλίας του. Η όλη ερευνητική προσέγγιση των θεμάτων διακρίνεται για μια προσεκτική καταγραφή και ταξινόμηση των φαινομένων, από την εξέταση της σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί, από την αναζήτηση των θεμελιακών εννοιών, των κατηγοριών ή των βασικών Αρχών όπως είναι η μορφή, η ύλη, ή αρχή και ο σκοπός της κίνησης, εφοδίων που του επιτρέπουν να συλλάβει την ολότητα των φαινομένων και τη νοητική τους απόδοση[m3] .
Μέσα από το έργο του Αριστοτέλη διαμορφώνονται με συστηματικό τρόπο νέοι επιστημονικοί κλάδοι όπως: η Ζωολογία, ή Βοτανική, η Λογική, η Ψυχολογία, η Μετεωρολογία, και η Μελέτη των ουράνιων σωμάτων. Κάθε νέος επιστημονικός κλάδος που αρχίζει να διαμορφώνεται σημαίνει ήδη από τότε, μια διαφοροποίηση και την απόσχιση από τη Φιλοσοφία διατηρώντας παρόλα ταύτα μια γόνιμη σχέση αλληλεπίδρασης.
Με τη διαμόρφωση των επιστημών συνδέονται σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με τη φύση τους, τις μεθόδους που τους ταιριάζουν και τη σχέση των προτάσεων τους προς το ιδανικό της αλήθειας. Η «Πρώτη Φιλοσοφία» (Μεταφυσικά και τα «Αναλυτικά ύστερα» προσφέρουν βαθυστόχαστες και πολύτιμες αναλύσεις ζητημάτων, όπως είναι το πρόβλημα της μεθόδου, της επιστημονικής απόδειξης, των αρχών των όντων και των προϋποθέσεων της επιστήμης.
Περιεχόμενο της επιστήμης είναι η αλήθεια, η οποία όμως, είναι προσιτή στο βαθμό που το επιτρέπει το αντικείμενο και η ιδιαιτερότητα του κάθε επιστημονικού κλάδου. Η επιστήμη ενδιαφέρεται και για το είναι και για το γίγνεσθαι των πραγμάτων. Ως επιστημονικές μεθόδους συνιστά την παραγωγή, ενώ για τη συγκεκριμένη εμπειρική έρευνα, την επαγωγή. Η επιστήμη προμηθεύεται από την εμπειρία το περιεχόμενο των αληθειών της. Όμως η επιστήμη στηρίζεται τόσο σε αποδείξεις, όσο και σε αξιώματα. Πολλοί ερμηνευτές του έργου του Αριστοτέλη έχουν θεωρήσει τις παραπάνω αντιθέσεις ως αντιφάσεις του συστήματος του από αδυναμία να κατανοήσουν τη διαλεκτική ενότητα τους.
Ο Αριστοτέλης θέτει πρώτος το επιστημολογικό πρόβλημα της αιτιολόγησης των αρχών της επιστήμης. Διακρίνει αποδεικτικές και διαλεκτικές Αρχές. Τις αποδείξεις που τις θεωρεί τελείως απαραίτητες τις ονομάζει «αξιώματα»[8]. Εκτός από τα αξιώματα δέχεται και μια άλλη άμεση Αρχή της συλλογιστικής που την ονομάζει «θέσιν»[9], η οποία όμως δεν κρίνεται απαραίτητη για κάθε είδος γνώσης.[10] Κατά συνέπεια η διάκριση των αρχών που επιχειρεί ο Αριστοτέλης για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης είναι: σε αποδεικτικές και διαλεκτικές.
Η θεωρία του Αριστοτέλη για την απόδειξη στην επιστήμη δεν περιορίζεται μόνο στη Συλλογιστική. Εκτός από τη διδασκαλία του για την απόδειξη με την αυστηρή έννοια του όρου, που εκτίθεται στα Αναλυτικά Ύστερα , αναπτύσσει και μια λιγότερο αυστηρή συλλογιστική διδασκαλία στα Τοπικά όπου αναζητείται μια μέθοδος που να επιτρέπει το διαλεκτικό συλλογισμό για κάθε πρόβλημα. Από προτάσεις δηλαδή λιγότερο αυστηρές που στηρίζονται σ΄ ότι φαίνεται σωστό σ΄ όλους τους ανθρώπους ή στους σοφούς μόνο. Μια τέτοια προσέγγιση του ιδανικού της επιστημονικής ακρίβειας και η ετοιμότητα του να τη σταματάει η έρευνα για τα αντικείμενα που δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν με απόλυτη επιστημονική ακρίβεια, δείχνει μιαν αντίληψη για τη επιστήμη αξιοπρόσεκτη και κυρίως απόλυτα επίκαιρη.
Το αυστηρό επιστημονικό ιδανικό της ακρίβειας ανατρέχει αναμφίβολα στον Αριστοτέλη. Όμως ο ίδιος δεν δίστασε ορισμένα επιστημολογικά θέματα μόνον «τύπω πελιλαβείν» , να τα αναπτύξει δηλαδή στο βαθμό και την έκσταση που αρμόζει κάθε φορά στη φύση του αντικειμένου, τη μέθοδο και τον επιστημονικό κλάδο, πιστεύοντας ότι: «το γαρ ακριβές ουχ ομοίως εν άπασι τοις λόγοις ζητητέον» [m4] . τόνιζε ότι είναι γελοίο να απαιτεί κανείς αποδείξεις από ένα ρήτορα ή να δέχεται ένα μαθηματικό πιθανολογούντα. [m5] Στη μεθοδολογική συζήτηση της εποχής μας έχει διατυπθεί η άποψη ότι μια τέτοια μεθοδολογική προσέγγιση «τύπω» αποτελεί τη μόνη δυνατή εναλλακτική λύση στον τύπο της επιστήμης που προσανατολίζεται στο αποδεικτικό ιδανικό της ακρίβειας των Μαθηματικών ή των απαιτήσεων που βάζει ο Αριστοτέλης για την επιστημονική απόδειξη στα Αναλυτικά ύστερα.
1.3 H Ιπποκρατική ιατρική και το πείραμα
Το όνομα του Ιπποκράτη- του ΄΄πατέρα της ιατρικής΄΄- αποτελεί ένα σύμβολο για την πρώτη δημιουργική περίοδο της ελληνικής ιατρικής και ως ένα βαθμό το όνομα του αντιπροσωπεύει την ομορφιά, την αξία και την αξιοπρέπεια της ιατρικής όλων των εποχών.
Πενήντα με εβδομήντα βιβλία αποδόθηκαν, αργότερα, στον Ιπποκράτη και τον τρίτο αιώνα π.Χ. συγκεντρώθηκαν από Αλεξανδρινούς στην Ιπποκρατική Συλλογή. Δεν γνωρίζουμε ποια από αυτά τα βιβλία, έχουν όντως γραφτεί από το μεγάλο γιατρό.[11]
Από τον Πλάτωνα μαθαίνουμε πως ήδη στον 4ο αιώνα αναγνωριζόταν πόσο βαρυσήμαντη ήταν η νέα τροπή που είχε δώσει ο Ιπποκράτης στην ιατρική της εποχής του. Για πρώτη φορά αντιμετώπισε το ανθρώπινο σώμα ως όλον, ως οργανισμό, και αυτή η αρχή θα καθορίση τη μελλοντική πορεία της αρχαίας, αλλά και της νεώτερης ιατρικής.
Τα βασικώτερα χαρακτηριστικά της ιπποκρατικής ιατρικής είναι:
α) Η ιπποκρατική ιατρική είναι η πρώτη που για την εξήγηση των επί μέρους ασθενειών δέχθηκε μόνο φυσικά αίτια.
β)Είναι η πρώτη που έδωσε ξεχωριστή σημασία την παρατήρηση, την οποία ύψωσε σε διαγνωστική μέθοδο ανώτερη από κάθε άλλη.
γ) Πρώτη αυτή εξήγησε σωστά τη σημασία της δίαιτας.
Μερικές επί μέρους θεμελιώδεις διδασκαλίες της είναι οι αξής:
α) τα κύρια συστατικά στοιχεία του ανθρώπινου σώματος είναι τέσσερεις χυμοί: το αίμα, το φλέγμα, η ξανθή και η μαύρη χολή. Αν η αναλογία των τεσσάρων αυτών χυμών στο σώμα του ανθρώπου είναι σωστή, το αποτέλεσμα είναι η υγεία του σώματος΄ κάθε παρέκκλιση από τη σωστή αναλογία, επιφέρει την αρρώστια.
β) Οι νοσογόνες αιτίες βρίσκονται συνήθως έξω από το ανθρώπινο σώμα. Η βλάβη που θα προξενήσουν στον οργανισμό εξαρτάται από την ίδια την ιδιοσυγκρασία του οργανισμού. Οι ιπποκρατικοί τονίζουν στο σημείο αυτό την ιδιαίτερη σημασία της κληρονομικότητος.
γ) Οι αρρώστιες περνούν από τρία στάδια: της απεψίας, της πέψεως και της κρίσεως.
δ) Ο κυριότερος θεραπευτικός παράγων είναι η φύση, ο ιατρός όμως πρέπει να ενισχύη ή και να βελτιώνη τη φυσική αμυντική προσπάθεια του οργανισμού.[12]
Τα κείμενα της ιπποκρατικής συλλογής εκφράζουν πολύ συχνά απόψεις και αντιλήψεις φιλοσοφικές – με την έννοια κυρίως της φυσικής φιλοσοφίας, η οποία αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα επιστήμη. Σε ένα κείμενο της ιπποκρατικής συλλογής «περί αρχαίης ιητρικής» ο συγγραφέας φαίνεται να αντιμάχεται και να κατακρίνει διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις της εποχής του και να θεωρεί τέτοιους (φιλοσοφικούς) τρόπους προσέγγισης των πραγμάτων ως ακατάλληλους για την ιατρική.[13]
Κατά την Ιπποκρατική περίοδο η παρατήρηση βασίζονταν κυρίως στην εξέταση και την ψηλάφηση. Επίσης χρησιμοποιούνταν η αίσθηση της οσμής και ακόμα εφαρμοζόνταν ένα είδος πρώιμης στηθοσκόπησης, όπως για παράδειγμα στην λεγόμενη σείσιν,[m6] κατά την οποία έσειαν τον ασθενή και αφουγκράζονταν την κίνηση των υγρών. Τα Ιπποκρατικά κείμενα ασχολούνται κυρίως με οξείες, εύκολα αναγνωρίσιμες νόσους, όπως πνευμονία, φυματίωση, επιλόχειο πυρετό, άνθρακα, παρωτίτιδα και ιδιαίτερα την ελονοσία. Οι χρόνιες ασθένειες δεν αποτελούσαν για τον Ιπποκράτειο γιατρό παρά μόνο τις συνέπειες των οξειών ασθενειών. Οι ασθενείς ταξινομούνται μόνο σε οξείες και χρόνιες, επιδημικές και ενδημικές. Η στάση αυτή δεν οφείλεται σε έλλειψη διανοητικής δύναμης αλλά αποτελεί έκφραση μιας ριζικά διαφορετικής προσέγγισης: ο Ιπποκράτειος γιατρός ενδιαφερόταν πρωταρχικά, όχι για τη διάγνωση, αλλά για την πρόγνωση και τη θεραπεία, συνεπώς το ενδιαφέρων του, κατά πρώτο λόγο, δεν ήταν στραμμένο προς την αρρώστια η οποία εμφανίζονταν στον ασθενή, αλλά προς τον ίδιο τον ασθενή. Τον ενδιέφερε το σώμα ως ολότητα, παρά η βλάβη του μέρους.
Εκτός από την εξέταση και την ψηλάφηση κατά τη ιπποκρατική περίοδο γίνονταν και πρακτικές εφαρμογές σε συνδυασμό με την θεωρία του. Για παράδειγμα ο συγγραφές του «Περί σαρκών» υποστήριζε πως αποτελούμαστε από διάφορες ουσίες, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι κολλώδεις και οι λιπαρές, και ότι, για να διερευνήσουμε την παρουσία τους σε οιοδήποτε μέρος του οργάνου, μπορούμε να το μαγειρέψουμε (και αυτό που είναι «κολλώδες» δεν θα μαγειρευτεί εύκολα, αντίθετα με αυτό που είναι «λιπαρόν».[14] Μερικές φορές, απλές δοκιμές διεξάγονται κατευθείαν πάνω σε οργανικές ουσίες του σώματος όπου ο συγγραφέας περιγράφει δοκιμές σε αίμα από ζώα που είχε θυσιαστεί στο πλαίσιο της θεωρίας του ότι το ήπαρ σχηματίζεται μέσω μιας διαδικασίας πήξης.[15] Ωστόσο, τις περισσότερες φορές που χρειάζονται κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά ουσιών του σώματος, οι δοκιμές πραγματοποιούνταν σε άλλες, γενικά απλούστερες ουσίες που βρίσκονται εκτός σώματος σε συνθήκες παρόμοιες. Για παράδειγμα για να διασαφηνίσουν την θεωρία σχετικά με το πέρασμα των χυμών από το ένα μέρος του σώματος στο άλλο έκαναν το πείραμα με τα συγκοινωνούντα δοχεία και την φούσκα με το νερό και τις διαφορετικές ουσίες.[16]
1.5 Συμπεράσματα
Μολονότι η ελληνική επιστήμη δεν απελευθερώθηκε ποτέ πραγματικά από τη φιλοσοφία, λόγω του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εργάστηκαν οι Έλληνες επιστήμονες, είναι γεγονός ότι κατά το στάδιο αυτό συνδέεται πολύ λιγότερο με τη φιλοσοφία απ΄ ότι πριν. Στη μετά- αριστοτελική εποχή, αν και συχνά η φυσική, μαζί με τα μαθηματικά και τη βιολογία, θεωρούνται ακόμη μέρος της φιλοσοφίας, το ίδιο συχνά όλο και περισσότεροι επιστήμονες – μαθηματικοί, αστρονόμοι, μηχανικοί, βιολόγοι – αρνούνται να εντάξουν τις επιστημονικές τους έρευνες στη φιλοσοφία ή να δεσμευτούν από κάποια μεταφυσική ή ηθική θεωρία. Οι γιατροί, με επιστημονικό πνεύμα, απελευθερωμένο από τη δεισιδαιμονία, τη θρησκεία και τα φιλοσοφικά δόγματα που είχαν εισβάλει στην ιατρική τον 6ο αιώνα και 5ο αιώνα π.Χ. αναγνωρίζεται ότι κάθε ασθένεια έχει ένα φυσικό αίτιο, το οποίο πρέπει να διακρίνεται από τη σύμπτωση ή από υπερφυσικά αίτια, και επιβάλλεται η επιτακτική ανάγκη να βασιστεί η ιατρική αποκλειστικά στο σύνολο των πειραμάτων και των γνώσεων που είχαν αποκτηθεί έως τότε από την πείρα και την συστηματική παρατήρηση και λεπτομερή καταγραφή των ασθενειών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Lloyd G. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991
Αναπολιτάνος Δ., Φιλοσοφικό Κοινωνιολογικό Λεξικό, Τομ. Α΄, Κ Καπόπουλος, Αθήνα 1994
Λυπουρλής Δ., Ιπποκράτης Ιστορική θεωρία και Πράξη, Ζήτρος, Αθήνα 2000
Λυπουρλής Δ., Η Ανάπτυξη των Επιστημών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τομ. Γ2΄, Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 2000
Παπαδημητρίου Ε., Θεωρία της Επιστήμης και Ιστορία της Φιλοσοφίας, Gutenberg, Αθήνα 1988
Παπαδημητρίου Ε., Οι ανθρωπολογικές απόψεις του Αριστοτέλη, Διαβάζω, Αθήνα 1986
[7] Παπαδημητρίου Ε., Οι ανθρωπολογικές απόψεις του Αριστοτέλη, Διαβάζω, Αθήνα 1986, σ. 135
[8] Αναπολιτάνος Δ., Φιλοσοφικό Κοινωνιολογικό Λεξικό, Τομ. Α΄, Κ Καπόπουλος, Αθήνα 1994, σ.σ.124 -125
[9] Αναπολιτάνος Δ., ο.π., Τομ. Β΄, σ. 256
[10] Παπαδημητρίου Ε., Θεωρία της Επιστήμης και Ιστορία της Φιλοσοφίας, Gutenberg, Αθήνα 1988, σ. 47
[11] Λυπουρλής Δ., Ιπποκράτης Ιστορική θεωρία και Πράξη, Ζήτρος, Αθήνα 2000, σ.σ. 19-22
[12] Λυπουρλής Δ., Η Ανάπτυξη των Επιστημών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τομ. Γ2΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000 σ.521
[13] Λυπουρλής Δ., Ιπποκράτης Ιστορική θεωρία και Πράξη, Ζήτρος, Αθήνα 2000, σ.σ. 51-55
[15] Κεφ. 8,L VIII 594,9 κ.ε. Επισημαίνει ότι όσο είναι ζεστό, το αίμα δεν πήζει, αλλά επίσης παρατηρεί ότι δεν πήζει όταν χτυπηθεί. Πρβλ. και κεφ. 9, 596.9 κ.ε., όπου επισημαίνει πως όταν αφαιρέσουμε την «πέτσα» από αίμα που έχουμε αφήσει να πήξει, πολύ σύντομα δημιουργείται μια άλλη «πέτσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου