Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Νεότερος Ελληνικός Δημόσιος Βίος

ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
merkoyr1@otenet.gr



Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ζωής καθιστά την κατοικία και γενικότερα τον οικισμό ιστορική κατηγορία που μεταβάλλεται στο χρόνο. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αποτυπώνει τις αντιλήψεις και γενικότερα τον πολιτισμό και τις συνθήκες της εποχής της. Με βάση τα παραπάνω θα αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους η μορφή και η λειτουργία του δομημένου χώρου (οικισμοί, αρχιτεκτονικά στοιχεία στην κατοικία και στους χώρους λατρείας ) αποτυπώνουν : Α) τις οικογενειακές και κοινωνικές δομές και την κοινωνική ιεραρχία. Β) τις αντιλήψεις για το φίλο Γ) τις παραγωγικές δραστηριότητες και τη σχέση με το φυσικό περιβάλλον.



Ο άνθρωπος για να πραγματοποιήσει το νόημα της ύπαρξης του χρειάζεται τη συμβίωση με άλλους ανθρώπους[1] σε μια γεωγραφική και πολιτισμική ενότητα που μπορεί να αναλυθεί μέσα από την μελέτη της κοινότητας.

Ειδικότερα, η έννοια της κοινότητας ερμηνεύεται διττά:

1.- Ως συσσωμάτωση ανθρώπων, οι οποίοι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αποφασίζουν να ζήσουν από κοινού σε ένα χώρο τον οποίο επιλέγουν και διαμορφώνουν, δομώντας τον για το σκοπό αυτό και στον οποίο δημιουργούνται σταδιακά παραγωγικές, κοινωνικές και κατ΄ επέκταση πολιτικές σχέσεις. Το κύτταρο αυτό μπορούμε να το αναζητήσουμε στους προϊστορικούς χρόνους, όπου ο άνθρωπος έκανε τα πρώτα εξελικτικά βήματα, ενώ αναπαράσταση αυτών των εικόνων μπορούμε να αντλήσουμε από τους προϊστορικούς οικισμούς του Δυσηλιού,[2] της Πολιόχνης[3] κλπ.

2.- Ως ιστορικό μόρφωμα, το οποίο διαμορφώθηκε εξελικτικά στην πορεία του ελληνικού έθνους σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, όπως

για παράδειγμα η αναγκαιότητα του Β΄ Ελληνικού Αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ)[4] ή κατά την λανθασμένη άποψη μερικών μελετητών της ελληνικής παράδοσης ή του παραδοσιακού πολιτισμού που την τοποθετούν στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[5] Η κοινότητα υπήρξε κάτι πολύ πιο σημαντικό από ό,τι ο διεκπεραιωτής των φόρων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτό το διακρίνουμε αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στα τέσσερα στοιχεία που ο Ηρόδοτος (480-430 π.Χ) προέβαλε ως χαρακτηριστικά της ενότητας των Ελλήνων: το αίμα, η γλώσσα, η θρησκεία, και τα ήθη.[6] Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (σ. 91-97) έχουμε ένα παράδειγμα, όταν ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια ξεριζωμένη ομάδα ανθρώπων, καταδιωγμένη από τους τούρκους και τους πλούσιους Έλληνες του κάμπου, ή οποία με οδηγό τον ιερέα της προσπαθεί να ριζώσει σε μια νέα περιοχή.[7] Τον ίδιο ακριβώς ρόλο αναλαμβάνει και ο οικιστής την αρχαϊκής εποχής, ο οποίος έχει σαν καθήκον την τείχιση της πόλης, την ανέγερση ναών προς τιμή των θεών κλπ.[8] Μία άλλη περίπτωση είναι οι άγιοι, οι οποίοι ήταν οι φυσικοί διάδοχοί των ηρώων της ελληνικής πολυθεΐας ή η εγκοίμηση και η λατρεία και η μετακομιδή των λειψάνων.[9] Σε ότι αφορά στο ρόλο των αγίων είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο πάπα- Φώτης στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται «Παιδίά μου, φώναξε ο πάπα – Φώτης, εδώ, στο κακοτράχαλο τούτο βουνό, με τη δύναμη του Θεού, θα ριζώσουμε…Είδα απόψε στον ύπνο μου τον Αγ. Γεώργιο το χωριανό μας… ο Αγ. Γιώργης μας πήρε στα καπούλια του αλόγου και μας έφερε εδώ, στο έρημο τούτο βουνό που πατούμε».[10]

Την άποψη αυτή έχει διατυπώσει πολύ εύστοχα ο Καραβίδας Κ. λέγοντας « η κοινότητα είναι μια πανάρχαια μορφή οργάνωσης της ομαδικής ζωής, της οποίας ωστόσο το περιεχόμενο άλλαξε υπό την πίεση πολλών περιστάσεων με το πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για το λειτουργικό κύτταρο της κοινωνίας που προηγήθηκε τόσο του κράτους όσο και του έθνους και της θρησκείας, ενώ η γλώσσα διαμορφώθηκε μέσα ακριβώς σε αυτό το κύτταρο της κοινότητας. Οι ιδρυτικές λειτουργίες της κοινότητας βασίζονταν στον ρόλο της ως μονάδας παραγωγής, η οποία ορίζεται ως δημοκρατική κοινότητα. Τα βιολογικά κύτταρα των κοινοτικών θεσμών είναι δύο: αφενός η οικογένειαείτε απλή είτε σύνθετη είτε πατριαρχική- ως ηθικός σχηματισμός και συγχρόνως ως όργανο που διαθέτει ορισμένη δύναμη σε εργασία και κεφάλαια ΄ αφετέρου η κοινότητα με όλες τις συναφείς οικονομικές, ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες της ».[11]

Συνεχίζοντας την μελέτη μας θα διαπιστώσουμε ότι αρχική φροντίδα για την δημιουργία ενός οικισμού ήταν η εύρεση ενός φυσικού τοπίου με νερό, κατάλληλου για να φιλοξενήσει τους νέους κατοίκους. Ωστόσο, η ιστορική – κοινωνική παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή του χώρου υπό την πίεση ποικίλων περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή, ιστορικοί – κοινωνικοί παράμετροι μπορούν να θεωρηθούν η τουρκοκρατία, ενετοκρατία και οι κοινωνικές ανισότητες, που υπαγορεύουν τη συνεχή απομάκρυνση και περιθωριοποίηση των αποδιωγμένων κατοίκων του φτωχού χωριού. Μια από αυτές τις περιπτώσεις ίσως να είναι και η δημιουργία του χωριού Περίθεια στην Βόρεια Κέρκυρα. Το χωριό είναι χτισμένο σε απόσταση αναπνοής από την λιμνοθάλασσα Αγ. Σπυρίδωνα στο βόρειο άκρο της Κέρκυρας με αποτέλεσμα τα λιμνάζοντα νερά να ήταν εστία μόλυνσης «… στην περιοχή της Περίθειας υπήρχαν αρρώστιες και επιδημίες που ποτέ δεν μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν. Πολλοί μεγάλοι αλλά και μικρά παιδιά πέθαιναν».[12] Έτσι ο χώρος γίνεται αποδεκτός ως έχει και προσφέρει στους κατοίκους του είτε ποιότητα ζωής, είτε δυσκολίες τις οποίες πρέπει να υπερβούν, ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα των φυσικών περιορισμών.

Οι περιορισμοί που θέτει το φυσικό περιβάλλον ονομάζονται φυσικοί καταναγκασμοί[13] και είναι δυνατόν να ελεγχθούν σταδιακά από τον άνθρωπο δηλ., ανάλογα το επίπεδο της τεχνολογίας, που έχει αναπτύξει, μπορεί να μορφοποιήσει, να πλάσει το περιβάλλον, αλλά, ταυτόχρονα, θα πλάθεται και αυτός απ΄ αυτό. Αυτή η αλληλεπίδραση ουσιαστικά διαμορφώνει μια οικολογική σχέση, που μετατρέπει το φυσικό περιβάλλον σε πολιτισμικό.

Συστατικό στοιχείο του οικισμού είναι το ιερό του σημείο μέσα στο χώρο, ο άξονας, το κέντρο του, «εδώ θα φυτέψουμε, εξακολούθησε ο παπα-Φώτης και άπλωσε τα μπράτσα του κι αγκάλιασε το βουνό΄ εδώ, στις πέτρες τούτες και στις σπηλιές και γύρα από το λιγοστό νεό…»[14]. Με βάση αυτό το ιερό κέντρο προσδιορίζονται τέσσερα σταθερά σημεία μέσα στο χώρο : Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση, ώστε ο χώρος να μορφοποιείται σταυρικά γύρω από τον αφετηριακό άξονα που συνήθως εκεί χτίζεται ο κεντρικός Ναός που είναι αφιερωμένος στον προστάτη Άγιο.[15] Για παράδειγμα, στο χωριό Κληματιά της Κέρκυρας ο κεντρικός ναός είναι αφιερωμένος στο Άγ. Γεώργιο που είναι προστάτης της κοινότητας, στα βόρια υπάρχει ο Αγ. Σπυρίδωνας στα Ανατολικά το Κονισματέλι, Νότια ο Αγ. Θεόδωρος και Δυτικά ο Προφ. Ηλίας. Ο κύκλος αυτός είναι το χαρακτηριστικότερο, ίσως, σύμβολο αποτροπής του κακού, τον οποίο συναντούμε παντού από την Ορφική Κοσμολογία, όπου ο κύκλος τυλίγει το Κοσμικό Αυγό, έως στον ετήσιο κύκλο των αγροτικών εργασιών.[16]

Όπως έχει ήδη αναφερθεί η διαμόρφωση του δομημένου χώρου μίας κοινότητας εξαρτάται από τις περιβάλλουσες γεωμορφολογικές – φυσικές και ιστορικές συνθήκες, οι οποίες διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς της κοινότητας. Προσπαθώντας να σκιαγραφήσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές στις οικογενειακές και κοινωνικές δομές και την κοινωνική ιεραρχία, αλλά και τις αντιλήψεις για το φύλο και τις παραγωγικές δραστηριότητες σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον θα χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα από τον ελληνικό ηπειρωτικό και νησιωτικό χώρο.

Αν πάρουμε για παράδειγμα την αρχιτεκτονική, ως τρόπος παρέμβασης στον φυσικό χώρο, αποκαλύπτει τις δομές μίας κοινωνίας. Τούτο μπορούμε να το διαπιστώσουμε ακόμα και στην πιο απλή μορφή οργάνωσης και δόμησης του χώρου, όπως είναι οι καλύβες των Σαρακατσάνων, [17] επειδή το μέγεθος και η θέση τους εξαρτάται όχι μόνο από τη μορφολογία του εδάφους, αλλά και από την οργάνωση της ποιμενικής νομαδικής αυτής κοινωνίας σε γένη και τσελιγκάτα.[18]

Από τα πιο ενδιαφέροντα ίσως παραδείγματα των δομών μιας κοινωνίας από την «ανάγνωση» του χώρου είναι εκείνο που κατέγραψε ο Άγγλος ερευνητής R. Dawkins στις αρχές του 2ού αιώνα. Συγκεκριμένα, παρατήρησε πως ο πλακόστρωτος πρόναος μιας εκκλησίας στην Έλυμπο της Καρπάθου αποτελεί αποκλειστικό στοιχείο της κοινωνικής ιεραρχίας που επικρατούσε στην κοινότητα. Κάθε πλάκα ανήκε στα γυναικεία μέλη των αρχοντικών οικογενειών του τόπου. Μόνο κάθε ιδιοκτήτρια είχε το δικαίωμα να σταθεί πάνω στην πλάκα της κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Οι πλάκες μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά ως μέρος της προίκας.[19] Ανάλογη συμπεριφορά έχει καταγράψει η Ελένη Τσένογλου στο Καστελλόριζο, λέγοντας « Η διάταξη των γενιών μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο πρέπει επίσης να ακολουθεί κάποιους κανόνες που δεν μπορούμε μια να αποκρυπτογραφήσουμε. Μπορούμε όμως, παρατηρώντας, να διακρίνουμε ίχνη των κανόνων αυτών. Η γυναίκα του δημάρχου, το 1983, ταπεινής πρωτύτερα καταγωγής, κατείχε μια θέση δίπλα στην είσοδο. Αντίθετα, η Μ.Γ., πάμφτωχη και ορφανή ανύπαντρη κοπέλα μεγάλης ηλικίας, που καταγόταν από οικογένεια ιερέων, κατείχε μια από τις κοντινότερες στο ιερό θέσεις».[20]

Ένα άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η τοποθέτηση των οίκων στον κεντρικό άξονα της κοινότητας από τους οικονομικά και κοινωνικά ισχυρούς, όπως αναφέρει η Παναγιώτα Γκαγκούλια για την κοινότητα Σουφλίου « Τρεις ήταν οι κατηγορίες των σπιτιών που ξεχωρίζουν: τα πλούσια αρχοντικά, τα νοικοκυρόσπιτα και τα μικρά σπίτια της φτωχότερης τάξης. Η κατάταξη σε μια από τις τρεις κατηγορίες προσδιορίζουν το μέγεθος, την ποιότητα της κατασκευής και τη διακόσμηση που επιτρέπουν τα οικονομικά μέσα κάθε ιδιοκτήτη. Τα μικρά φτωχά σπίτια είναι διάσπαρτα σ΄όλη την πόλη… χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σπίτι του Κεσανλή… ενώ το αρχοντικό Κουρτίδη … βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του οικισμού »[21]. Ανάλογη χωροταξική διάταξη διακρίνουμε στο Καστελλόριζο[22] και σε άλλους οικισμούς της Ελλάδος.

Αν τώρα εμβαθύνουμε την έρευνα μας στον δομημένο χώρο, θα δούμε ότι οι φυσικοί καταναγκασμοί διαμορφώνουν τις ανάγκες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ενώ οι αντιλήψεις για το φύλο -με ελάχιστες εξαιρέσεις- είναι προδιαγραμμένες στο σύνολο των Ελληνικών κοινοτήτων από το ιδεολογικό πλαίσιο που έχει θέσει το «θεόπνευστο» Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης: «3 Θλω δ ν ξερητε, τι κεφαλ παντς νδρς εναι Χριστς, κεφαλ δ τς γυναικς νρ, κεφαλ δ το Χριστο Θες. ια:4 Πς νρ προσευχμενος προφητεων, ἐὰν χ κεκαλυμμνην τν κεφαλν, καταισχνει τν κεφαλν ατο. ια:5 Πσα δ γυν προσευχομνη προφητεουσα μ τν κεφαλν σκεπ καταισχνει τν κεφαλν αυτς· διτι ν κα τ ατ εναι μ τν ξυρισμνην. ια:6 Επειδ ν δν καλπτηται γυν, ς κουρεσ κα τ μαλλα ατς· λλ' ἐὰν ναι ασχρν ες γυνακα ν κουρεύῃ τ μαλλα ατς ν ξυρζηται, ς καλπτηται.ια:7 Διτι μν νρ δν χρεωστε ν καλπτ τν κεφαλν ατο, πειδ εναι εκν κα δξα το Θεο· δ γυν εναι δξα το νδρς.».[23]

Στην πρώτη περίπτωση θα δούμε ότι το Καστελλόριζο, άγονος κι άνυδρος βράχος, χαμένος στον κόλπο της Καραμανίας, συγκαταλέγεται στις μικρές ελληνικές πολιτείες που ζούσαν αποκλειστικά από τη θάλασσα και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το γεγονός αυτό επηρέασε τη διαμόρφωση της κατοικίας. Η συνεχής απουσία των ανδρών που ασχολούνται με τη θάλασσα και το εμπόριο και η έλλειψη περισσευμάτων από γεωργικές ασχολίες είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μικρών – σε τετραγωνικά - κατοικιών που καλύπτουν, κυρίως, τις ανάγκες της υπόλοιπης οικογένειας. Από την άλλη πλευρά στην περίπτωση του Σουφλίου, όπου η παρουσία των ανδρών της οικογένειας είναι συνεχής λόγω των γεωργό-κτηνοτροφικών ασχολιών, η κατοικία είναι μεγαλύτερη και σχεδιασμένη να καλύψει όλες τις ανάγκες.[24]

Μια άλλη διαφοροποίηση που συναντούμε λόγω των φυσικών καταναγκασμών – η θνησιμότητα του άντρα από την συνεχή έκθεση του στη θάλασσα - είναι αυτή της εγκατάστασης. Η εγκατάσταση στο Καστελλόριζο είναι αυστηρά γυναικοτοπική. Τα κορίτσια δεν εγκαταλείπουν το μητρικό ή το οικογενειακό σπίτι, σε αντίθεση με τους άντρες που εγκαταλείπουν την μητρική εστία τη στιγμή του γάμου τους για να εγκατασταθούν στη συζυγική. Έτσι, η γυναίκα παραμένει στενά δεμένη με το σπίτι της. Δεν είναι μόνο η οικοδέσποινα κι ο αρχηγός της οικογένειας, όσο ο άντρας της ταξιδεύει, αλλά κι η αποκλειστική ιδιοκτήτρια του σπιτιού και αυτό γίνεται πιο εμφανές, όταν η γυναίκα πεθάνει. Ο άντρας με το θάνατο της γυναίκας του χάνει αυτόματα το ρόλο και τον τίτλο του αρχηγού της οικογένειας, αν είναι σχετικά προχωρημένης ηλικίας. Αρχίζει να εξαρτάται από τις κόρες, τις νύφες ή τις κουνιάδες του. Η έσχατη ταπείνωση που υφίσταται είναι αυτή της αναγκαστικής μεταφοράς του στην κάτω πατωσκία κάποιας συγγένισσάς του.[25] Από την άλλη πλευρά στην περίπτωση του Σουφλίου ο άντρας είναι ο ιδιοκτήτης και κυρίαρχος του σπιτιού. Η γυναίκα με το που παντρεύεται εγκαθίσταται στο σπίτι του άντρα.

Όπως προαναφέραμε, οι φυσικοί καταναγκασμοί είναι αυτοί που επιβάλλουν μερικές φορές την κοινωνική διαφοροποίηση. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι οι αντιλήψεις για το φύλο διαφέρουν στο νησιωτικό και ηπειρωτικό ελληνικό χώρο. Ο χώρος, εσωτερικός και εξωτερικός, διχοτομείται σε αντρικό και γυναικείο και αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα δύο φύλα. Στην περίπτωση του οικισμού διαιρείται ανάλογα με τους χώρους στους οποίους συχνάζει ή ελέγχει το ένα ή το άλλο φύλο. Θεωρείται απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι δεν απαγορεύεται η παρουσία του αντίθετου φύλου σ ‘ αυτούς τους χώρους, οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν σημείο συνάντησης ή επαφής, αλλά η στάση και η συμπεριφορά των ατόμων σ’ αυτούς καθορίζεται από άγραφους κανόνες. Η κλειστή οικογενειακή εστία θεωρείται ο κατεξοχήν γυναικείος χώρος. Ο χρόνος που περνά ο άνδρας στο σπίτι είναι ελάχιστος για το λόγο αυτό θεωρείται σαν φιλοξενούμενος στο σπίτι του. Σαν φιλοξενούμενος έχει την τιμητική θέση στη «σάλα» και το «χειμωνικό».[26] Οι χώροι αυτοί είναι ιδιαίτερα προσεγμένοι και στολισμένοι με τα καλύτερα χαλιά και κεντήματα. Στους χώρους αυτούς ο άντρας υποδέχεται τους επισκέπτες. Χώροι, όπως το πλυσταριό, η κουζίνα, ο φούρνος είναι γυναικείοι. Αντίθετα το ισόγειο, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη υλικών και εργαλείων, είναι αντρικός χώρος.

Ο δημόσιος κοινός χώρος ανήκει στους άντρες. Η παρουσία της γυναίκας σε δημόσιους χώρους, όπως είναι το δημαρχείο, περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και πάντα με τη συνοδεία άντρα συγγενή. Η συμμετοχή της γυναίκας στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου απαγορεύεται. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν ενημερώνονται για τις σχετικές εξελίξεις.

Ένας άλλος χώρος που ανήκει στους άντρες είναι το λιμάνι και η πλατεία. Η αποβάθρα και η πλατεία αποτελεί ένα είδος άβατου για τις γυναίκες. Η παρουσία τους εκεί επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση ταξιδιού ή εορτασμού και πάντα κάτω από την επιτήρηση και παρουσία των αντρών.

Ένας άλλος χώρος κατεξοχήν αντρικός είναι το καφενείο. Το καφενείο αποτελεί για τους άντρες χώρο διασκέδασης, ενημέρωσης, συνδιαλλαγής και ανταλλαγής απόψεων. Η παρουσία των γυναικών απαγορεύεται αυστηρά, ακόμη και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η μόνη γυναικεία παρουσία που επιτρέπεται, είναι αυτή της γυναίκας του ιδιοκτήτη που βοηθά στην κουζίνα. Πρόκειται, όμως, για βουβή παρουσία.

Η εκκλησία αποτελεί άλλο ένα δημόσιο χώρο, όπου η παρουσία αντρών και γυναικών διέπεται από κριτήρια και συνθήκες. Η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων γίνεται με διαφορετικό τρόπο και συχνότητα για τα δύο φύλα. Η παρουσία της γυναίκας στην εκκλησία επιτρέπεται κυρίως, όταν αυτή είναι παντρεμένη. Η εκκλησία αποτελεί σημείο τακτικών συλλογικών συναντήσεων για τις γυναίκες. Οι άντρες από την άλλη πλευρά εκκλησιάζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στο προαύλιο.[27]

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρουσία ανδρών και γυναικών στους δρόμους που ενώνουν τους διάφορους χώρους μεταξύ τους. Η παρουσία των γυναικών απαγορεύεται στους δημόσιους δρόμους. Υπάρχουν δρόμοι αποκλειστικά γυναικείοι, συνήθως στενά δρομάκια, που επιτρέπουν στις γυναίκες να κυκλοφορούν από την μια άκρη του οικισμού στην άλλη. Τα δρομάκια αυτά αποτελούν ένα γυναικείο κοινωνικό δίκτυο και ενώνουν το σπίτι με τους βοηθητικούς χώρους, τις στέρνες, τα πηγάδια και τα σπίτια της γειτονιάς. Από τους περιορισμούς αυτούς επηρεάζεται και η κίνηση των μελών της κοινότητας στο δρόμο. Άντρες και γυναίκες περπατούν βιαστικά στο δρόμο. Οι άντρες επειδή φοβούνται μήπως συναντήσουν γυναίκα στο δρόμο τους και κατηγορηθούν ότι επιδίωξαν τη συνάντηση. Οι γυναίκες κοιτάζουν πάντα κάτω και αποφεύγουν να μιλήσουν σε άντρα, ακόμη και στον άντρα τους. Οι γυναίκες επικοινωνούν μόνο με γυναίκες και συνήθως κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, όταν για παράδειγμα απλώνουν τα ρούχα τους ή ψήνουν το φαγητό τους. Η επαφή αυτή των γυναικών δημιουργεί ένα κοινωνικό δίκτυο, το δίκτυο της γειτονιάς, το οποίο μπορεί να διευρυνθεί και να γίνει το δίκτυο του οικισμού. Οι γυναίκες είναι αυτές που συμβάλουν στην ενότητα της ομάδας και της κοινότητας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την ηθική και υλική βοήθεια και συμπαράσταση που παρέχουν στις γειτόνισσες. Δημιουργούν, δηλαδή άτυπα δίκτυα υποστήριξης που συμβάλλουν στη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας των μελών της κοινότητας.

Άλλοι παράγοντες διαφοροποίησης του χώρου μπορεί να είναι ηλικιακοί, κοινωνικοί και χρονικοί. Για παράδειγμα, τα παιδιά μέχρι τα 7-8 τους χρόνια αντιμετωπίζονται ως μωρά από την οικογένεια και την κοινότητα και κινούνται ελεύθερα στον οικισμό.[28] Στα 7-8 τους χρόνια αρχίζουν να εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά του φύλου στο οποίο ανήκουν και η αντιμετώπιση της οικογένειας και της κοινότητας αλλάζει. Τα μωρά γίνονται αγόρια και κορίτσια και κληρονομούν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου τους. Τα αγόρια αρχίζουν να αναλαμβάνουν εξωτερικά θελήματα και τα κορίτσια ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού και περιορίζονται στα στενά όρια του οίκου και της γειτονιάς. Το κορίτσι περιορίζεται στο σπίτι μέχρι τη στιγμή του αρραβώνα, οπότε συνοδευόμενο πάντα από τον μέλλοντα σύζυγο κυκλοφορεί παντού, ακόμα και στους δημόσιους δρόμους και το λιμάνι. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι η στιγμή που πρέπει η κοινότητα να γνωρίσει την ύπαρξη του γάμου και να εντάξει τη γυναίκα στα μέλη της ως η «σύζυγος του τάδε». Μετά το γάμο η γυναίκα περιορίζεται και πάλι στον οίκο, τη γειτονιά, κ.λπ. Διαφοροποιήσεις και περιορισμοί στο χώρο τίθενται και στους ξένους, τους ανθρώπους δηλαδή που δεν ανήκουν στην κοινότητα.[29] Οι ξένοι αντιμετωπίζονται με δυσπιστία και η παρουσία και η κίνηση τους στο χώρο διέπεται από άγραφους κανόνες. Για παράδειγμα, δεν είναι επιτρεπτό σ’ ένα ξένο να προσεγγίσει και να ανακατευτεί με μια ομάδα Καστελλοριζιών αν δεν τον προσκαλέσουν. Ο ξένος δηλαδή, περιθωριοποιείται. Ο φόβος για το άγνωστο και τη διασάλευση της σταθερότητας της ομάδας δεν περιθωριοποιεί μόνο τους ξένους.[30] Αντίστοιχη στάση και συμπεριφορά αντιμετωπίζουν και μέλη της κοινότητας που λείπουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως οι ναυτικοί. Ο φόβος για την μεταφορά ασθενειών από άλλα μέρη, αλλά και νέων ιδεών και συμπεριφορών είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των ναυτικών για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να επανενταχθούν στην κοινότητα. Σε περιορισμό και περιθωριοποίηση τίθενται και τα άρρωστα μέλη της κοινότητας.[31]

Κλείνοντας θεωρείται απαραίτητο να υπογραμμιστεί ο ρόλος και η κοινωνική θέση της γυναίκας προξενήτρας και της μαίας.[32] Η συμβολή τους στην κοινότητα τους προσδίδει πρόσθετα προνόμια και κοινωνική θέση ανεξάρτητα προηγούμενης κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης. Ο ρόλος τους χρήζει περαιτέρω έρευνας και μελέτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αριστοτέλης, Πολιτικά, Α,2, 1253 Α

Γαβαλά Ελένη κ.α., Η Ζωή στη Βόρεια Ορεινή Κέρκυρα το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα, Λεύκωμα Μαθητών Γυμνασίου Δήμου Θιναλίων Σχολικής Χρονιάς 2003-2004

Γκαγκούλια Π., Η Αρχιτεκτονική και Πολεοδομική Οργάνωση του Χώρου στο Σουφλί και η Σηροτροφία, (σημειώσεις μαθήματος)

Ευθυμιάδης Σ., κ.ά, Οι παγανιστικές Επιβιώσεις, Δημόσιος και Ιδιοτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, τομ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

Καζαντζάκης Ν., Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται,, Καζαντζάκη Ελ., Αθήνα 1970

Μαστραπάς Αντώνης κ.ά., Β΄ Ελληνικός Πολιτισμός, Ελληνική Ιστορία, τομ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999

Μαρία Γκασούκα, Έµφυλες Πλευρές του Λαϊκού Πολιτισµού, Λαϊκός Πολιτισμός και Φύλο, μέρος 1ο http://www.elysiskethi.gr

Μερκούρης Δ., Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενικής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος - ) http://ermiss.blogspot.com/2009/02/19.html

Ράγκος Σπύρος, Η Συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό από τον Πρώτο έως τον Τέταρτο Αιώνα, Παράλληλο Κείμενο Ελληνικής Ιστορίας, ΕΑΠ, Πάτρα 2000

Σπαθάρης Ε. – Η Στοιχειωδέστερη Μορφή Αρχιτεκτονικής Παρέμβασης στον Χώρο: Οι καλύβες των Σαρακατσάνων, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ, τόμ. Β΄, ΕΑΠ. Πάτρα 2002

Σπαθάρης Ε. – Μπεγλίτης, Οικισμοί, Χωριά, Πόλεις, Μορφές Κοινωνικής Οργάνωσης – Ο Συνεκτικός Ρόλος της Κοινότητας, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ, τόμ. Α΄, ΕΑΠ. Πάτρα 2002

Τσένογλου Ε., Η «Αθέατη» διάσταση του χώρου Προσπάθεια ανθρωπολογικής προσέγγισης ενός οικιστικού συστήματος: Καστελλόριζο Δωδεκανήσου, (σημειώσεις μαθήματος)

Ηλεκτρονικές Σελίδες

http://web.auth.gr/dispilio/

http://www.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2534http://www.pogoni.gr/ekklhsies-monasthria.html

http://www.geocities.com/artofwise/Ouroboros.html

http://ermiss.blogspot.com/2009/02/19.html

http://www.elysiskethi.gr

http://gym-thinal.ker.sch.gr/images/zoi_kerkira_good_photo_quality.pdf



[1] Προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την αγελαία συνύπαρξη των ζωών. Είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός που δίνει για τον άνθρωπο ο Αριστοτέλης «ζώου κοινωνικού» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Α,2, 1253 Α)

[2] http://web.auth.gr/dispilio/

[3] http://www.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2534

[4] Μαστραπάς Αντώνης κ.ά., Β΄ Ελληνικός Πολιτισμός, Ελληνική Ιστορία, τομ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σ. 78

[5] Σπαθάρης Ε. – Μπεγλίτης, Οικισμοί, Χωριά, Πόλεις, Μορφές Κοινωνικής Οργάνωσης – Ο Συνεκτικός Ρόλος της Κοινότητας, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ, τόμ. Α΄, ΕΑΠ. Πάτρα 2002, σ. 261

[6] Ράγκος Σπύρος, Η Συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό από τον Πρώτο έως τον Τέταρτο Αιώνα, Παράλληλο Κείμενο Ελληνικής Ιστορίας, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 18

[7] Καζαντζάκης Ν., Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται,, Καζαντζάκη Ελ., Αθήνα 1970, σ. 91-97

[8] Μαστραπάς Αντώνης κ.ά., ο.π., σ.79

[9] Ευθυμιάδης Σ., κ.ά, Οι παγανιστικές Επιβιώσεις, Δημόσιος και Ιδιοτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, τομ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ.256-257

[10] Καζαντζάκης Ν., ό.π., σ. 91

[11] Σπαθάρης Ε. – Μπεγλίτης, ό.π., σ. 262

[12] Γαβαλά Ελένη κ.α., Η Ζωή στη Βόρεια Ορεινή Κέρκυρα το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα, Λεύκωμα Μαθητών Γυμνασίου Δήμου Θιναλίων Σχολικής Χρονιάς 2003-2004, σ.8

[13] Σπαθάρης Ε. – Μπεγλίτης, ό.π., σ. 265

[14] Καζαντζάκης Ν., ό.π., σ. 92

[15] Κάθε χωριό έχει μεγάλο αριθμό εικονισμάτων ή ξωκλησιών. Τέσσερα από αυτά είναι χτισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σηματοδοτώντας και οριοθετώντας τον οικισμό. Συνήθως τα ξωκλήσια ή τα εικονίσματα αυτά ήταν αφιερωμένα σε αγίους που προστάτευαν τον οικισμό: «Έζωναν τον τόπο και τον προφύλαγαν από το κακό», καθαγιάζοντας έτσι τις κοινοτικές εκτάσεις.Εκτός από τα εικονίσματα, τα ξωκλήσια και τα μοναστήρια που βρίσκονται περιμετρικά των οικισμών, μέσα στο κάθε χωριό, και συνήθως στο κέντρο του, υπάρχει η κεντρική εκκλησία. http://www.pogoni.gr/ekklhsies-monasthria.html

 

[16] http://www.geocities.com/artofwise/Ouroboros.html

[17] Σπαθάρης Ε. – Η Στοιχειωδέστερη Μορφή Αρχιτεκτονικής Παρέμβασης στον Χώρο: Οι καλύβες των Σαρακατσάνων, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ, τόμ. Β΄, ΕΑΠ. Πάτρα 2002, σ. 115-117

[19] Σπαθάρης Ε. – Μπεγλίτης, Αρχιτεκτονική – Γλυπτική - Ζωγραφική –, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ, τόμ. Β΄, ΕΑΠ. Πάτρα 2002, σ. 113

[20] Τσένογλου Ε., Η «Αθέατη» διάσταση του χώρου Προσπάθεια ανθρωπολογικής προσέγγισης ενός οικιστικού συστήματος: Καστελλόριζο Δωδεκανήσου, (σημειώσεις μαθήματος) σ. 83

[21] Γκαγκούλια Π., Η Αρχιτεκτονική και Πολεοδομική Οργάνωση του Χώρου στο Σουφλί και η Σηροτροφία, (σημειώσεις μαθήματος) σ. 119-121

[22] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 61-62

[23] Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους 11/ια 3-7

[24] Γκαγκούλια Π., ό.π., 113-117

[25] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 75-76

[26] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 73

[27] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 74

[28] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι «ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνουν και κοινωνικοποιούνται τα παιδιά των παραδοσιακών κοινωνιών είναι ένας γυναικείος κόσμος. Στο πλαίσιο του λαϊκού πολιτισμού, η σημασία της πατρότητας παραμένει «περιφερειακή», σι αντίθεση, με τη μητρότητα, που υποδηλώνει ένα διαρκές παρόν. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, μια μητέρα δεν διαθέτει άλλη ταυτότητα, γι' αυτό όλη της η ζωή κινείται στους ρυθμούς των παιδιών και στην εσωτερίκευση της θέλησης του άντρα της, την οποία στο τέλος εκφράζει ως δική της». (Μαρία Γκασούκα, Έµφυλες Πλευρές του Λαϊκού Πολιτισµού, Λαϊκός Πολιτισμός και Φύλο, μέρος 1ο (http://www.elysiskethi.gr/portal/public/Dialekseis/Laikos_Politismos_kai_Filo/Laikos%20Politismos%20kai%20Filo.pdf

[29] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 75

[30]Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 76

[31] Τσένογλου Ε.,ό.π., σ. 77

[32] Μαρία Γκασούκα, ό.π.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...