Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενικής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος


ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Είναι προφανώς αδύνατο να παρουσιάσουμε εδώ στο πλαίσιο μίας εργασίας, το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων και της μορφές συγγενικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου από την περίοδο που προηγήθηκε της Επανάστασης του 1821 μέχρι σήμερα. Έτσι αυτό που θα επιχειρήσουμε να κάνουμε, είναι να σκιαγραφήσουμε την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής ποιμενικής ζωής, ανοίγοντας περισσότερο το ζήτημα για παραπέρα έρευνα και συζήτηση. Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενικής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος – 20ος αι.). Η ελληνική κοινωνία στηριζόταν ανέκαθεν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στάνες και βοσκούς συναντούμε στα ελληνικά κείμενα από την εποχή του Ομήρου ως τις μέρες μας, ενώ συνένωση διαφορετικών οικογενειών προκειμένου να οργανώσουν την απασχόληση τους τεκμηριώνεται στον ελληνικό χώρο την εποχή του Βυζαντίου και της Οθωμανικής κυριαρχίας. Από τον Μεσαίωνα ήδη παρατηρούμε να αναπτύσσεται ένα συντεχνιακό πνεύμα σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες που άρχισαν να δημιουργούν ενώσεις και να συνεταιρίζονται, κατά κάποιο τρόπο, για να προστατεύσουν την εργασία από την ανασφάλεια και τον ανταγωνισμό. Οι συντεχνίες είναι ενώσεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από λειτουργίες σχετικά με την προστασία και την παραγωγή του επαγγέλματος και του συμφέροντος των μελών. Τόσο απέναντι σε τρίτους ανταγωνιστές, όσο και απέναντι στις κρατικές και κοινοτικές αρχές. Η συνεταιρική, συνεργατική ή συντροφική, όπως ονομάζονταν, οργάνωση αποτελούσε ένα γενικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο της τουρκοκρατίας. Οι λόγοι που επέβαλαν τη συμμετοχική αυτή σχέση ήταν η στενότητα του κεφαλαίου και η ανάγκη πρόσθετης εργασίας, η οποία όμως δεν προσφέρονταν κάτω από τις συνθήκες της προαστικής κοινωνίας της εποχής εκείνης με βάση μισθωτική. Γι΄ αυτό και αποτέλεσε ένα καθολικό φαινόμενο στην περίοδο της τουρκοκρατίας που κάλυψε με διάφορες μορφές τόσο την καλλιέργεια της γης, λ.χ. το τσιφλίκι και την κτηνοτροφία (τσελιγκάτο), όσο και τις εμπορικές, ναυτικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Τέτοιες συντροφικές ενώσεις ήταν: Οι τεκτονικές ενώσεις (χτίστες – μαραγκοί), τα καραβάνια (αγωγιάτες), οι ενώσεις των κτηνοτρόφων, των ψαράδων κλπ. Ειδικότερα οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν από παλιά ένα είδος άτυπου συνεταιρισμού, το τσελιγκάτο, όπως επικράτησε να λέγεται , οργάνωση που διακρίθηκε για το δυναμισμό και την αντοχή της. Στη γέννηση του τσελιγκάτου συνέβαλε, μεταξύ άλλων, η ανάγκη των ποιμένων για κοινή χρήση μεγάλων εκτάσεων βοσκοτόπων, η ανασφάλεια που επικρατούσε στην ύπαιθρο, αλλά και η ανυπαρξία πιστωτικών οργανισμών τους ανάγκασε να συμπράξουν με τους ισχυρούς. Συνέπεια αυτής της αναγκαιότητας ήταν να υπάρχει εξάρτιση του τσελιγκάτου από το τσιφλίκι όπως αναφέρει ο Βασίλης Νιτσιάκος: «Η εξάρτηση λοιπόν της κτηνοτροφίας από το τσιφλίκι για την εξασφάλιση χώρων διαχείμασης των κοπαδιών στάθηκε αποφα¬σιστικός παράγοντας για τη συγκρότηση και λειτουργία του τσε¬λιγκάτου με τη μορφή που το γνωρίζουμε. Και για να φτάσουμε πάλι εκεί από όπου ξεκινήσαμε, η πιο τρανή απόδειξη αυτής της εξάρτησης είναι η τύχη του τσελιγκάτου μετά την κατάργηση του τσιφλικιού. Μερικοί μόνο αριθμοί από τα στατιστικά δεδομένα της εποχής είναι αρκετοί να τεκμηριώσουν αυτό το γεγονός: Στη Θεσσαλία το 1930 απόμειναν μόνο 274.000 κεφάλια ζώων από το σύνολο των 443.000 που διέθετε η ημινομαδική κτηνοτροφία το 1923, μόνο 1652 ημινομαδικά νοικοκυριά από τα 2.919. Η μείωση σε ζώα ήταν 38,5% και σε νοικοκυριά 43%."'» . Εμβαθύνοντας στο ζητούμενο θα δούμε ότι δέκα, είκοσι ίσως και περισσότερες οικογένειες ποιμένων, συνδεόμενες συχνά με συγγενικό δεσμό αυτό που ονομάζουμε «πολυπυρηνική οικογένεια», «σμίγουν» το κοπάδι τους σε κοινό ποίμνιο, το τσελιγκάτο. Η ενώσει αυτή αφορούσε την συνεργασία για την από κοινού συντήρηση των ζώων και για την από κοινού επίσης παραγωγή, επεξεργασία και διάθεση των προϊόντων. Η συνεργασία αυτή, διαρκεί όσο καθορίζουν τα μέλη του τσελιγκάτου και διαλύεται επίσης όταν το αποφασίσουν αυτά. Δεν υπάρχει εποπτεύουσα ή άλλη αρχή που να διατάζει την σύσταση αυτού του συνεταιρισμού ή να ορίζει τους κανόνες λειτουργίας του. Αυτά τα αποφασίζουν μεταξύ τους οι ποιμένες με κανόνες εθιμοτυπικούς, μεταδιδόμενους από γενιά σε γενιά. Σύμφωνα μ΄ αυτούς τους άγραφους κανόνες, κάθε ποιμένας μπορεί να μετέχει σε όποιο τσελιγκάτο θέλει και μπορεί, επίσης να αποχωρεί από αυτό όποτε θέλει ο ίδιος. Ο ποιμένας που μετέχει σε τσελιγκάτο διατηρεί πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των ζώων του. Και για να τα ξεχωρίζει από τα άλλα, τα «σημαδεύει» με ένα μαχαίρι στο αυτί. Π.χ. ένας ποιμένας κάνει μια κοψιά στο αριστερό αυτί, άλλος στο δεξί κ.λπ. Έτσι κάθε ποιμένας έχει το δικό του «σημάδι». Το σημάδι αποτελεί το «εμπορικό σήμα κατατεθέν» κάθε ποιμένα, ενώ η ποσότητα των «σημαδιών» εκφράζει την δυναμικότητα του. Έτσι, υπήρχαν τσελιγκάτα με δέκα ή είκοσι διαφορετικά «σημάδια», ανάλογα με τον αριθμό των ποιμένων που μετείχαν σ΄αυτό. Οι συμμετέχοντες σε τσελιγκάτο ποιμένες ανήκουν σε κατηγορίες, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων τους. Οι έχοντες περισσότερα από διακόσια είναι «σμίχτες», ενώ οι έχοντες εκατό περίπου είναι «τσοπάνοι». Σε κάθε τσελιγκάτο υπήρχε ένας αρχηγός, ο τσέλιγκας. Από αυτόν έπαιρνε και την ονομασία του π.χ. Τσελιγκάτο του Γεώργιου Σουφλιά, παππού του γνωστού πολιτικού Γεωργίου Σουφλιά. Συνήθως τσέλιγκας ήταν και ο αρχηγός της πατριάς δηλαδή της πολυπληθέστερης πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας. Το αξίωμα του τσέλιγκα ήταν κληρονομικό, εκτός αν αυτός που θα τον κληρονομούσε ήταν ακατάλληλος να το ασκήσει. Στην σπάνια αυτή περίπτωση προτιμούνταν ως τσέλιγκας εκείνος που είχε τα περισσότερα πρόβατα. Συνήθως, όμως αναλάμβανε τσέλιγκας εκείνος που κατά κοινή αναγνώριση ήταν ικανότερος. Η διαφορά στην ιδιοκτησία προβάτων δεν δημιουργούσε διακρίσεις ούτε περισσότερα δικαιώματα για τους ποιμένες. Άπαντα τα μέλη του τσελιγκάτου, σμίχτες ή τσοπάνοι, μετείχαν σε όλες τις εργασίες: φύλαξη του κοπαδιού, βόσκηση, άρμεγμα, τυροκόμηση, κούρεμα, περιποίηση των ζώων κ.α. Επιπλέον μετείχαν βοηθητικά χωρίς αμοιβή στις εργασίες αυτές και τα μέλη των οικογενειών τους, γυναίκες και παιδιά, που τις γνώριζαν καλά όσο και οι άντρες . Ο τσέλιγκας διοικούσε το τσελιγκάτο. Διέμενε και αυτός οικογενειακός σε καλύβες, στο κονάκι, αλλά ήταν απαλλαγμένος από τις εργασίες του ποιμνίου που προαναφέρθηκαν. Φρόντιζε για την ενοικίαση κατάλληλου βοσκότοπου, χειμερινού ή θερινού. Πηγαινοέρχονταν σε πόλεις ή χωρία για να διαπραγματεύεται την ενοικίαση των βοσκοτόπων, την προμήθεια των ζωοτροφών, καθώς και πρόσθετών ειδών διατροφής των οικογενειών του τσελιγκάτου. Διαπραγματεύονταν τις πωλήσεις αρνιών, μαλλιών, τυριών και άλλων προϊόντων για λογαριασμό του τσελιγκάτου. Ο τσέλιγκας συζητούσε με τους σμίχτες και με τα άλλα μέλη του τσελιγκάτου για σοβαρά θέματα που ανέκυπταν. Το τσέλιγκα στις συχνές απουσίες του, τον αναπλήρωναν οι σμίχτες. Αυτοί παρέμειναν συνεχώς στο κοπάδι και ρύθμιζαν τις καθημερινές εργασίες του. Ποιοι π.χ. θα πάνε στη βοσκή, ποιοι στο άρμεγμα, στην περιποίηση και υγιεινή του κοπαδιού κ.λπ. Έτσι, οι σμίχτες αποτελούσαν τα βασικά στελέχη του τσελιγκάτου και βοηθούσαν τον τσέλιγκα στην διοίκηση. Ο ίδιος, πέρα των άλλων καθηκόντων του, πηγαινοέρχονταν στις πόλεις για επαφές με τις αρχές, για περεταίρω ανάπτυξη των γνωριμιών με υπηρεσιακούς παράγοντες και πολιτικούς προς όφελος του τσελιγκάτου. Όπως είδαμε παραπάνω το τσελιγκάτο συνήθως αποτελούνταν από μία πατριά. Ο αρχηγός της ήταν ο τσέλιγκας. Οι μετακινήσεις του δύο φορές τον χρόνο επέβαλαν ν΄ αποφεύγονται τα περιττά και γενικά το «βαρύ νοικοκυριό» για να μην προκαλούν δυσκολίες στις μεταφορές. Αυτό κατά έναν τρόπο έβαζε στην ζωή των τσελιγκάτων την φιλοσοφία του απλού, απορρίπτοντας το περιττό. Και να μην κτίζουν σπίτια. Έτσι, διέμεναν χειμώνα καλοκαίρι σε καλύβες θολωτές, τουρλωτές -περίπτωση Σαρακατσάνων- όπως τις λένε, που τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Κάθε τσελιγκάτο επιδίωκε να ενοικιάζει τον ίδιο βοσκότοπο, για να χρησιμοποιεί τις ίδιες καλύβες. Εκεί δημιουργούσε δικό του οικισμό κοντά στον βοσκότοπο του ποιμνίου του, αλλά σε αρκετή απόσταση από αυτόν για λόγους καθαριότητας. Κάθε τέτοιος οικισμός, αποτελούσε χωριστή οικιστική μονάδα, το κονάκι, όπως ονομάζεται. Κάθε κονάκι έπαιρνε το όνομα του εκάστοτε τσέλιγκα. Κονάκι ονομάζονταν και η οικογενειακή καλύβα κατοικίας. Κάθε οικογένεια που μετείχε στο τσελιγκάτο συντηρούσε δική της εστία, χωριστό νοικοκυριό και μόνη της έστηνε την δική της καλύβα. Με το στήσιμο δε του σκελετού της καλύβας έληγε ο ρόλος του άνδρα και αναλάμβανε η γυναίκα η οποία νωρίτερα είχε πάει στο δάσος να κόψει τις φυλλωσιές για να σκεπαστεί το κονάκι. Το κονάκι κατά κανόνα κατασκευάζονταν σε προσήλια, απάνεμα ισιώματα ή εδάφη με την μικρότερη δυνατή κλίση. Κάθε οικογένεια έστηνε δύο και τρείς καλύβες, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της. Ο τσέλιγκας και άλλα μέλη μπορούσαν να διατηρούν κάποια καλύβα για διασκεδάσεις, φιλοξενία κ.λπ. Συνεχίζοντας θα λέγαμε ότι η ζωή των κτηνοτρόφων ήταν τραχιά. Απαιτούσε κορμί γερό, νεύρα ατσαλένια και γαλήνη ψυχή, ιδίως από τις γυναίκες. Η γυναίκα αποτελούσε τον στυλοβάτη της ποιμενικής ζωής. Ανάμεσα στο ανδρόγυνο υπάρχει καταμερισμός της εργασίας. Η γυναίκα διευθύνει το νοικοκυριό , παρασκευάζει τα αποθέματα τροφίμων, μαγειρεύει, κεντάει, υφαίνει και ράβει τα ρούχα και τα εσώρουχα όλων, αρρένων και θηλέων, χωρίς να αναμιγνύεται ο άντρας. Αν κάποιος άντρας επιχειρήσει να βοηθήσει την γυναίκα του, αυτή θα τον εμποδίσει αμέσως, από φόβο μήπως θεωρηθεί ανάξια ή καχεκτική. Αντίθετα, η γυναίκα ξέρει όλες τις εργασίες των ανδρών και τις εκτελεί μάλιστα με τόση επιτηδειότητα, ώστε μπορεί να τον αντικαθιστά εξ ολοκλήρου στην βοσκή, στο κούρεμα και στο άρμεγμα προβάτων ή στην τυροκόμηση. Την αξία τους γυναίκες την δείχνουν και στην χειροτεχνία. Οι Σαρακατσάνες για παράδειγμα έχουν μείνει ανυπέρβλητες στην ύφανση, στο γνέσημο και στο κέντημα. Το μάλλινο δίμητο το υφαίνουν μόνο αυτές, και το δικό τους μάλλινο είναι μοναδικό. Ξεχωρίζει από το σκουτί που υφαίνουν όλες οι άλλες γυναίκες και είναι το μόνο μάλλινο που δεν χρειάζεται να υποβληθεί στην κατεργασία της νεροτριβής ή ντριστέλας, όπως είναι γνωστή στην ύπαιθρο. Και αυτό γιατί το σαρακατσάνικο δίμητο βγαίνει κατά την ύφανση «γινωμένο». Μερικά δε είδη ρουχισμού είναι όμοια για άνδρες και για γυναίκες εκφράζοντας κατά τον καλύτερο τρόπο την ισότητα των δύο φύλλων. Η κοντόκαπα π.χ. είναι ίδια για άνδρα και για γυναίκα. Τα τσαρούχια επίσης είναι τα ίδια. Ακόμα και η επιβλητική φούστα με τις πτυχές της αποτελεί αντιγραφή της φουστανέλας των ανδρών ή αντίστροφα. Λόγο της απομόνωσης οι κοινωνίες αυτές των τσελιγκάτων διατήρησαν αναλύοτα τα ήθη και τα έθιμα τους. Για παράδειγμα η Σαρακατσάνικη οικογένεια θεμελιώνεται πάντα με το γάμο. Η παράνομη συμβίωση ή όποιες άλλες μορφές σχέσεων είναι απαράδεκτες. Ένα σύστημα κανόνων και αρχών ρυθμίζουν τη δημιουργία της και την πορεία της. Εκτός από τους κανόνες του εκκλησιαστικού και του αστικού δικαίου, ο γάμος ρυθμίζεται από κανόνες του εθιμικού δικαίου όπως: α) Ο γάμος δεν επιτρέπεται παρά μόνο μεταξύ Σαρακατσαναίων. Κυρίως γάμος με άλλους νομάδες της χώρας, και μάλιστα Κουτσόβλαχους, απαγορεύεται αυστηρά. β) Απαγόρευση γάμου μεταξύ συγγενών. Η συγγένεια εξ αίματος από τον πατέρα απαγορεύει το γάμο μέχρι και τον όγδοο βαθμό ( τρίτα ξαδέρφια ). Η συγγένεια όμως από τη μητέρα δεν είναι κώλυμα γάμου παρά μόνο ως τον έκτο βαθμό, δηλαδή επιτρέπεται ο γάμος μετά την Τρίτη γενιά. Αυτό δείχνει ότι η πατρογονική συγγένεια θεωρείται ανώτερη από τη μητρογονική. γ) Ο γάμος από έρωτα αποκλείεται. Ένας δεοντολογικός κανόνας στους Σαρακατσαναίους βεβαιώνει ότι είναι αναξιοπρεπές να παντρεύεται κανείς σύμφωνα με τα αισθήματά του. Γιατί ο γάμος είναι υπόθεση των γονιών και όχι των ενδιαφερόμαενων. δ) Το διαζύγιο είναι άγνωστο στους Σαρακατσαναίους. Ένας δεύτερος γάμος σε περίπτωση θανάτου του ενός από τους συζύγους είναι ασύλληπτος. Οι σαρακατσάνισες όταν πήγαιναν σε κηδεία, έδεναν μία κόκκινη κλωστή σε γωνία χερομάτηλου ή στα μαλλιά τους από πρόληψη: να εμποδιστεί ο θάνατος και στις οικογένειές τους. Ενώ τραγουδούσαν τραγούδια της καθημερινής ζωής, αλλάζοντας, όμως σε λυπηρετό τον χαρούμενο τόνο τους. Η εκπαίδευση των νέων θα πρέπει να ήταν στοιχειώδης, ή να στηρίζονταν στην οικονομική ευρωστία της κάθε οικογένειας. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές ότι η εκπαίδευση των νέων γίνονταν το καλοκαίρι όταν το τσελιγκάτο ήταν στα πεδινά. Αλλά και ο τσέλιγκας δεν θα μπορούσε να χειρίζεται όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής των συνεργαζόμενων ομάδων με επιτυχία χωρίς να έχει την στοιχειώδης εκπαίδευση. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι γνώσεις μας, έως σήμερα για την ελληνική οικογένεια, εκτός από περιορισμένες, ήταν και αποσπασματικές. Για παράδειγμα αγνοούσαμε την παρουσία και την πολυτυπία της λεγόμενης πολυπύρηνης οικογένειας στον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο, ή είχαμε την άποψη ότι επρόκειτο για ένα σποραδικό και σπάνιο φαινόμενο που το συναντούσαμε συνήθως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές και κυρίως στους νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφους. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, γιατί την πολυπυρηνική οικογένεια την συναντούμε και σε περιοχές όπου η βασική απασχόληση δεν είναι ούτε η γεωργία ούτε και η κτηνοτροφία, π.χ. στα Μαστοχώρια της Κόνιτσας και άλλων περιοχών της Ηπείρου. Όπως και να έχει, η πολυπυρηνηκή οικογένεια στηρίζονταν ή συνδέονταν κυρίως με την νομαδική κτηνοτροφία που είδαμε συνοπτικά παραπάνω. Το φαινόμενο όμως αυτό «έπαψε να υπάρχει» μετά την αγροτική μεταρρύθμιση που ήταν μία μεγάλη τομή στην ελληνική αγροτική κοινωνία, όχι μόνο γιατί άλλαξε τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και γιατί επέφερε μια διαφορετική οργάνωση των αγροτικών κοινωνιών. Το τσιφλίκι διαλύθηκε και κατατμήθηκε σε πολλούς μικρούς κλήρους που δόθηκαν σε ακτήμονες. Ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να κρατήσει 300 στρέμματα γεωργικής γης και 1000 στρέμματα βοσκοτόπων. Το τσελιγκάτο δέχτηκε το πρώτο πλήγμα μετά την ίδρυση των βαλκανικών κρατών – εθνών (βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13), που όρθωσαν σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις των κοπαδιών. Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε το μεγαλύτερο πλήγμα, διότι με τη διάλυση των τσιφλικιών και το μοίρασμα της γης που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμη γι για βοσκή. Οι μετακινήσεις των ζώων δυσκόλεψαν, λόγω του ότι οι εκτάσεις που ήταν βοσκότοποι καλλιεργούνταν και τα περάσματα περιορίστηκαν, γεγονός που σε πολλές φορές έφερε σε αντιπαράθεση γεωργούς κι κτηνοτρόφους. Οι διαδρομές των ζώων περιορίστηκαν και σε αρκετές περιπτώσεις οι κτηνοτρόφοι είχαν πλέον δύο έδρες μία για το χυμένα και μία για το καλοκαίρι. Τα τσελιγκάτα σιγά – σιγά διαλύθηκαν και πολλοί νομάδες κτηνοτρόφοι εγκαταστάθηκαν προκειμένου να τους δοθεί γη από την αγροτική μεταρρύθμιση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην εξαφάνιση του τσελιγκάτου και τη μετεξέλιξη της νομαδικής κτηνοτροφίας σε ημινομαδική (δύο έδρες) και τη σημαντική συρρίκνωση της κτηνοτροφίας μικρών ζώων. Η πατριά επίσης διαλύθηκε στα μέλη της, που ήταν πολυπυρηνικές οικογένειες που την αποτελούσαν, διότι η κάθε οικογένεια ήταν ιδιοκτήτης πλέον μίας έκτασης γης. Η χωρική οικογένεια είναι ο σχηματισμός που ενισχύθηκε και επεκράτησε. Η αγροτική μεταρρύθμιση ουσιαστικά διέλυσε όλες τις μορφές κοινωνικό- οικονομικής οργάνωσης και ανέδειξε μια και μοναδική, αυτή της ατομιστικής οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης σε όλη την επικράτεια της χώρας, οι οποίες προήλθαν από τη διάλυση των άλλων μορφών: τσιφλίκι, τσελιγκάτο, πατριά, καθώς και νεοφερμένους ιδιοκτήτες, δηλαδή τους πρόσφυγες μετά τους πολέμους με την Τουρκία. Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε μια εντυπωσιακή ομοιομορφία στην ελληνική αγροτική κοινωνία, δεδομένο ότι ο μοναδικός σχηματισμός που υπήρχε πλέον στην ελληνική ύπαιθρο μετά τη δεκαετία του 1920 ήταν οι οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες σε τοπικό επίπεδο ήταν όμοιες.

[1] Όμηρος, Ιλιάδα, Δ 452

[1] Θανόπουλος Γ. κ.α., Αγροτική και ποιμενική ζωή, «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι» τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σ. 80

[1] Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Οθωμανούς για την έκτα­ση γης που μπορούσε να οργώσει ένα ζεύγος βοδιών σε μια μέρα. Ήδη το 1609 ή 1610, τότε που έγινε και η κωδικοποίηση φεουδα­λικών νόμων και διαταγμάτων από τον Αϊνί Αλή Μεουντιτζαντές, ο όρος ciftlik χρησιμοποιήθηκε για τα μεγάλα αγροκτήματα που προοδευτικά μετατρέπονταν σε οιονεί ατομικές ιδιοκτησίες «Traian Stoianovich, «Land Tenure and the Related Sectors of the Balkan Economy, 1600-IS00» Journal of Economic History, XIII (1953), σελ. 398-411», (ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ σ. 91)

[1] Το τσιφλίκι αποτελεί μία από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η μεγάλη φεουδαλική γαιοκτησία στην οθωμανική αυτοκρατορία. Χαρακτηριστικό που το διαφοροποιεί από τα ζιαμέτια ή τα τιμάρια είναι ο κληρονομικός του χαρακτήρας, αλλά και το ότι ο ιδιοκτήτης του δεν έχει πολιτική εξουσία επί του εδάφους που συγκροτεί το φέουδο (κάτι που, αντίθετα, συμβαίνει στα πασαλίκια, στην πιο κλασική μορφή της οθωμανικής φεουδαρχίας). Στην εσωτερική του δομή λειτουργεί όπως ακριβώς το κλασικό φέουδο: ο κάτοχος του εδάφους προσφέρει στον καλλιεργητή (κολλήγο) το έδαφος (κάποτε και τους σπόρους) και ο δεύτερος προσφέρει την εργασία του. (Μόσχου Δώρα, Η Οθωμανική κυριαρχία-τα τσιφλίκια-η διαπλοκή των αγροτικών κινημάτων με το Εθνικό ζήτημα μετά τον 17ο αιώνα, http://www.kke.gr/ergattajh/agrotes/kat_agr_kin/agr_kin_2.html)

[1] Νιτσιάκος Βασίλης., Λαογραφικά ετερόκλητα, Οδυσσέας, Αθήνα 1997, σ. 95

[1]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B9#.CE.A4.CF.83.CE.B5.CE.BB.CE.B9.CE.B3.CE.BA.CE.AC.CF.84.CE.BF

[1] Αρσενίου Λάζαρος, Τα τσελιγκάτα Σαρακατσάνων και Βλάχων, Έλλα, Λάρισα 2005, σ. 89

[1] Καλλιώρας Σ, Το τσελιγκάτο, http://clubs.pathfinder.gr/Kalliorasclub/351107

[1] Θανόπουλος Γ. κ.α., Αγροτική και ποιμενική ζωή, «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι» τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σ. 83

[1] Ζυγογιάννης Νίκος, Η κοινωνική μετεξέλιξη των Σαρακατσαναίων στον Ν. Φθιώτιδος, http://www.041.gr/sarakatsanoi/zygogiannis.htm

[1] Στή Σαρακατσάνικη κοινωνία, τά τσελιγκάτα, διακρίνουμε τήν πατριαρχική δομή παρ' όλο πού δέν λείπουν καί στοιχεία πού άφησε η πρωτογενής οργάνωση, η μητριαρχική κοινωνία, όπου κέντρο διευθύνσεως είναι η γυναίκα. Βασιλείος Μόλαρης, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ : Οι αρχαιότεροι Έλληνες; ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ ΛΑΟΣ, http://www.041.gr/sarakatsanoi/sarakatsanoi.htm

[1] Βασιλείος Μόλαρης, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ : Οι αρχαιότεροι Έλληνες; ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ ΛΑΟΣ, http://www.041.gr/sarakatsanoi/sarakatsanoi.htm

[1] Ζυγογιάννης Νίκος, ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ: ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, http://www.evrytanika.gr/0061-0080/issue0069/mythia.htm

[1] Αλεξάκης Ε., κ.α., οικογένεια, «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι» τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σ. 53-63

[1] «Και στον αγροτικό και τον αστικό χώρο παρατηρούμε να διατηρείται κάποια μορφή συνεργασίας μεταξύ παντρεμένων αδελφών, άσχετα από φύλο. Η συνεργασία αυτή παίρνει πολλές μορφές, ώστε να είναι λογικό να μιλάμε για «τροποποιημένη μορφή» πολυπυρηνικής οικογένειας» Αλεξάκης Ε., Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρινηκής οικογένειας, σελ. 54

[1] Κώστας Βεργόπουλος, Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας, 1975, σελ. 163-169.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξάκης Ε., κ.α., οικογένεια, «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι» τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002 Αρσενίου Λάζαρος, Τα τσελιγκάτα Σαρακατσάνων και Βλάχων, Έλλα, Λάρισα 2005 Βεργόπουλος Κώστας, Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας, 1975 Ζυγογιάννης Νίκος, Η κοινωνική μετεξέλιξη των Σαρακατσαναίων στον Ν. Φθιώτιδος, http://www.041.gr/sarakatsanoi/zygogiannis.htm Ζυγογιάννης Νίκος, ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ: ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, http://www.evrytanika.gr/0061-0080/issue0069/mythia.htm Θανόπουλος Γ. κ.α., Αγροτική και ποιμενική ζωή, «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι» τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2002 Καλλιώρας Σ, Το τσελιγκάτο, http://clubs.pathfinder.gr/Kalliorasclub/351107 Μόλαρης Βασιλείος, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ : Οι αρχαιότεροι Έλληνες; ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ ΛΑΟΣ, http://www.041.gr/sarakatsanoi/sarakatsanoi.htm Μόσχου Δώρα, Η Οθωμανική κυριαρχία-τα τσιφλίκια-η διαπλοκή των αγροτικών κινημάτων με το Εθνικό ζήτημα μετά τον 17ο αιώνα, http://www.kke.gr/ergattajh/agrotes/kat_agr_kin/agr_kin_2.html Νιτσιάκος Βασίλης., Λαογραφικά ετερόκλητα, Οδυσσέας, Αθήνα 1997 Όμηρος, Ιλιάδα Traian Stoianovich, «Land Tenure and the Related Sectors of the Balkan Economy, 1600-IS00» Journal of Economic History, XIII (1953) Εγκυκλοπαίδειες κ.λπ http://el.wikipedia.org ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...