Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Ν. 2251/1994 ''Προστασία των καταναλωτών''

ΝΟΜΟΣ 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α΄/ 16 Νοεµβρίου 1994)

Προστασία των καταναλωτών, όπως ισχύει µετά τις τροποποιήσεις του Ν. 2496/1997 (ΦΕΚ 87 Α΄), του Ν. 2741/1999 (ΦΕΚ Α-199), της κοινής υπουργικής απόφασης αριθ. Ζ1 – 496/7-12-2000 (ΦΕΚ 1545 Β΄/ 18-12-2000), του Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ 192 Α΄/21-8-2002), της κοινής υπουργικής απόφασης αριθ. Ζ1 – 659/14-10-2002 (ΦΕΚ 1373 Β΄/ 25-10-2002) και του Π... 301/2002 (ΦΕΚ Α΄ 267/4-11-2002)

Άρθρο 1 - Γενικές διατάξεις

1
Η Πολιτεία µεριµνά για τα συµφέροντα των καταναλωτών. 2. Η Πολιτεία µεριµνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, β) τα οικονοµικά τους συµφέροντα, γ) την οργάνωση τους σε ενώσεις καταναλωτών, δ) το δικαίωµα ακρόασής τους σε θέµατα που τους αφορούν και ε) την πληροφόρηση και επιµόρφωση τους σε καταναλωτικά θέµατα. 3. Οι διατάξεις που προστατεύουν τους καταναλωτές ισχύουν τόσο στον ιδιωτικό τοµέα όσο και για τις επιχειρήσεις οποιασδήποτε µορφής του δηµόσιου τοµέα και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης. 4. Κατά την έννοια αυτού του νόµου: α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και κάθε αποδέκτης του διαφηµιστικού µηνύµατος. β) Προµηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελµατικής ή επιχειρηµατικής του δραστηριότητας, προµηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ।ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ .ΙΚΑΙΟΥ

Άρθρο 2 - Γενικοί όροι των συναλλαγών - Καταχρηστικοί γενικοί όροι
1।
Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθµό µελλοντικών συµβάσεων (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσµεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύµβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προµηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγµατική γνώση του περιεχοµένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συµβάσεων και παρεποµένων συµφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3. Έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εµφανές µέρος του εγγράφου της σύµβασης. 4. Όροι που συµφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγµάτευση µεταξύ των συµβαλλοµένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους. 5. Κατά την ερµηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαµβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν µονοµερώς από τον προµηθευτή ή από τρίτο για λογαριασµό του προµηθευτή, σε περίπτωση αµφιβολίας ερµηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. Ειδικά, όταν ελέγχεται το περιεχόµενο του γενικού όρου συναλλαγών στο πλαίσιο των διαδικασιών της παρ. 9 του άρθρου 10 (συλλογική δικαστική προστασία) και της παρ. 3 του άρθρου 14 του παρόντος νόµου προτιµάται η δυσµενέστερη για τον καταναλωτή ερµηνευτική εκδοχή, εφόσον αυτή οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου. 6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσµα την διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωµατωµένου σε σύµβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύµβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύµβασης ή άλλης σύµβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. 7. Σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α) παρέχουν στον προµηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία υπερβολικά µεγάλη προθεσµία αποδοχής του πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύµβασης, β) περιορίζουν τις ανειληµµένες συµβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προµηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσµία καταγγελίας της σύµβασης υπερβολικά σύντοµη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά µακρά για τον προµηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύµβασης για χρονικό διάστηµα υπερβολικά µακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισµένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το δικαίωµα µονοµερούς τροποποίησης ή λύσης της σύµβασης χωρίς ορισµένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, στ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να καταγγείλει σύµβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσµία, ζ) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το δικαίωµα να κρίνει µονοµερώς αν η παροχή του είναι σύµφωνη µε τη σύµβαση, η) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το απεριόριστο δικαίωµα να ορίζει µονοµερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγµα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προµηθευτής ή στο συνηθισµένο προορισµό της, ι) επιτρέπουν στον προµηθευτή να µην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίµηµα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισµό του µε κριτήρια ειδικά καθορισµένα στη σύµβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προµηθευτή για κρυµµένα ελαττώµατα του πράγµατος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρµετρα την ευθύνη του προµηθευτή, Σελίδα 3 ιδ) προβλέπουν τη µετακύληση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προµηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να καταγγέλλει τη σύµβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόµη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύµβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώµατα του σε περίπτωση µη εκπλήρωσης ή πληµµελούς εκπλήρωσης της παροχής του προµηθευτή, ακόµη και αν τον προµηθευτή βαρύνει πταίσµα, ιη) εµποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύµβαση), όταν η αύξηση του τιµήµατος σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης είναι υπερβολική για αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόµιµη ευχέρεια του καταναλωτή να µην εκτελέσει τη σύµβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν µέρει την καταβολή του τιµήµατος, όταν ο προµηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε µε το τίµηµα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει µεταχρονολογηµένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προµηθευτή στη σχέση µε τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συµψηφισµό προς υποχρεώσεις του από τη σύµβαση οµοειδείς απαιτήσεις του κατά του προµηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισµένους όρους της σύµβασης ή την κατάσταση των προµηθευόµενων πραγµάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγµατικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά µεγάλο µέρος του τιµήµατος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύµβασης από τον προµηθευτή, µολονότι ο προµηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή µε βάση συγκεκριµένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προµηθευτή συνίσταται σε υπηρεσίες µε κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρµετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρµετρα τα αποδεικτικά του µέσα, Σελίδα 4 κη) περιορίζουν υπέρµετρα την προθεσµία, µέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προµηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προµηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προµηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγµατος και της προµήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση µη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρµετρη οικονοµική επιβάρυνση ή λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύµβαση στο φυσικό τους δικαστή µε την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας. 8. Ο προµηθευτής δεν µπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύµβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. 9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση όταν η σύµβαση µεταξύ προµηθευτή και καταναλωτή συνδέεται στενά µε την Ελλάδα ή άλλη χώρα του Ε.Ο.Χ., ανεξάρτητα από τη συµβατική επιλογή δικαίου χώρας εκτός Ε.Ο.Χ.. 10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και για κάθε όρο σύµβασης που δεν αποτέλεσε αντικείµενο ατοµικής διαπραγµάτευσης. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείµενο ατοµικής διαπραγµάτευσης, όταν ο καταναλωτής δεν µπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόµενό του. Το γεγονός ότι για ορισµένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν µεµονωµένο όρο υπήρξε ατοµική διαπραγµάτευση δεν αποκλείει την εφαρµογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύµβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύµβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατοµική διαπραγµάτευση φέρει ο προµηθευτής.

Άρθρο
3 - Συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος

1. Συµβάσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, που καταρτίζονται µε πρωτοβουλία του προµηθευτή χωρίς ρητή πρόσκληση από τον καταναλωτή ή µε επίσκεψη του προµηθευτή στον τόπο κατοικίας, διαµονής ή εργασίας του καταναλωτή ή σε χώρο επιλογής του προµηθευτή έξω από το εµπορικό κατάστηµά του, είναι άκυρες υπέρ του καταναλωτή, αν δεν καταρτισθούν µε έγγραφο στο οποίο να αναφέρονται: α) το όνοµα ή η επωνυµία και η πλήρης διεύθυνση του προµηθευτή και αυτού που συµβάλλεται στο όνοµα και για λογαριασµό του προµηθευτή. Η µνεία αριθµού ταχυδροµικής θυρίδας δεν αρκεί, β) η χρονολογία και η πλήρης διεύθυνση του τόπου κατάρτισης της σύµβασης, γ) η περιγραφή της φύσης και των χαρακτηριστικών των εµπορευµάτων ή υπηρεσιών, Σελίδα 5 δ) οι όροι εκτέλεσης της σύµβασης και ιδίως ο τρόπος και ο χρόνος παράδοσης των εµπορευµάτων ή παροχής των υπηρεσιών, ε) η ολική επιβάρυνση του καταναλωτή και οι όροι πληρωµής και ιδίως, σε περίπτωση πίστωσης του τιµήµατος ή πληρωµής µε δόσεις, το πραγµατικό επιτόκιο και το επιτρεπόµενο ανώτατο όριο επιτοκίου και στ) το κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου δικαίωµα υπαναχώρησης και, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγµα δήλωσης υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύµβαση. 2. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζονται και όταν η σύµβαση καταρτίστηκε έπειτα από ρητή πρόσκληση του προµηθευτή από τον καταναλωτή, έχει όµως αντικείµενο προϊόντα άλλα από εκείνα για τα οποία έγινε η πρόσκληση, εκτός αν ο καταναλωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι και τα άλλα αυτά προϊόντα περιλαµβάνονται στις εµπορικές δραστηριότητες του προµηθευτή ή αν τα προϊόντα αυτά σχετίζονται άµεσα µε τα προϊόντα για τα οποία έγινε η πρόσκληση. 3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρµόζονται και όταν ο καταναλωτής έχει υποβάλει προσφορά (πρόταση για κατάρτιση σύµβασης) υπό συνθήκες όµοιες µε εκείνες των προηγούµενων παραγράφων, ακόµη και αν δεν δεσµεύεται από την προσφορά του µέχρι την αποδοχή της από τον προµηθευτή. 4. Στις περιπτώσεις των προηγούµενων παραγράφων, ο καταναλωτής έχει δικαίωµα υπαναχώρησης, που ασκείται µε συστηµένη επιστολή µέσα σε δέκα (10) εργάσιµες ηµέρες από την παραλαβή του εγγράφου της σύµβασης ή από την τυχόν µεταγενέστερη παραλαβή του προϊόντος, εκτός αν στη σύµβαση προβλέπεται µακρότερη προθεσµία. Παραίτηση από το δικαίωµα αυτό είναι άκυρη. 5. Απαγορεύεται η είσπραξη όλου ή µέρους του τιµήµατος, ακόµη και µε µορφή αρραβώνα, εγγυοδοσίας, έκδοσης ή αποδοχής αξιόγραφων ή µε άλλη µορφή, κατά τη διάρκεια της προθεσµίας της προηγούµενης παραγράφου. 6. Ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση φύλαξης ή επιστροφής του προϊόντος που του έστειλε ο προµηθευτής για δοκιµή ή εξέταση ή ως δείγµα, εκτός αν το ζήτησε ο ίδιος ή αν συµφωνήθηκε διαφορετικά. 7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρµόζονται: α) Στις πωλήσεις µικροπωλητών χωρίς µόνιµη εγκατάσταση. β) Στις συµβάσεις για την κατασκευή, πώληση ή µίσθωση ακινήτων και στις συµβάσεις που αφορούν άλλα δικαιώµατα σχετικά µε ακίνητα. Εν τούτοις οι συµβάσεις προµήθειας αγαθών για την ενσωµάτωση τους σε ακίνητα ή οι συµβάσεις για την επισκευή ακινήτων εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής των διατάξεων αυτού του άρθρου. γ) Στις συµβάσεις για την προµήθεια τροφίµων, ποτών ή άλλων αγαθών, που προορίζονται για την τρέχουσα οικιακή κατανάλωση και τα οποία παραδίδουν κατ' οίκον διανοµείς σε τακτά ή συχνά διαστήµατα Σελίδα 6 δ) Στις συµβάσεις για την προµήθεια αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: i) η σύµβαση συνάπτεται βάσει καταλόγου του προµηθευτή, τον οποίο ο καταναλωτής είχε την ευκαιρία να συµβουλευθεί χωρίς να είναι παρών ο αντιπρόσωπος του προµηθευτή, ii) προβλέπεται η εξακολούθηση της επαφής ανάµεσα στον αντιπρόσωπο του προµηθευτή και στον καταναλωτή όσον αφορά τη συγκεκριµένη ή άλλη µεταγενέστερη συναλλαγή και iii) τόσο ο κατάλογος όσο και η σύµβαση πληροφορούν τον καταναλωτή ότι έχει το δικαίωµα να επιστρέψει τα αγαθά στον προµηθευτή µέσα σε χρονικό διάστηµα όχι µικρότερο των δέκα (10) ηµερών από την παραλαβή τους ή να λύσει τη σύµβαση µέσα σε αυτό το χρονικό διάστηµα, χωρίς να αναλαµβάνει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση, εκτός από µία εύλογη φροντίδα για τα αγαθά αυτά. ε) Στις ασφαλιστικές συµβάσεις και στ) Στις συµβάσεις µε αντικείµενο κινητές αξίες.

Άρθρο
4 - Σύµβαση από απόσταση

1. Σύµβαση από απόσταση, µε την έννοια αυτού του άρθρου, είναι κάθε σύµβαση που αφορά αγαθό ή υπηρεσία και συνάπτεται στο πλαίσιο ενός συστήµατος προµήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από απόσταση, που οργανώνεται από τον προµηθευτή χωρίς ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προµηθευτή και του καταναλωτή, µε τη χρησιµοποίηση τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση για τη διαβίβαση της πρότασης για σύναψη της σύµβασης και της αποδοχής. Μέσα τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση, µε την έννοια του άρθρου αυτού, είναι ιδίως τα έντυπα χωρίς παραλήπτη, τα έντυπα µε παραλήπτη, οι τυποποιηµένες επιστολές, τα διαφηµιστικά έντυπα µε στέλεχος παραγγελίας, οι κατάλογοι, το τηλέφωνο µε ή χωρίς ανθρώπινη παρέµβαση, το ραδιόφωνο, το εικονοτηλέφωνο, το βιντεοτέξτ (µικροϋπολογιστής και τηλεοπτική οθόνη) µε πληκτρολόγιο ή οθόνη αµφίδροµης επικοινωνίας, το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, η τηλεοµοιοτυπία και η τηλεόραση. 2. Σύµβαση από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν πριν από τη σύναψη σύµβασης ο καταναλωτής δεν ενηµερώθηκε µε τα µέσα της χρησιµοποιούµενης τεχνικής επικοινωνίας κατά τρόπο σαφή, τηρου µένων των αρχών της καλής πίστης κατά τις εµπορικές συναλλαγές, για τα ακόλουθα ιδίως στοιχεία: α) την ταυτότητα του προµηθευτή, β) τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του αγαθού ή της υπηρεσίας, γ) την τιµή, την ποσότητα και τις δαπάνες µεταφοράς, καθώς και το φόρο προστιθέµενης αξίας, εφόσον δεν περιλαµβάνεται στην τιµή, δ) τον τρόπο πληρωµής, παράδοσης και εκτέλεσης, ε) τη διάρκεια ισχύος της προσφοράς ή της τιµής, Σελίδα 7 στ) το δικαίωµα υπαναχώρησης, ζ) το κόστος χρησιµοποίησης του µέσου επικοινωνίας από απόσταση, όταν υπολογίζεται µε βάση άλλη εκτός των βασικών τιµολογίων, µε την επιφύλαξη της παρ. 3 του παρόντος άρθρου και η) ελάχιστη διάρκεια ισχύος της σύµβασης στην περίπτωση συµβάσεων για την προµήθεια αγαθών ή υπηρεσιών ποu επιτελείται διαρκώς ή περιοδικώς. Στην περίπτωση τηλεφωνικών επικοινωνιών, η ταυτότητα του προµηθευτή και ο εµπορικός σκοπός της κλήσης πρέπει να διευκρινίζονται σαφώς στην αρχή οποιασδήποτε συζήτησης µε τον καταναλωτή. 3. Ο καταναλωτής δεν επιβαρύνεται µε τις δαπάνες της επικοινωνίας από απόσταση για τη διαβίβαση της αποδοχής ή για την εκτέλεση της υπηρεσίας, εκτός αν αυτό αναφέρεται σαφώς στην πρόταση για σύναψη σύµβασης. 4. Απαγορεύεται να αποστέλλονται στον καταναλωτή αγαθά ή να παρέχονται υπηρεσίες χωρίς προηγούµενη παραγγελία εκ µέρους του όταν αυτός καλείται να τα αποκτήσει έναντι πληρωµής ή να τα επιστρέψει, έστω και χωρίς να καταβάλει τις δαπάνες αποστολής. Αν η αποστολή αυτή πραγµατοποιηθεί, ο καταναλωτής έχει το δικαίωµα να διαθέσει το αγαθό ή την υπηρεσία, κατά την κρίση του, χωρίς να οφείλει οποιοδήποτε τίµηµα, εκτός αν η αποστολή οφείλεται σε προφανές λάθος, οπότε το θέτει, για εύλογο χρόνο και εφόσον η φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας το επιτρέπει, στη διάθεση του προµηθευτή. Η παράλειψη απάντησης δεν ισοδυναµεί σε καµία περίπτωση µε συναίνεση. 5. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται όταν ο προµηθευτής αδυνατεί να παραδώσει το αγαθό ή να παράσχει την υπηρεσία που του παραγγέλθηκε, προµηθεύει όµως ισοδύναµο αγαθό ή παρέχει ισοδύναµη υπηρεσία της ίδιας ποιότητας και στην ίδια τιµή, γνωστοποιώντας εγγράφως στον καταναλωτή, ότι µπορεί να επιστρέψει το προϊόν ή την υπηρεσία υποκατάστασης, εάν δεν µείνει ικανοποιηµένος και ότι τα έξοδα επιστροφής βαρύνουν τον προµηθευτή. .εν εµπίπτει στις διατάξεις της προηγουµένης παραγράφου και η αποστολή δειγµάτων ή διαφηµιστικών δώρων. 6. Η χρησιµοποίηση των τεχνικών επικοινωνίας πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να µην προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή του καταναλωτή. Απαγορεύεται χωρίς τη συναίνεση του καταναλωτή η χρησιµοποίηση τεχνικών επικοινωνίας για την πρόταση σύναψης σύµβασης όπως τηλεφώνου, αυτόµατης κλήσης, τηλεοµοιοτυπίας (φαξ), ηλεκτρονικού ταχυδροµείου ή άλλου ηλεκτρονικού µέσου επικοινωνίας. 7. Απαγορεύεται η είσπραξη όλου ή µέρους του τιµήµατος, ακόµη και µε µορφή αρραβώνα, εγγύησης, έκδοσης ή αποδοχής αξιόγραφων ή άλλη µορφή, πριν από την παράδοση του προϊόντος ή την παροχή της υπηρεσίας. Σελίδα 8 8. Όταν δεν αναφέρεται προθεσµία εκτέλεσης στην πρόταση για σύναψη σύµβασης, η παροχή οφείλεται το αργότερο τριάντα (30) ηµέρες µετά τη λήψη της παραγγελίας από τον προµηθευτή. 9. Η σύµβαση από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν αυτός δεν λάβει σε εύθετο χρόνο, κατά την εκτέλεση της σύµβασης και το αργότερο κατά τη στιγµή της παράδοσης, όσον αφορά τα αγαθά, τα οποία δεν πρόκειται να παραδοθούν σε τρίτους, γραπτά και στη γλώσσα που χρησιµοποιήθηκε στην πρόταση σύναψης σύµβασης τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες: α) τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, β) την επωνυµία και τη διεύθυνση του πιο προσιτού για τον καταναλωτή καταστήµατος του προµηθευτή, γ) τον τρόπο καταβολής του τιµήµατος, περιλαµβανοµένων των όρων πίστωσης ή πληρωµής µε δόσεις, καθώς και τους όρους εξασφάλισης, δ) το δικαίωµα υπαναχώρησης και, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγµα δήλωσης υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύµβαση κατά την επόµενη παράγραφο, ε) πληροφορίες σχετικές µε την εξυπηρέτηση µετά την πώληση και τις υφιστάµενες εµπορικές εγγυήσεις και στ) τους όρους καταγγελίας της σύµβασης, όταν πρόκειται για σύµβαση αόριστου χρόνου ή διάρκειας µεγαλύτερης του ενός έτους. 10. Σε κάθε σύµβαση από απόσταση ο καταναλωτής έχει το δικαίωµα να υπαναχωρήσει αναιτιολογήτως µέσα σε δέκα (10) εργάσιµες ηµέρες από την ηµεροµηνία παραλαβής του αγαθού ή της υπηρεσίας, αν δεν συµφωνήθηκε µακρότερη προθεσµία, επιστρέφοντας το αγαθό στην αρχική του κατάσταση. Αποκλείεται η επιβάρυνσή του µε δαπάνη άλλη από τα έξοδα επιστροφής. Για την άσκηση του δικαιώµατος αυτού η προθεσµία των δέκα (10) ηµερών αρχίζει, για τα αγαθά, από την παραλαβή τους και, για τις υπηρεσίες, από την παραλαβή των εγγράφων που ενηµερώνουν τον καταναλωτή ότι έχει συναφθεί η σύµβαση. Στην περίπτωση που ο προµηθευτής δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9, η προθεσµία υπαναχώρησης είναι τρίµηνη. Εάν εντός της προθεσµίας των τριών µηνών παρασχεθούν οι εν λόγω πληροφορίες, ο καταναλωτής θα διαθέτει από τη στιγµή αυτή την προθεσµία υπαναχώρησης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης από τον καταναλωτή κατά τα ανωτέρω, ο προµηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά εντός τριάντα (30) ηµερών. Σελίδα 9 11. Στις περιπτώσεις που το τίµηµα καλύπτεται εν όλω ή εν µέρει από πίστωση η οποία χορηγείται στον καταναλωτή είτε από τον προµηθευτή είτε από τρίτον, δυνάµει συµφωνίας συναπτόµενης µεταξύ του τρίτου και του προµηθευτή, τότε, εφόσον ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωµα υπαναχώρησης από τη σύµβαση κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου, µπορεί να καταγγελθεί κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και η σύµβαση πίστωσης, χωρίς καταβολή αποζηµίωσης. Σε περίπτωση δόλιας χρήσης της κάρτας πληρωµής του καταναλωτή στο πλαίσιο σύµβασης από απόσταση ο καταναλωτής µπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πληρωµής κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και την επαναπίστωση για τα ποσά που έχουν καταβληθεί ή την επιστροφή των ποσών αυτών. 12. Η προσαγωγή της απόδειξης σχετικά µε την προηγούµενη ενηµέρωση, τη γραπτή επιβεβαίωση ή την τήρηση των προθεσµιών και τη συγκατάθεση του καταναλωτή βαρύνει τον προµηθευτή. Ρήτρες µε τις οποίες ο καταναλωτής παραιτείται από την άσκηση των δικαιωµάτων που αναφέρει το παρόν άρθρο ή ο προµηθευτής απαλλάσσεται των ευθυνών που απορρέουν από το παρόν άρθρο είναι άκυρες. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση όταν η σύµβαση µεταξύ προµηθευτή και ενός καταναλωτή συνδέεται στενά µε την Ελλάδα ή άλλο κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ανεξάρτητα από τη συµβατική επιλογή δικαίου τρίτης χώρας. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν µε την επιφύλαξη ειδικότερων κοινοτικών διατάξεων ή εναρµονισµένων προς αυτές εθνικών διατάξεων που διέπουν ορισµένους τύπους συµβάσεων από απόσταση ή ορισµένες πλευρές αυτών. 13. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρµόζονται: α) στους αυτόµατους διανοµείς, β) στους εµπορικούς χώρους αυτόµατης πώλησης, γ) στις συµβάσεις προµήθειας τροφίµων, ποτών ή άλλων αγαθών που προορίζονται για την τρέχουσα οικιακή κατανάλωση και τα οποία παραδίδουν κατ' οίκον διανοµείς σε τακτά ή συχνά διαστήµατα και δ) στις συµβάσεις παροχής υπηρεσιών µε κράτηση που έχουν ως αντικείµενο µεταφορείς, κατάλυµα, σίτιση και ψυχαγωγία. 14. α. Κάθε προµηθευτής, ο οποίος προτίθεται να συνάπτει συµβάσεις της παρ. 1 του παρόντος, υποχρεούται πριν από την έναρξη της δραστηριότητάς του αυτής να ζητήσει την καταχώρισή του στο ειδικό µητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Κανένας προµηθευτής δεν µπορεί να προτείνει τη σύναψη των ανωτέρω συµβάσεων, εάν εντός τριών (3) µηνών από τη δηµοσίευση του παρόντος δεν εγγραφεί στο µητρώο αυτό. Σελίδα 10 β. Η ανωτέρω καταχώριση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεώρηση των αναγκαίων φορολογικών βιβλίων και στοιχείων από την αρµόδια δηµόσια οικονοµική υπηρεσία και αποδεικνύεται µε βεβαίωση που χορηγείται από την αρµόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης. γ. Ο Υπουργός Ανάπτυξης µπορεί, µε αιτιολογηµένη απόφασή του να αρνείται για σοβαρούς λόγους την εγγραφή ή να προβαίνει σε εκτός των κυρώσεων των προβλεπόµενων στην παρ. 3 του άρθρου 14 του παρόντος, προσωρινή ή οριστική διαγραφή από το εν λόγω µητρώο, αν διαπιστωθεί παραβίαση από τον εν λόγω προµηθευτή των κειµένων διατάξεων. Η διαγραφή αυτή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη κατάργηση της σύµβασης, η δε απόφαση κοινοποιείται στην Ενωση Τραπεζών και στην αρµόδια δηµόσια οικονοµική υπηρεσία. δ. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις τήρησης του προαναφερθέντος µητρώου

Άρθρο 5 - Πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις

1. Σε κάθε πώληση ο προµηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς, στην ελληνική γλώσσα ή µε σύµβολα διεθνώς καθιερωµένα, σαφείς οδηγίες για την ασφαλή χρήση, διατήρηση, συντήρηση και πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος και ενηµέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση και διατήρηση του. Εξαιρούνται τα απλά κατά την κατασκευή, τη χρήση και τη συντήρηση προϊόντα. 2. Κατά την πώληση, ο προµηθευτής οφείλει να ενηµερώνει τον καταναλωτή για την πιθανή διάρκεια ζωής του προϊόντος. Πιθανή διάρκεια ζωής του προϊόντος είναι ο εύλογα αναµενόµενος χρόνος κατά τον οποίο το προϊόν θα µπορεί να χρησιµοποιείται σύµφωνα µε τον προορισµό του, έστω και έπειτα από επισκευή ή αντικατάσταση ανταλλακτικών, εωσότου η φθορά από την τακτική χρήση καταστήσει το προϊόν άχρηστο ή την περαιτέρω χρήση του οικονοµικά ασύµφορη. 3. Όταν παρέχεται εγγύηση στον καταναλωτή, ο προµηθευτής οφείλει να την παρέχει γραπτώς ή µε άλλο τεχνικό µέσο αποτύπωσης που µπορεί να είναι διαθέσιµο και προσιτό στον καταναλωτή. Σε περίπτωση προµήθειας καινουργών προϊόντων µε µακρά διάρκεια (διαρκή καταναλωτικά αγαθά), η παροχή γραπτής εγγύησης είναι υποχρεωτική. Η εγγύηση πρέπει να περιλαµβάνει µε απλή, ευανάγνωστη και κατανοητή διατύπωση στην ελληνική γλώσσα τουλάχιστον την επωνυµία και τη διεύθυνση του εγγυητή, το προϊόν στο οποίο αναφέρεται η εγγύηση, το ακριβές περιεχόµενό της, τη διάρκειά της, την τοπική έκταση ισχύος της, καθώς και τα δικαιώµατα που παρέχει το εφαρµοστέο δίκαιο. Η εγγύηση πρέπει να είναι σύµφωνη µε τους κανόνες της καλής πίστης και να µην αναιρείται από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων. Η διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση µε την πιθανή διάρκεια ζωής του προϊόντος. Ειδικά για τα προϊόντα τεχνολογίας αιχµής, η Σελίδα 11 διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση µε το χρόνο κατά τον οποίο αναµένεται ότι θα παραµένουν σύγχρονα από τεχνολογική άποψη, αν ο χρόνος αυτός είναι συντοµότερος από την πιθανή διάρκεια ζωής τους. 4. Η παράβαση των διατάξεων της προηγούµενης παραγράφου δεν θίγει το κύρος της εγγύησης, την οποία ο καταναλωτής µπορεί να επικαλεσθεί και να απαιτήσει την τήρησή της. Σε περίπτωση αντικατάστασης του προϊόντος ή ανταλλακτικού του, η εγγύηση αυτόµατα ανανεώνεται για όλη της τη διάρκεια ως προς το νέο προϊόν ή ανταλλακτικό. 5. Σε κάθε περίπτωση επιφυλάσσεται η εφαρµογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ευθύνη του πωλητή για πραγµατικά ελαττώµατα ή έλλειψη συνοµολογηµένων ιδιοτήτων. Εκ των προτέρων παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία του κατά τις διατάξεις αυτές είναι άκυρη. Σε διαφορά η οποία απορρέει από την πώληση καταναλωτικών αγαθών και φέρεται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το εφαρµοστέο σε αυτή δίκαιο, εφαρµόζονται πάντοτε οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου που διέπουν την πώληση καταναλωτικών αγαθών κατά την έκταση που παρέχουν µεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή. 6. Ο προµηθευτής καινουργών διαρκών καταναλωτικών αγαθών οφείλει να εξασφαλίζει στους καταναλωτές τη συνεχή παροχή τεχνικών υπηρεσιών για τη συντήρηση και επισκευή τους για χρονικό διάστηµα ίσο µε την πιθανή διάρκεια της ζωής τους. Επίσης, οφείλει να εξασφαλίζει στους καταναλωτές την ευχέρεια προµήθειας των ανταλλακτικών και άλλων τυχόν προϊόντων, που απαιτούνται για τη χρήση τους σύµφωνα µε τον προορισµό τους, για όλη την πιθανή διάρκεια της ζωής τους.

Άρθρο
6 - Ευθύνη του παραγωγού για ελαττωµατικά προϊόντα

1।
Προµηθευτής είναι και ο διαφηµιζόµενος. Προµηθευτής είναι επίσης και ο παραγωγός ως προς την ευθύνη του για ελαττωµατικά προϊόντα.
o παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζηµία που οφείλεται σε ελάττωµα του προϊόντος του. 2. .ς παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εµφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυµία, το σήµα ή άλλο διακριτικό του γνώρισµα. Προϊόντα µε την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται και τα κινητά πράγµατα που ενσωµατώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγµατα κινητά ή ακίνητα. Προϊόντα θεωρούνται επίσης οι φυσικές δυνάµεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύµα και η θερµότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισµένο χώρο. 3. Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηµατοδοτική ή απλή µίσθωση ή άλλης µορφής διανοµή στα πλαίσια της επαγγελµατικής εµπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός. 4. Όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προµηθευτής του προϊόντος θεωρείται για την εφαρµογή του νόµου αυτού παραγωγός, εκτός αν µέσα σε εύλογο χρόνο ενηµερώσει τον καταναλωτή για την Σελίδα 12 ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προµήθευσε το προϊόν. Το ίδιο ισχύει και για τον προµηθευτή προϊόντων εισαγωγής, όταν η ταυτότητα του εισαγωγέα είναι άγνωστη, έστω και αν η ταυτότητα του παραγωγού είναι γνωστή 5. Ελαττωµατικό κατά την έννοια αυτού του άρθρου είναι το προϊόν, αν δεν παρέχει την εύλογα αναµενόµενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εµφάνισης του, της εύλογα αναµενόµενης χρησιµοποίησης του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. .εν είναι ελαττωµατικό ένα προϊόν για µόνο το λόγο ότι µεταγενέστερα τέθηκε σε κυκλοφορία άλλο τελειότερο. 6. Στη ζηµία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαµβάνεται η ζηµία λόγω θανάτου ή σωµατικής βλάβης, καθώς και η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωµατικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωµατικό προϊόν, και µόνο για το ποσό της βλάβης ή καταστροφής άνω των 500 ευρώ, εφόσον κατά τη φύση του προοριζόταν και πραγµατικά χρησιµοποιήθηκε από το ζηµιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση. 7. Η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχική οδύνη λόγω θανάτου. 8. Ο παραγωγός δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι: α) δεν έθεσε το προϊόν σε κυκλοφορία, β) το ελάττωµα δεν υπήρχε όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, γ) δεν κατασκεύασε το προϊόν αποβλέποντας στη διανοµή του και δεν το διένειµε στα πλαίσια της επαγγελµατικής του δραστηριότητας, δ) το ελάττωµα οφείλεται στο ότι το προϊόν κατασκευάστηκε σύµφωνα µε κανόνες αναγκαστικού δικαίου θεσπισµένους από δηµόσια αρχή ή ε) όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, το επίπεδο επιστηµονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε τη διαπίστωση του ελαττώµατος. 9. Ο παραγωγός συστατικού δεν ευθύνεται και αν αποδείξει ότι το ελάττωµα οφείλεται στο σχεδιασµό του προϊόντος στο οποίο το συστατικό έχει ενσωµατωθεί ή στις οδηγίες που παρέσχε ο κατασκευαστής του προϊόντος, οπότε παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του προϊόντος στο οποίο ενσωµατώθηκε το συστατικό. 10. Εάν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζηµία, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του καταναλωτή και έχουν κατ' αλλήλων δικαίωµα αναγωγής αναλόγως προς τη συµµετοχή τους στην επέλευση της ζηµίας. 11. Η ευθύνη του παραγωγού δεν µειώνεται αν η ζηµία οφείλεται σωρευτικά τόσο σε ελάττωµα του προϊόντος όσο και σε πράξη ή παράλειψη τρίτου, µπορεί όµως εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών να µειωθεί ή και να αρθεί, όταν συντρέχει πταίσµα του ζηµιωθέντος ή προσώπου για το οποίο ευθύνεται ο ζηµιωθείς. Σελίδα 13 12. Κάθε συµφωνία περιορισµού ή απαλλαγής του παραγωγού από την ευθύνη του είναι άκυρη. 13. Οι αξιώσεις κατά του παραγωγού για ζηµίες παραγράφονται µετά τριετία αφότου ο ζηµιωθείς πληροφορήθηκε ή όφειλε να πληροφορηθεί τη ζηµία, το ελάττωµα και την ταυτότητα του παραγωγού Μετά δεκαετία από την κυκλοφορία του συγκεκριµένου προϊόντος επέρχεται απόσβεση των δικαιωµάτων του ζηµιωθέντος κατά του παραγωγού.

Άρθρο 7 - Υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών

1Οι προµηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά µόνο ασφαλή προϊόντα. 2. Ασφαλές θεωρείται ένα προϊόν όταν, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόµενες συνθήκες χρήσης, συµπεριλαµβανοµένης της διάρκειας χρήσης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει µόνο κινδύνους χαµηλού επιπέδου που συνδέονται µε τη χρήση του προϊόντος και θεωρούνται ως αποδεκτοί στα πλαίσια ενός υψηλού βαθµού προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων, λαµβανοµένων ιδίως υπόψη: α) των χαρακτηριστικών του προϊόντος, και ιδίως της σύνθεσής του, της συσκευασίας του, του τρόπου συναρµολόγησής του και της συντήρησής του, β) των επιπτώσεων που έχει το προϊόν αυτό σε άλλα, στην περίπτωση που είναι ευλόγως δυνατό να προβλεφθεί ότι τα προϊόντα αυτά θα χρησιµοποιηθούν µαζί, γ) της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήµανσής του, των τυχόν οδηγιών χρήσης του και του τρόπου διάθεσής του µετά τη χρήση του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας που προέρχεται από τον κατασκευαστή και δ) των κατηγοριών των καταναλωτών που αντιµετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο λόγω χρησιµοποίησης του προϊόντος, και ιδίως των παιδιών. 3. Μόνη η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθµού ασφάλειας ή προµήθειας άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν µικρότερο κίνδυνο, δεν συνιστά επαρκή λόγο για το χαρακτηρισµό ενός προϊόντος ως ανασφαλούς ή επικίνδυνου. 4. Οι προµηθευτές θεωρούνται ότι συµµορφώθηκαν µε την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων, όταν αυτά ανταποκρίνονται προς τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού δικαίου, καθώς και προς τα πρότυπα που έχουν θεσπιστεί για την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών. 5. Προϊόντα που, χρησιµοποιούµενα υπό κανονικές και δυνάµενες να προβλεφθούν συνθήκες, παρουσιάζουν σοβαρούς και άµεσους κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των καταναλωτών, δεσµεύονται προληπτικώς από την κατά περίπτωση αρµόδια αρχή Η απόσυρση, η διάθεση υπό προϋποθέσεις, η αποδέσµευση, η καταστροφή και γενικά η Σελίδα 14 τύχη των ανωτέρω προϊόντων ρυθµίζεται µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου ή του τυχόν άλλου αρµόδιου υπουργού.

Άρθρο 8 - Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες

1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζηµία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. .εν είναι υπηρεσία, µε την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άµεσο και αποκλειστικό αντικείµενο την κατασκευή προϊόντων ή τη µεταβίβαση εµπραγµάτων δικαιωµάτων ή δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας. .ς παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελµατικής δραστηριότητας. 3. Ο ζηµιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζηµία και την αιτιώδη συνάφεια µεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζηµίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίµηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαµβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώµενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείµενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση µε το βαθµό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική µορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζηµιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζηµιωθείς ανήκει σε κατηγορία µειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόµενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. 5. Μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή µεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα. 6. Οι διατάξεις για συνυπευθυνότητα, τη µείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγραφών 10, 11 και 12 του άρθρου 6 εφαρµόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες।

Άρθρο 9 - .Διαφήµιση

1. .ιαφήµιση κατά την έννοια του νόµου αυτού είναι κάθε ανακοίνωση που γίνεται στα πλαίσια εµπορικής, βιοµηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελµατικής δραστηριότητας µε στόχο την προώθηση της διάθεσης αγαθών ή υπηρεσιών. 2. Απαγορεύεται κάθε διαφήµιση το περιεχόµενο ή η µορφή της οποίας προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει πλάνη στα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέρχεται και, εξαιτίας της Σελίδα 15 πλάνης αυτής, µπορεί να επηρεάσει την οικονοµική τους συµπεριφορά (παραπλανητική διαφήµιση). 3. Για να κριθεί αν µία διαφήµιση είναι παραπλανητική, λαµβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της και ιδίως οι ενδείξεις σχετικά µε: α) τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του αγαθού ή της υπηρεσίας, όπως η διαθεσιµότητα, η φύση, η εκτέλεση, η σύνθεση, η µέθοδος και η ηµεροµηνία κατασκευής ή παροχής, η καταλληλότητα, οι χρήσεις, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εµπορική προέλευση και τα ιδιαίτερα γνωρίσµατα, τα επιστηµονικά ή τεχνολογικά δεδοµένα και τα αναµενόµενα από τη χρήση τους αποτελέσµατα ή τα αποτελέσµατα των δοκιµών ή ελέγχων, β) την τιµή, τον τρόπο διαµόρφωσής της και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, όπως οι όροι πληρωµής ή πίστωσης, παράδοσης, ανταλλαγής, επιστροφής, επισκευής, συντήρησης και εγγύησης και γ) την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα και τα δικαιώµατα του διαφηµιζοµένου, όπως η ταυτότητα και η περιουσία του, οι δεξιότητες και τα δικαιώµατα βιοµηχανικής, εµπορικής ή πνευµατικής ιδιοκτησίας, τα βραβεία και οι διακρίσεις του. 4. Παραπλανητική λογίζεται και κάθε διαφήµιση, όταν: α) η πειστικότητά της βασίζεται στη µαρτυρία προσώπων στα οποία αποδίδεται ανύπαρκτη επιστηµονική ιδιότητα, ειδικότητα ή αυθεντία ή τα οποία δεν έχουν επιτρέψει εγγράφως τη χρήση της µαρτυρίας τους στη διαφήµιση, β) η πειστικότητά της στηρίζεται στην ιδέα ότι η τεχνολογία ή η επιστήµη ορισµένης χώρας, άλλης από τη χώρα προέλευσης, είναι άµεσα ή έµµεσα δηλωτικές της ποιότητας των διαφηµιζόµενων προϊόντων, γ) εµφανίζεται µε τη µορφή δηµοσιογραφικής έρευνας, σχολίου ή επιστηµονικής ανακοίνωσης, χωρίς να δηλώνεται ρητά και ευδιάκριτα ότι πρόκειται για διαφήµιση, ή, δ) περιέχει επιστηµονικούς όρους ή ιδιωµατισµούς, αποτελέσµατα ερευνών ή περικοπές κειµένων επιστηµονικού ή τεχνικού χαρακτήρα µε σκοπό να προσδώσει στη διαφηµιστική ανακοίνωση επιστηµονική βάση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. 5. Απαγορεύεται κάθε διαφήµιση που προσβάλλει τα χρηστά ήθη (αθέµιτη διαφήµιση). 6. Αθέµιτη είναι ιδιαίτερα η διαφήµιση που: α) έχει στόχο ή ενδεχόµενο αποτέλεσµα την πρόκληση ή εκµετάλλευση αισθηµάτων φόβου, προλήψεων ή δεισιδαιµονιών ή την εξώθηση σε εγκληµατικές πράξεις, β) διακρίνει µειωτικά κοινωνικές οµάδες µε βάση το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, το θρήσκευµα, την εθνικότητα, την καταγωγή, τις πεποιθήσεις και τις φυσικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες, Σελίδα 16 γ) δηµιουργεί την εικόνα υπερβολικά δελεαστικής προσφοράς, ιδίως σε παιδιά, νέους και στις πιο ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσµού, δ) απευθύνει το διαφηµιστικό µήνυµα κατευθείαν στο υποσυνείδητο, χωρίς να αφήνει στο δέκτη του µηνύµατος τη δυνατότητα κριτικής ή ε) προβάλλει εµµέσως προϊόντα άλλα από εκείνα που αποτελούν το εµφανές περιεχόµενο του διαφηµιστικού µηνύµατος, χωρίς η προσβολή αυτή να αποτελεί νοηµατικά ουσιώδες και αναπόσπαστο τµήµα του. 7. Η ειδική νοµοθεσία της ραδιοτηλεόρασης µπορεί να προβλέπει και άλλες περιπτώσεις χαρακτηρισµού της ραδιοτηλεοπτικής διαφήµισης ως αθέµιτης για την προστασία της παιδικής ηλικίας και άλλων ευάλωτων στα ραδιοτηλεοπτικά µέσα µαζικής επικοινωνίας κατηγοριών του πληθυσµού. 8. Η διαφήµιση που προσδιορίζει άµεσα ή έµµεσα ή υπονοεί την ταυτότητα συγκεκριµένου ανταγωνιστή ή των αγαθών ή υπηρεσιών που εκείνος προσφέρει (συγκριτική διαφήµιση) επιτρέπεται εφόσον συγκρίνει µε αντικειµενικό τρόπο τα ουσιώδη, συναφή, επαληθεύσιµα και επιλεγµένα µε αµεροληψία χαρακτηριστικά ανταγωνιστικών αγαθών ή υπηρεσιών και: α) δεν είναι παραπλανητική, β) δεν προκαλεί σύγχυση στην αγορά µεταξύ του διαφηµιζοµένου και ενός ανταγωνιστή ή µεταξύ ανταγωνιστών του διαφηµιζοµένου ή µεταξύ των σηµάτων, άλλων διακριτικών γνωρισµάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφηµιζοµένου και ενός ανταγωνιστή ή περισσότερων ανταγωνιστών µεταξύ τους, γ) δεν είναι υποτιµητική, δυσφηµιστική ή περιφρονητική για έναν ανταγωνιστή ή για τα σήµατα, άλλα διακριτικά γνωρίσµατα, αγαθά, υπηρεσίες ή δραστηριότητές του, δ) δεν επιδιώκει κατά κύριο λόγο να επωφεληθεί από τη φήµη σήµατος ή άλλου διακριτικού γνωρίσµατος ανταγωνιστή, ε) για προϊόντα µε ονοµασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα µε την ίδια ονοµασία προέλευσης και στ) δεν παρουσιάζει ένα αγαθό ή µία υπηρεσία ως αποµίµηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήµα κατατεθέν ή εµπορική επωνυµία. 8α. Κάθε συγκριτική διαφήµιση που αναφέρεται σε ειδική προσφορά επιτρέπεται εφόσον επισηµαίνει µε σαφή τρόπο την ηµεροµηνία κατά την οποία λήγει η προσφορά ή, εφόσον χρειάζεται, ότι η ειδική προσφορά εξαρτάται από τη διαθεσιµότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Στην περίπτωση που η ειδική προσφορά δεν έχει αρχίσει ακόµη, πρέπει επίσης να επισηµαίνεται η ηµεροµηνία έναρξης της περιόδου κατά την οποία ισχύουν η ειδική τιµή ή άλλοι ειδικοί όροι. 9. Η µνεία ή αναπαραγωγή σε διαφηµίσεις των αποτελεσµάτων συγκριτικών δοκιµών για αγαθά ή υπηρεσίες, που έχουν διεξαχθεί από Σελίδα 17 τρίτους, επιτρέπεται µόνο µε την έγγραφη συναίνεση του υπεύθυνου για τη δοκιµή προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, ο διαφηµιζόµενος ευθύνεται για τη συγκριτική δοκιµή σαν αυτή να είχε διεξαχθεί από τον ίδιο ή υπό την καθοδήγηση του. 10. Η µετάδοση διαφηµιστικού µηνύµατος απευθείας στον καταναλωτή µέσω τηλεφώνου, τηλεοµοιοτυπίας (φαξ), ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, αυτόµατης κλήσης ή άλλου ηλεκτρονικού µέσου επικοινωνίας επιτρέπεται µόνο αν συναινεί ρητά ο καταναλωτής. 11. Ανεξάρτητα από τον περιορισµό της προηγούµενης παραγράφου, η µετάδοση διαφηµιστικού µηνύµατος απευθείας στον καταναλωτή µε οποιονδήποτε τρόπο άµεσης επικοινωνίας (άµεση διαφήµιση) επιτρέπεται µόνο αν ο προµηθευτής ή άλλος για λογαριασµό του προµηθευτή κάνει χρήση στοιχείων ή πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα του καταναλωτή που περιήλθαν σε γνώση του από προηγούµενες συναλλακτικές σχέσεις του µε τον καταναλωτή, από γενικά προσιτές πηγές, όπως κατάλογο ή άλλα δηµοσιευµένα στοιχεία, ή από άλλο φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, εφόσον ο καταναλωτής εγκρίνει ρητά τη µεταβίβαση των προσωπικών του στοιχείων για το σκοπό της άµεσης διαφήµισης. Ο διαφηµιστής είναι υποχρεωµένος να αναφέρει στον καταναλωτή τον τρόπο µε τον οποίο περιήλθαν σε γνώση του τα προσωπικά στοιχεία του καταναλωτή. 12. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 10 και 11, ο προµηθευτής οφείλει να διακόψει κάθε µορφή άµεσης διαφήµισης και να διαγράψει τα προσωπικά στοιχεία του καταναλωτή, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής. 13. Η άµεση διαφήµιση θα πρέπει να γίνεται µε τρόπο που να µην προσβάλλει την ιδιωτική ζωή του καταναλωτή. 14. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, µπορούν να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για τη διαφήµιση ειδικών κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών ώστε να εξασφαλίζεται η πραγµατική δυνατότητα του καταναλωτή να πληροφορείται τις τιµές και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και υπηρεσιών για να µπορεί να κρίνει την ποιότητα και την τιµή

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
- ΟΡΓΑΝ/ΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10 - Ενώσεις καταναλωτών - Συλλογικά µέσα προστασίας

1।
Οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωµατεία και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία των συµφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Εκπροσωπούν τους καταναλωτές στα όργανα στα οποία προβλέπεται η εκπροσώπηση καταναλωτών, ενηµερώνουν και συµβουλεύουν τους καταναλωτές, τους αντιπροσωπεύουν δικαστικά και εξώδικα και ασκούν συλλογικές αγωγές κατά τις διατάξεις του νόµου. 2. Μέλη της ένωσης καταναλωτών είναι φυσικά πρόσωπα. Για να συσταθεί ένωση καταναλωτών χρειάζονται εκατό τουλάχιστον πρόσωπα. Σε Σελίδα 18 δήµους ή κοινότητες µε πληθυσµό µέχρι τριών χιλιάδων κατοίκων αρκούν είκοσι πρόσωπα. Κανείς δεν επιτρέπεται να συµµετέχει σε περισσότερες από µία ενώσεις καταναλωτών. Οι εγγραφές πέρα της πρώτης είναι άκυρες. 3. Πόροι των ενώσεων καταναλωτών είναι αποκλειστικά: α) οι συνδροµές των µελών τους, β) οι συνδροµές και λοιπές εισπράξεις από τη διάθεση των εντύπων που εκδίδουν οι ενώσεις, γ) εισπράξεις από δηµόσιες εκδηλώσεις, δ) κρατική επιχορήγηση ή επιχορήγηση από τους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης και ε) επιχορήγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνών οργανισµών και διεθνών ενώσεων καταναλωτών. 4. Αποκλείεται η οποιασδήποτε άλλης µορφής ιδιωτική χρηµατοδότηση µε πράξη εν ζωή. Απαγορεύεται στις ενώσεις καταναλωτών οποιαδήποτε διαφήµιση επιχειρήσεων. 5. Οι ενώσεις καταναλωτών αποκτούν νοµική προσωπικότητα µε την εγγραφή τους στο µητρώο ενώσεων καταναλωτών. Εγγραφή στο βιβλίο σωµατείων δεν απαιτείται, οι διατάξεις όµως που το διέπουν εφαρµόζονται αναλόγως για το µητρώο ενώσεων καταναλωτών. 6. Σε κάθε νοµαρχία τηρείται µητρώο ενώσεων καταναλωτών του νοµού. Το µητρώο είναι δηµόσιο βιβλίο. Καθένας µπορεί να το συµβουλευτεί και να ζητήσει αντίγραφο ή πιστοποιητικό οποιασδήποτε εγγραφής του. Στο Υπουργείο Εµπορίου τηρείται συγκεντρωτικό µητρώο για όλες τις ενώσεις καταναλωτών της χώρας. Ο αριθµός µητρώου ενώσεων καταναλωτών εγγράφεται υποχρεωτικά στα έντυπα, στη σφραγίδα και στα έγγραφα των ενώσεων καταναλωτών. 7. Κάθε ένωση καταναλωτών έχει δικαίωµα να ζητεί και να λαµβάνει πληροφορίες για θέµατα που ανάγονται στα συµφέροντα του καταναλωτικού κοινού από τις δηµόσιες υπηρεσίες, τους δηµόσιους οργανισµούς, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και τις ανεξάρτητες επιτροπές που λειτουργούν στα πλαίσια της δηµόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. 8. Κάθε ένωση καταναλωτών νοµιµοποιείται να ζητεί για τα δικαιώµατα των µελών της ως καταναλωτών έννοµη προστασία, δικαστικώς ή διοικητικώς, οποιασδήποτε µορφής. Ιδίως νοµιµοποιείται να ασκεί αγωγή, αίτηση ασφαλιστικών µέτρων, αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά διοικητικών πράξεων και παράσταση πολιτικής αγωγής. Κάθε ένωση καταναλωτών δικαιούται να παρεµβαίνει προσθέτως σε εκκρεµείς δίκες µελών της για την υποστήριξη των δικαιωµάτων τους ως καταναλωτών. 9. Ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά µέλη και έχουν εγγραφεί στο µητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο Σελίδα 19 τουλάχιστον έτη µπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγής για την προστασία των γενικότερων συµφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Ιδίως µπορούν να ζητήσουν: α) Την παράλειψη παράνοµης συµπεριφοράς του προµηθευτή, ακόµη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται σε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόµου για τους γενικούς όρους των συναλλαγών (άρθρο 2), τις συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος (άρθρο 3) ή από απόσταση (άρθρο 4), την πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις (άρθρο 5 όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 3 του ν. 3043/2002, ΦΕΚ 192 Α'), την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωµατικά προϊόντα (άρθρο 6), την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών (άρθρο 7), την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8), τη διαφήµιση (άρθρο 9), των διατάξεων για την καταναλωτική πίστη (ΚΥΑ Φ1-983/91, ΦΕΚ Β' 172, όπως ισχύει), τα οργανωµένα ταξίδια και τις οργανωµένες διακοπές και περιηγήσεις (Π... 339/96, όπως ισχύει, ΦΕΚ 225, Α΄), τη διαφήµιση των φαρµάκων που προορίζονται για ανθρώπους (Υ6α/776/23.6.1993, ΦΕΚ Β' 536), τη χρονοµεριστική µίσθωση (Π... 182/99, όπως ισχύει, ΦΕΚ 171 Α΄), την ευθύνη του πωλητή για πραγµατικά ελαττώµατα και έλλειψη συνοµολογηµένων ιδιοτήτων (κεφάλαιο Α', άρθρα 1-4 του ν. 3043/2002, ΦΕΚ 192 Α΄) καθώς και των διατάξεων για την προσαρµογή της Ελληνικής νοµοθεσίας στην οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου 2000/31/ΕΚ σχετικά µε ορισµένες νοµικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εµπορίου, στην εσωτερική αγορά. Όταν η ως άνω παράνοµη συµπεριφορά εκδηλώνεται µετά από σύσταση ή υπόδειξη ενώσεων των προµηθευτών ή εφόσον οι ενώσεις των προµηθευτών προβαίνουν στην ως άνω συµπεριφορά, τότε µπορεί να ζητηθεί και από αυτές η παύση της. Μπορούν επίσης να ζητήσουν τη δέσµευση, την απόσυρση ή την καταστροφή ελαττωµατικών προϊόντων επικίνδυνων για την ασφάλεια ή την υγεία του κοινού, καθώς και τη λήψη µέτρων, όπως είναι η κατάλληλη δηµοσίευση του συνόλου ή µέρους της απόφασης, ή/και η δηµοσίευση επανορθωτικής δήλωσης, ώστε να εκλείψουν τα συνεχιζόµενα αποτελέσµατα της παράβασης. β) Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τον καθορισµό της χρηµατικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της έννοµης τάξης που συνιστά η παράνοµη συµπεριφορά, το µέγεθος της εναγόµενης επιχείρησης του προµηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης. γ) Τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων για την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους για παράλειψη ή χρηµατική ικανοποίηση µέχρι την έκδοση εκτελεστής απόφασης. Σε περίπτωση ελαττωµατικών προϊόντων επικίνδυνων για την ασφάλεια ή την υγεία του κοινού, µπορεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό µέτρο η δέσµευση των προϊόντων. Σελίδα 20 10. Συλλογική αγωγή κατά τις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου µπορούν να ασκήσουν από κοινού περισσότερες ενώσεις καταναλωτών ακόµη και αν καθεµιά από αυτές έχει µικρότερο αριθµό ενεργών µελών από το προβλεπόµενο κατώτατο όριο, αρκεί τα ενεργά µέλη όλων αθροιστικά των ενώσεων να υπερβαίνουν το όριο αυτό. Η συλλογική αγωγή ασκείται µε απόφαση του διοικητικού συµβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Ενεργά µέλη λογίζονται όσα έχουν εκπληρώσει τις ταµειακές τους υποχρεώσεις. Ο αριθµός αποδεικνύεται µε κοινή υπεύθυνη δήλωση των µελών του διοικητικού συµβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσµία έξι µηνών από την τελευταία εκδήλωση της παράνοµης συµπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. 11. Αποκλειστική αρµοδιότητα για την εκδίκαση συλλογικής αγωγής έχει το πολυµελές πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγοµένου. Όταν αντικείµενο της συλλογικής αγωγής είναι ραδιοτηλεοπτική διαφήµιση, αποκλειστικά αρµόδιο είναι το πολυµελές πρωτοδικείο της έδρας του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθµού. 12. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντοµότερη δυνατή δικάσιµο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση παράγει τα αποτελέσµατα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. 13. Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά την παράγραφο 9 αυτού του άρθρου παρέχεται µία µόνο φορά. Το επιδικαζόµενο ποσό διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς σχετικούς µε την προστασία του καταναλωτή. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, που εκδίδεται µετά γνώµη του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών, ρυθµίζεται ο τρόπος διάθεσης των επιδικαζόµενων ποσών. 14. Αν αίτηµα χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απορριφθεί τελεσίδικα ως προφανώς όλως αβάσιµο, ο εναγόµενος προµηθευτής µπορεί να ζητήσει µε αγωγή του αποζηµίωση από την ενάγουσα ένωση καταναλωτών και προσωπικά από τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον. 15. Τη συλλογική αγωγή της παραγράφου 9 µπορούν να ασκούν εναντίον των προµηθευτών και τα εµπορικά και βιοµηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελµατικά επιµελητήρια. Οι διατάξεις των παραγράφων 11 έως και 14 εφαρµόζονται αναλόγως. 16. Οι ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται αµοιβής από τα µέλη τους για ατοµικά ή συλλογικά µέσα προστασίας που τους παρέχουν. 17. Οι ενώσεις καταναλωτών ευθύνονται για την ακρίβεια των πληροφοριών που ανακοινώνουν προς ενηµέρωση του καταναλωτικού κοινού. 18. Η εκ µέρους ένωσης καταναλωτών ανακοίνωση στο καταναλωτικό κοινό επανειληµµένα αναληθών πληροφοριών αποτελεί λόγο έκπτωσης του διοικητικού της συµβουλίου. Την έκπτωση ζητούν, µέσα σε προθεσµία έξι µηνών από την τελευταία ανακοίνωση αναληθούς πληροφορίας, Σελίδα 21 οποιοδήποτε µέλος της ένωσης, οποιοσδήποτε βλάπτεται από την αναλήθεια και ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν κάνει δεκτή την αίτηση, διορίζει µε την ίδια απόφαση προσωρινό διοικητικό συµβούλιο. Τα µέλη που εκπίπτουν δεν είναι επανεκλόγιµα για µια τριετία από την έκπτωσή τους. Το διοικητικό συµβούλιο δεν εκπίπτει, εάν οι αναληθείς πληροφορίες ή ο τρόπος µετάδοσης τους είναι µικρής σηµασίας ή αν η αναλήθεια δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αµέλεια των µελών του. 19. Το δικαστήριο µπορεί να διατάξει τη διάλυση ένωσης καταναλωτών αν αυτή άσκησε κατ' επανάληψη αγωγές χρηµατικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που απορρίφθηκε τελεσίδικα ως προφανώς όλως αβάσιµες, εφόσον οι αγωγές αυτές ασκήθηκαν µε δόλο ή από βαριά αµέλεια Στην περίπτωση αυτήν, τη διάλυση ζητούν, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία ενός έτους από την τελεσιδικία της τελευταίας απορριπτικής απόφασης, ο προµηθευτής που υπήρξε εναγόµενος σε δίκη στην οποία εκδόθηκε τέτοια απορριπτική απόφαση ή ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως.

Άρθρο 11 - Φιλικός διακανονισµός καταναλωτικών διαφορών

1।
Σε κάθε νοµαρχία συνιστάται από τον αρµόδιο νοµάρχη, µέσα σε έξι µήνες από τη δηµοσίευση του νόµου αυτού, επιτροπή φιλικού διακανονισµού για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάµεσα σε προµηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών. 2. Η επιτροπή είναι τριµελής και αποτελείται από: α) Ένα δικηγόρο, µέλος του οικείου δικηγορικού συλλόγου, που ορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συµβούλιο του δικηγορικού συλλόγου, ως πρόεδρο. β) Έναν εκπρόσωπο του τοπικού εµπορικού και βιοµηχανικού επιµελητηρίου, που ορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συµβούλιο του επιµελητηρίου. Στους νοµούς, όπου υπάρχουν βιοτεχνικά και επαγγελµατικά επιµελητήρια, το διοικητικό τους συµβούλιο ορίζει επίσης έναν εκπρόσωπο µε τον αναπληρωτή του. Στη σύνθεση της επιτροπής µετέχει ο εκπρόσωπος του επιµελητηρίου που είναι υλικά αρµόδιο για τον προµηθευτή. Όπου είναι εφικτό, κάθε επιµελητήριο ορίζει ανά έναν εκπρόσωπο κάθε κλάδου της αγοράς µε τον αναπληρωτή του, ώστε αυτός να µετέχει στη συγκρότηση της επιτροπής όταν κρίνεται διαφορά που ανάγεται στη δραστηριότητα µέλους του στον αντίστοιχο κλάδο της αγοράς και γ) Έναν εκπρόσωπο των τοπικών ενώσεων καταναλωτών, που ορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, από τα διοικητικά συµβούλια των ενώσεων. Όπου τέτοιες ενώσεις δεν υπάρχουν, στην επιτροπή συµµετέχει ως τρίτο µέλος εκπρόσωπος του τοπικού εργατικού κέντρου, που ορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, από τη διοίκηση του κέντρου. Ο γραµµατέας της επιτροπής ορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, από το νοµάρχη, µεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας εµπορίου της νοµαρχίας. 3. Όπου ο αριθµός υποθέσεων ή οι ειδικές συνθήκες του νόµου το απαιτούν, µπορούν να συνιστώνται περισσότερες επιτροπές. Σελίδα 22 4. Τα µέλη των επιτροπών ορίζονται στην αρχή κάθε έτους µε ετήσια θητεία, η οποία µπορεί να ανανεώνεται απεριόριστα. Στα µέλη των επιτροπών φιλικού διακανονισµού δεν καταβάλλεται αποζηµίωση. 5 Αρµόδια είναι η επιτροπή του νοµού όπου εκτελέστηκε -ή συµφωνήθηκε να εκτελεστεί η παροχή του προµηθευτή στον καταναλωτή. 6. Οι υποθέσεις εισάγονται στην επιτροπή ύστερα από αίτηση του καταναλωτή ή της τοπικής ένωσης καταναλωτών. Οι υποθέσεις συζητούνται κατά τη σειρά που ορίζει ο πρόεδρος µέσα σε δεκαπέντε (15) το πολύ ηµέρες από την υποβολή της αίτησης και ύστερα από πρόσκληση των ενδιαφεροµένων πριν από πέντε (5) ηµέρες τουλάχιστον. Όταν οι ειδικές συνθήκες το απαιτούν, οι προθεσµίες αυτές µπορούν, µε απόφαση του προέδρου της επιτροπής, να παρατείνονται για πέντε (5) το πολύ ηµέρες. Οι ενδιαφερόµενοι µπορούν να εξουσιοδοτήσουν τρίτο, δικηγόρο ή µη, να τους εκπροσωπήσει στη διαδικασία. 7. Η επιτροπή κρίνει κατά το ισχύον δίκαιο. Συµπληρωµατικά λαµβάνονται υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Η επιτροπή µπορεί να ζητήσει πληροφορίες από δηµόσιες υπηρεσίες, δηµόσιους οργανισµούς, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, επιµελητήρια και επαγγελµατικούς συλλόγους. 8. Η επιτροπή κρίνει κατά πλειοψηφία και τα πορίσµατα της κοινοποιούνται µε έγγραφο στους ενδιαφεροµένους µέσα σε επτά (7) το πολύ ηµέρες από τη συζήτηση. Τα πορίσµατα της επιτροπής δεν υπόκεινται σε προσβολή, αναθεώρηση ή ανάκληση, δεν είναι εκτελεστά, δεν παράγουν δεδικασµένο και δεν αναστέλλουν ούτε επηρεάζουν την πορεία οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, µπορούν όµως να λαµβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων. 9. Τα πορίσµατα της επιτροπής αρχειοθετούνται στη νοµαρχία και καθένας µπορεί να λάβει γνώση και να ζητήσει αντίγραφο. 10. Με απόφαση του αρµόδιου νοµάρχη που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθµίζονται, όπου υπάρχει ανάγκη, οι τεχνικές λεπτοµέρειες εφαρµογής του άρθρου αυτού

Άρθρο
12 - Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών

1. Συστήνεται Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών ως συµβουλευτικό και γνωµοδοτικό όργανο του Υπουργού Εµπορίου. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών εκφράζει τις θέσεις των καταναλωτών για θέµατα προστασίας των καταναλωτών, υποβάλλει προτάσεις για την προώθηση των συµφερόντων τους και τη διασφάλιση των δικαιωµάτων τους και εκδίδει γνωµοδοτήσεις σε καταναλωτικά θέµατα και ιδίως για όλα τα νοµοσχέδια και τις διατάξεις που αφορούν τους καταναλωτές. 2. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών αποτελείται από: α) εννέα εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών, Σελίδα 23 β) δύο πρόσωπα µε ειδικευµένες γνώσεις σε θέµατα προστασίας καταναλωτή, γ) έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνοµοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, δ) έναν εκπρόσωπο της Ανώτατης .ιοικητικής Επιτροπής .ηµοσίων Υπαλλήλων, ε) έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Συνοµοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισµών, στ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης των Επιµελητηρίων, ζ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσµου Ελληνικών Βιοµηχανιών, η) έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Εµπορικών Συλλόγων, θ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης .ήµων και Κοινοτήτων Ελλάδας και ι) το διευθυντή της .ιεύθυνσης Τεχνικού Ελέγχου Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Εµπορίου. 3. Τα µέλη του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών διορίζονται µε τους αναπληρωτές τους ύστερα από πρόταση αντιπροσωπευτικών καταναλωτικών ενώσεων και λοιπών φορέων µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Η θητεία των µελών είναι τριετής. Η θητεία των τακτικών και αναπληρωµατικών µελών λήγει πριν από τη λήξη της τριετία λόγω θανάτου, παραίτησης ή διακοπής της συµµετοχής τους στο φορέα που εκπροσωπούν. 4. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών εκλέγει κάθε έτος, από τα µέλη του, ένα συντονιστή µαζί µε τον αναπληρωτή του. Χρέη γραµµατέα του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Εµπορίου που ορίζεται από τον Υπουργό. 5. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών εκδίδει τον κανονισµό λειτουργίας του που εγκρίνεται µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου. 6. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές το χρόνο. Στις συνεδριάσεις συµµετέχει ο Υπουργός Εµπορίου, αναπληρούµενος από το Γενικό Γραµµατέα. Εφόσον στις συνεδριάσεις του συζητούνται θέµατα που αφορούν και τις αρµοδιότητες άλλων υπουργών, µπορούν να συµµετάσχουν και αυτοί ή οι εκπρόσωποί τους. 7. Ο συντονιστής του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών ορίζει, σε συνεννόηση µε τον Υπουργό Εµπορίου, την ηµερήσια διάταξη. Ο συντονιστής καλεί τα µέλη εγγράφως και τους ανακοινώνει την ηµερήσια διάταξη. Ο συντονιστής µπορεί, σε συνεννόηση µε τον Υπουργό Εµπορίου, να καλεί στις συνεδριάσεις του Συµβουλίου και εκπροσώπους άλλων παραγωγικών τάξεων, ιδιώτες ή άλλα πρόσωπα, για να εκφράσουν γνώµη χωρίς ψήφο. Σελίδα 24 8. Το Συµβούλιο γνωµοδοτεί έγκυρα όταν κατά τη συζήτηση παρίσταται η πλειοψηφία των µελών του. Οι γνωµοδοτήσεις πρέπει να συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των παρόντων. Σε κάθε περίπτωση καταχωρίζονται και οι απόψεις της µειοψηφίας. 9. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών µπορεί να συνιστά επιτροπές µελών ή οµάδες εργασίας που θα υποβοηθούν το έργο του. 10. Η κάλυψη των δαπανών του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου. 11. Τα µέλη του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών και των επιτροπών της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου δεν αµείβονται για τη συµµετοχή τους στο Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών και στις πιο πάνω επιτροπές Τα µέλη που διαµένουν εκτός Αθηνών λαµβάνουν έξοδα κινήσεως.

Άρθρο 13 - Επιτροπή Προστασίας των Καταναλωτών των .ηµόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισµών

1. Συνιστάται Επιτροπή Προστασίας των Καταναλωτών των .ηµόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισµών. Η Επιτροπή συγκροτείται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονοµίας και Εµπορίου, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και απαρτίζεται από: α) το Γενικό Γραµµατέα του Υπουργείου Εµπορίου ως πρόεδρο, β) το .ιευθυντή της .ιεύθυνσης Επιχειρησιακού Σχεδιασµού .ηµόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισµών του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας, γ) δύο εκπροσώπους των καταναλωτών που προτείνονται από το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτών και δ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης .ήµων και Κοινοτήτων Ελλάδας που προτείνεται από αυτήν. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής συµµετέχει χωρίς ψήφο και εκπρόσωπος της δηµόσιας επιχείρησης ή οργανισµού που αφορά το υπό συζήτηση θέµα. 2. Η θητεία των µελών της Επιτροπής Προστασίας των Καταναλωτών των .ηµόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισµών είναι τριετής. Χρέη Γραµµατέα εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Εµπορίου που ορίζεται από τον Υπουργό. Οι λεπτοµέρειες λειτουργίας της Επιτροπής καθορίζονται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονοµίας και Εµπορίου που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. 3. Η Επιτροπή διατυπώνει προτάσεις και προβαίνει σε υποδείξεις προς τις δηµόσιες επιχειρήσεις και οργανισµούς για τη βελτίωση των προϊόντων και υπηρεσιών τους και τη διασφάλιση των δικαιωµάτων του καταναλωτή. Στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων της καλεί υποχρεωτικά ενώπιόν της εκπροσώπους των διοικήσεων των .ηµόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισµών να δώσουν εξηγήσεις σε παράπονα ή προβλήµατα που απασχολούν τους καταναλωτές. Οι .ηµόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισµοί υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή, όταν τους ζητηθεί, πληροφορίες, εξηγήσεις και κάθε είδους υποστήριξη που διευκολύνει το έργο της. Ο Υπουργός Εµπορίου, µε εισήγηση της Επιτροπής, µπορεί να επιβάλλει πρόστιµο έως δύο εκατοµµύρια (2.000.000) δραχµές σε οποιαδήποτε δηµόσια επιχείρηση ή οργανισµό παραλείπει να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή εξηγήσεις.

Άρθρο
14 - Μεταβατικές διατάξεις

1. Καταργούνται ο Ν 1961/1991 «Για την προστασία του καταναλωτή και άλλες διατάξεις», εκτός των άρθρων 51 και 53 έως 55, τα άρθρα 26 έως 29 του Ν 2000/1991 «Για την αποκρατικοποίηση, απλούστευση των διαδικασιών εκκαθάρισης, ενισχύσεως των κανόνων ανταγωνισµού και άλλες διατάξεις», καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόµου αυτού ή αναφέρεται σε θέµατα που ρυθµίζονται από αυτόν. 2. .εν θίγονται οι διατάξεις για τον αθέµιτο ανταγωνισµό. 3. Για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόµου από προµηθευτές επιβάλλεται από τον Υπουργό Εµπορίου πρόστιµο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) µέχρι είκοσι εκατοµµύρια (20.000.000) δρχ. Σε περίπτωση υποτροπής, το ανώτατο όριο προστίµου διπλασιάζεται. Σε περίπτωση επανειληµµένης υποτροπής, ο Υπουργός Εµπορίου, µετά από γνώµη του Εθνικού Συµβουλίου Καταναλωτών, µπορεί να διατάξει τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τµήµατος της για χρονικό διάστηµα µέχρις ενός έτους. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εµπορίου, Εθνικής Οικονοµίας, .ικαιοσύνης και του τυχόν κατά περίπτωση αρµόδιου υπουργού ρυθµίζονται τα της προσαρµογής και συµµόρφωσης προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισµούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρµόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέµατα κατανάλωσης και προστασίας του καταναλωτή. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούµενου εδαφίου µπορεί να λαµβάνεται και κάθε αναγκαίο συµπληρωµατικό µέτρο για την εφαρµογή των παραπάνω πράξεων. 5. Αν σε συγκεκριµένη περίπτωση οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή µεγαλύτερη προστασία από την ειδική ρύθµιση του νόµου αυτού, εφαρµόζονται οι κοινές διατάξεις. Εξαιρούνται οι διατάξεις που αφορούν παραγραφές και αποκλειστικές προθεσµίες. 6. Άτυποι κανόνες συµπεριφοράς επαγγελµατικών οργανώσεων, καθώς και άτυπα όργανα εφαρµογής των κανόνων αυτών ή επίλυσης καταναλωτικών διαφορών ειδικού χαρακτήρα δεν θίγονται από αυτόν το νόµο, έστω και αν ανάγονται σε θέµατα που αυτός ρυθµίζει, στο µέτρο που δεν αντίκεινται προς τις διατάξεις του. 7. Ενώσεις καταναλωτών, που εγγράφονται στο µητρώο του άρθρου 10 παρ. 6 µέσα σε δεκαοκτώ µήνες από την έναρξη της ισχύος του νόµου αυτού, ασκούν τις συλλογικές αγωγές του άρθρου 10 παρ. 9 και πριν από την παρέλευση διετίας από την εγγραφή τους στο µητρώο, εφόσον έχουν τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά µέλη. 8. Απαγορεύεται στους τηλεοπτικούς σταθµούς η µετάδοση διαφηµίσεων παιδικών παιχνιδιών µεταξύ της 7ης και της 22ης ώρας του εικοσιτετραώρου Για την εφαρµογή αυτής της διάταξης, οι τηλεοπτικοί σταθµοί λογίζονται ως προµηθευτές µε την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4.

Άρθρο 15 Η ισχύς του νόµου αυτού αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...