ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η σύγχρονη Αρχαιολογία κατατάσσεται στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στοχεύει στη συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος του ανθρώπου (πρόσφατου και απώτερου), μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου. Η μέθοδος αναφέρεται στις τεχνικές και στους κανόνες με τους οποίους ανακαλύπτεται και αναλύεται η υλική μαρτυρία. Η θεωρία θέτει το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται οι αρχαιολόγοι (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 84).
Η επιστήμη της Αρχαιολογίας διένυσε διάφορα εξελικτικά στάδια έως ότου λάβει τη σημερινή της μορφή. Το πρώτο ενδιαφέρον για τα κατάλοιπα του παρελθόντος εκδηλώθηκε τον 15ο αιώνα, από μία τάξη μορφωμένων, οι οποίοι μελέτησαν τη ρωμαϊκή και αρχαιοελληνική τέχνη και λογοτεχνία. Τον επόμενο αιώνα, κληρικοί, εύποροι αστοί και ευγενείς συγκέντρωναν ταξιδεύοντας, έργα τέχνης της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας. Εμφανίστηκαν, έτσι, οι πρώτες συλλογές. Το 17ο αιώνα τέθηκαν τα πρώτα επιστημονικά θεμέλια από τους αρχαιοδίφες, οι οποίοι όχι μόνο συνέλλεξαν, παρουσίασαν αλλά και επιχείρησαν να ερμηνεύσουν τα κατάλοιπα του παρελθόντος, ακολουθώντας συγκεκριμένη μεθοδολογία. Το 1685, ο Rodert Le Prevot διενήργησε την πρώτη συνειδητή ανασκαφή. Κατά τον 18ο αιώνα σημαντική, για την Αρχαιολογία, υπήρξε η προσφορά του Γ. Βίνκελμαν, ο οποίος θεωρείται ο θεμελιωτής της αρχαιολογικής επιστήμης. Ο Βίνκελμαν, μελετώντας τα έργα τέχνης, υιοθέτησε τις έννοιες «τεχνοτροπία» και «καλλιτεχνική εξέλιξη». Διατύπωσε δε την άποψη ότι η κάθε τεχνοτροπία ακολουθεί μία εξελικτική πορεία που περιγράφεται στο σχήμα: γένεση, ανάπτυξη, ακμή και παρακμή, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για τη χρονολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Όσο προχωράμε προς τον 19ο αιώνα, οι ανασκαφικές έρευνες εντατικοποιούνται και παράλληλα χτίζονται, στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μουσεία ικανά να φιλοξενήσουν την πληθώρα των ευρημάτων. Η Αρχαιολογία δέχεται την επιρροή των κινημάτων του ρομαντισμού και του θετικισμού. Ο ρομαντισμός έστρεψε το ενδιαφέρον στο παρελθόν, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό για τα εθνικά κράτη που σχηματίζονταν την περίοδο αυτή στην Ευρώπη. Το ενδιαφέρον των ερευνητών επεκτάθηκε από τα μεμονωμένα έργα τέχνης του παρελθόντος στο σύνολο της δομής και τις ιδεολογίας των αρχαίων κοινωνιών. Ο Θετικισμός εισήγαγε, στην Αρχαιολογία, την εξονυχιστική ανάλυση των υλικών καταλοίπων και την υιοθέτηση μεθόδων των πρακτικών επιστημών για την ερμηνεία τους.
Σήμερα η Αρχαιολογία έχει αναπτύξει τεχνολογικά εξελιγμένες μεθόδους, τόσο για την ανεύρεση, όσο και για την ερμηνεία και χρονολόγηση των ευρημάτων. Στο έργο της αυτό συνεπικουρείται από ένα πλήθος άλλων επιστημόνων, όπως χημικών, φυσικών, περιβαλλοντολόγων, εθνολόγων, πολιτισμολόγων, τοπογράφων κ.ά. ( Μανακίδου Ε. 2003, σελ. 20-53
Κλείνοντας την σύντομη εισήγηση και εξηγώντας το ζητούμενο της παρούσας εργασίας θα λέγαμε ότι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες που διαθέτουμε εξαρτώνται από ένα αριθμό σημαντικών παραγόντων: πρώτον, από το πώς έχουν επιδράσει σε αυτές οι άνθρωποι, παλιοί και σύγχρονοι (πολιτισμικές διαδικασίες σχηματισμού) ΄ δεύτερον, από το τι έχουν διατηρήσει ή καταστρέψει οι φυσικές συνθήκες, όπως το έδαφος και το κλήμα (φυσικές διαδικασίες σχηματισμού) ΄και, τρίτον, από την ικανότητα μας να εντοπίσουμε, ν΄ αναγνωρίσουμε, ν΄ αφαιρέσουμε και να συντηρήσουμε αυτές τις μαρτυρίες.
Η ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥΣ
Με τους όρους αρχαιολογική μαρτυρία ή αρχαίος υλικός πολιτισμός αναφερόμαστε σε όλα τα υλικά κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης δραστηριότητας. Όταν τα υλικά αυτά ανακαλύπτονται και καταγράφονται από τους αρχαιολόγους, θεωρούνται, πια, αρχαιολογικά δεδομένα. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορεί να είναι τέχνεργα, δηλαδή κινητά ανθρώπινα κατασκευάσματα, όπως εργαλεία ή όπλα. Μπορεί, ωστόσο, να είναι μη κινητές ανθρώπινες κατασκευές, όπως αυλάκια, πηγάδια, εστίες, βωμοί κ.α. ή αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως τάφοι, ναοί, ανάκτορα κλπ. Τέλος, μια άλλη κατηγορία υλικών καταλοίπων είναι τα κατάλοιπα χλωρίδας και πανίδας (οστά ζώων, κοχύλια, γύρη, σπόροι), τα εδάφη και τα ιζήματα (άμμος, πηλός), καθώς και τα μεταλλεύματα (Κουκουζέλη Αλ., 2003, σελ. 93-94).
Η αναγνώριση της ύπαρξης των παραγόντων που επιδρούν στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας περιπλέκει πολύ το έργο της κατανόησης και ερμηνείας της αρχαία ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση την αρχαιολογική μαρτυρία. Είναι, συνεπώς, σημαντικό οι αρχαιολόγοι να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες αυτούς και να είναι σε θέση να γνωρίζουν πως ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες διαμορφώθηκε η αρχαιολογική μαρτυρία.
Οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) οι πολιτισμικοί παράγοντες διάπλασης που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίοι της έδωσαν την πρώτη της μορφή και σχετίζονται με τα τρία κύρια στάδια στον κύκλο ζωής των τεχνέργων, κατασκευών κ.λπ. και είναι :
• κατασκευή – χρήση – απόρριψη,
• τελετουργικές δραστηριότητες,
• δραστηριότητες απόκρυψης
• δραστηριότητες ενταφιασμού των νεκρών.
β) οι πολιτισμική και περιβαλλοντικοί παράγοντες μετάπλασης, που έχουν να κάνουν με τους παράγοντες φθοράς και συντήρησης .
1) Σε ότι αφορά τους πολιτισμικούς παράγοντες μετάπλασης τους εντοπίζουμε στην ανθρώπινη δραστηριότητα (αρχαία ή σύγχρονη) και έχει να κάνει με την επαναχρησιμοποίηση ή διαταραχή των υλικών καταλοίπων στις πρωτογενείς τους αποθέσεις. Οι παράγοντες αυτοί είναι, όμως, επίσης σε θέση, αν και σπανιότερα, να ευνοήσουν τη συντήρηση της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Τους πολιτισμικούς παράγοντες μετάπλασης τους συνοψίζουμε:
Στους παράγοντες φθοράς:
• επαναχρησιμοποίηση των υλικών καταλοίπων
• διαταραχή των υλικών καταλοίπων
Στους παράγοντες συντήρησης :
• Περιπτώσεις μουμιοποίησης των νεκρών
• Περιπτώσεις εμπρησμού
2) Σε ότι αφορά τους περιβαλλοντικούς παράγοντες μετάπλασης, αυτούς τους εντοπίζουμε στην αλληλεπίδραση των αρχαιολογικών δεδομένων στο άμεσο περιβάλλον τους. Η σχέση αυτή μπορεί να προκαλέσει τη φθορά των αρχαιολογικών υλικών ή αντίθετα να οδηγήσει στη συντήρηση τους.
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες φθοράς της αρχαιολογικής μαρτυρίας διακρίνονται σε φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς:
Χημικοί: νερό, υγρασία, αλατούχα περιβάλλοντα, ηλιακή ακτινοβολία, όξινο περιβάλλον.
Φυσικοί: νερό εν κινήσει, ηλιακή θερμότητα, συχνή εναλλαγή υγρασίας και ξηρασίας, διαδοχική τήξη πάγου, δυνατός άνεμος.
Βιολογικοί: μικροοργανισμοί, δηλαδή μύκητες και βακτηρίδια, έντομα, θαλάσσιοι οργανισμοί, κ.λπ.
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συντήρησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας διακρίνονται σε χημικούς και φυσικούς:
Χημικοί:
• οξειδωμένος χαλκός και σίδηρος που βοηθούν τη συντήρηση των οργανικών καταλοίπων λόγω τις τοξικότητας τους.
• Ασβεστολιθικά πετρώματα και εδάφη που διατηρούν οστά και μέταλλα
• Αλατούχα εδάφη, αλάτι σε μεγάλες πυκνότητες, συνδυασμός άλατος και πετρελαίου που διατηρούν οργανικά κατάλοιπα.
Φυσικοί: Φωτιά, σπήλαια, ψυχρά περιβάλλοντα, λασπώδη νερά, έλη, βάλτοι, τέλματα ή βούρκοι, λάβα, στάχτη, ερμητικά κλεισμένοι χώροι κ.λπ.
Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο πολυσύνθετη είναι η φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας και πόσο ιδιάζοντες είναι οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στις διάφορες κατηγορίες των αρχαιολογικών δεδομένων, (Κουκουζέλη Αλ., 2003, σελ. 100-105).
ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ, ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΥΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Εξετάζοντας τις μεθοδολογικές πρακτικές της αρχαιολογικής έρευνας, θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι αυτή, στην ιδανική της μορφή, διανύει διάφορα στάδια. Αρχικά, διατυπώνεται το σχέδιο έρευνας. Στη συνέχεια γίνεται η προετοιμασία της έρευνας, η οποία συνίσταται στη εξεύρεση χρηματοδότη, στην κατάρτιση της ερευνητικής διεπιστημονικής ομάδας, στην προμήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού και στην εξασφάλιση αδειών για την πρόσβαση στον επιλεγμένο χώρο. Ακολουθεί η ανεύρεση, ταξινόμηση, ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων. Τέλος, η έρευνα ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση των επιστημονικών αποτελεσμάτων (Κουκουζέλη Αλ., 2003, σελ. 121-123).
Η αρχαιολογική έρευνα είναι έρευνα πεδίου και περιλαμβάνει τρία στάδια: του εντοπισμού των αρχαιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του υπό εξέταση χώρου, του καθορισμού των θέσεων και τέλος, της ανασκαφής. Μέχρι το 1960 η ανασκαφή θεωρούνταν η πιο σημαντική μορφή έρευνας. Σήμερα, τόσο ο εντοπισμός, όσο και ο καθορισμός των θέσεων θεωρούνται εξίσου σημαντικά στάδια, γιατί είναι γρήγορες και ανέξοδες μέθοδοι και συντελούν στη διάσωση των αρχαιολογικών θέσεων από το γοργό ρυθμό ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών. Ο εντοπισμός και ο καθορισμός των αρχαιολογικών θέσεων γίνεται με τρεις τρόπους: από τον αέρα και το διάστημα, με έρευνα επιφανείας και με έρευνα υπεδάφους, (Renfrew & Bahn, 2001, σελ. 69-114).
Α) Έρευνα από τον αέρα και το διάστημα
Η έρευνα από τον αέρα και το διάστημα περιλαμβάνει την αεροφωτογράφιση και την τηλεσκόπηση από εναέρια ραντάρ ή δορυφόρους. Η αεροφωτογράφιση, η οποία προηγείται της έρευνας επιφανείας, δίνει πανοραμική άποψη μιας εκτεταμένης γεωγραφικής περιοχής. Τα αρχαία κατάλοιπα, στην περιοχή, αποτυπώνονται ως σκιές, ως σημάδια εδάφους ή ως σημάδια βλάστησης. Η αεροφωτογράφιση, ωστόσο, υπόκειται σε περιορισμούς που επιβάλλουν οι καιρικές συνθήκες ή η πυκνή βλάστηση.
Η τηλεσκόπηση από εναέρια ραντάρ είναι πρόσφατη μέθοδος, που διενεργείται από ραντάρ τοποθετημένα σε αεροσκάφη ή διαστημόπλοια και δορυφόρους. Το πλεονέκτημα της μεθόδου έγκειται στη δυνατότητα τηλεσκόπησης κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές ή περιβαλλοντικές συνθήκες.
Είναι, δε, ιδιαίτερα χρήσιμη στην υποβρύχια Αρχαιολογία.
Η τηλεσκόπηση από δορυφόρους στηρίζεται στην εκπομπή υπέρυθρης ακτινοβολίας των συστατικών της γήινης επιφάνειας. Η ακτινοβολία μετατρέπεται σε φωτογραφική εικόνα, η οποία όμως δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής. Αυτό σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος και την ανακριβή κλίμακα των χαρτών που παράγει, την κατατάσσουν στις μη δημοφιλείς αρχαιολογικές μεθόδους (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 126-129)
Β) Έρευνα επιφανείας
Η έρευνα επιφανείας μπορεί να καλύψει μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή είτε αυτή είναι αστική είτε γεωργική και μάλιστα διαμέσου όλων των εποχών (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 130). Ο τρόπος με τον οποίο διενεργείται εξαρτάται από τους στόχους: ποια περιοχή θέλει να ερευνήσει, με τι κριτήρια (χρονολογικά ή γεωγραφικά) και ποιος θα είναι ο βαθμός έντασης (λιγότερο ή περισσότερο λεπτομερής έρευνα). Σύμφωνα με το βαθμό έντασης η έρευνα μπορεί να είναι εκτεταμένη, να καλύπτει, δηλαδή, μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκταση. Η εκτεταμένη έρευνα επιφανείας απαιτεί ένα μόνο αρχαιολόγο, ο οποίος περπατώντας εντοπίζει μόνο τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις.
Μετά το 1970 η Αρχαιολογία προτιμά την εντατική έρευνα επιφανείας, που διενεργείται από μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων, εκτείνεται σε μια μικρή έκταση και την ερευνά εξονυχιστικά. Στόχος της έρευνας επιφανείας είναι να εξετάσει όλη την επιλεγμένη περιοχή. Αυτό, ασφαλώς, αποτελεί ένα ιδιαίτερα δαπανηρό και χρονοβόρο εγχείρημα. Γι΄ αυτό, τις περισσότερες φορές επιλέγεται η δειγματοληψία για την εξέταση του χώρου. Η εντατική έρευνα επιφανείας θεωρείται, σήμερα, μια από τις πιο αξιόπιστες αρχαιολογικές μεθόδους έρευνας κι αυτό χάρη στη μεθοδολογική ακρίβεια που χρησιμοποιεί.
Γ) Έρευνα υπεδάφους
Η έρευνα υπεδάφους χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων. Δίνει στοιχεία για τη σχέση μεταξύ των ευρημάτων της επιφανείας και του υπεδάφους, αποσαφηνίζει τη μορφή και την έκταση των κρυμμένων θέσεων, αποκαθιστά το σχέδιο τους και πληροφορεί για την ανθρώπινη δραστηριότητα στη συγκεκριμένη θέση (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 141). Η έρευνα υπεδάφους χρησιμοποιεί γεωφυσικές, γεωχημικές και γεωτρητικές μεθόδους.
Στις γεωφυσικές μεθόδους εντοπίζονται, με τη βοήθεια ανιχνευτών συσκευών, ανωμαλίες που προξένησαν οι άνθρωποι σ΄ένα ομοιογενές υπέδαφος ή στο θαλάσσιο βυθό (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 142).
Οι γεωχημικές μέθοδοι υποβάλλουν δείγματα χώματος σε χημική ανάλυση, με σκοπό να προσδιοριστούν τα όρια μιας θέσης, οι περιοχές συμπύκνωσης κατοίκησης μέσα στη θέση και η λειτουργία της θέσης (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 144-145)
Η γεωτρητική μέθοδος ανευρίσκει αρχαιολογικά κατάλοιπα στο υπέδαφος, με τη βοήθεια μεταλλικών ράβδων ή γεωτρυπάνων.
Τέλος η αμφισβητούμενη τεχνική της ραβδοσκόπησης με λίγους οπαδούς.
Δ) Αρχαιολογική ανασκαφή
Η αρχαιολογική ανασκαφή θεωρείται η πιο αξιόπιστη μέθοδος ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων και στοχεύει στην αποκάλυψη της οριζόντιας αλλά και της κάθετης διάσταση μιας αρχαιολογικής θέσης αφαιρώντας τα επάλληλα οριζόντια στρώματα της θέσης αυτής (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 155). Πριν αρχίσει η ανασκαφή προηγείται μια προετοιμασία. Καταρτίζεται η ομάδα των επιστημόνων που θα πάρει μέρος και τίθεται ένας επικεφαλής. Σχεδιάζεται ένας γενικός κάνναβος σε όλη την επιφάνεια της αρχαιολογικής θέσης και γίνεται το τοπογραφικό της, που περιγράφει τα όρια της θέσης, τα χαρακτηριστικά της στοιχεία (ανθρωπογενή ή φυσικά), τα υψώματα που τυχόν περιέχει και την απόσταση της από την επιφάνεια της θάλασσας. (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 150)
Υπάρχουν δύο βασικά είδη ανασκαφών: οι σωστικές και οι συστηματικές. Οι σωστικές είναι οι πιο δημοφιλείς και γρήγορες, γι΄ αυτό και απαιτούν μεγάλη ικανότητα από τους αρχαιολόγους, ώστε να μπορέσουν να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ευρήματα. Γίνονται, δε, σε περιοχές όπου υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη. Οι συστηματικές ανασκαφές γίνονται σε περιοχές που δεν τις απειλούν καταστροφές, είναι αργές, δαπανηρές και καταγράφουν συστηματικά όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα. (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 148-149). Η αρχαιολογική ανασκαφή χρησιμοποιεί δύο μεθόδους: την κάθετη ή στρωματογραφική μέθοδο και την οριζόντια μέθοδο ή ανοικτού χώρου.
Σύμφωνα με την κάθετη μέθοδο, η περιοχή που πρόκειται να ανασκαφεί διαιρείται από έναν κάνναβο σε ισομεγέθη τετράγωνα και εγγράφεται στον γενικό κάνναβο της θέσης. Ανάμεσα στα τετράγωνα αφήνονται άσκαφες περιοχές, υπό μορφή διαδρόμων, ώστε να εξασφαλίζεται η άνετη κυκλοφορία των ερευνητών ανάμεσα στις σκαμμένες περιοχές. Στις γωνίες των τετραγώνων ή κατά μήκος των πλευρών τους, ανοίγονται μικρές τομές που δίνουν ενδείξεις σχετικές με τη σύσταση, το πάχος και τη διαδοχή των στρωμάτων, πριν αυτά αφαιρεθούν ολοσχερώς (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 152-152).
Η οριζόντια μέθοδος φέρνει στην επιφάνεια μεγάλα τμήματα της αρχαιολογικής θέσης κάνοντας μεγάλες, ορθογώνιες τομές, οι οποίες τοποθετούνται παράλληλα προς τον γενικό κάνναβο. Μ΄ αυτόν τον τρόπο τα στόματα αποκαλύπτονται πλήρως, χωρίς τη μεσολάβηση διαδρόμων.
Για να θεωρηθεί μια ανασκαφή αποτελεσματική, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η τήρηση ημερολογίων, στα οποία καταγράφεται η καθημερινή πρόοδος των εργασιών. Στο ίδιο ημερολόγιο προστίθεται το φωτογραφικό και σχεδιαστικό υλικό των στοιχείων που προκύπτουν. Η ανασκαφή φέρνει στο φως ένα μεγάλο αριθμό ευρημάτων, που είναι αδύνατον να επεξεργαστούν όλα. Επιλέγονται τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα, τα οποία καθορίζονται, μαρκάρονται με αύξοντα αριθμό, συντηρούνται όταν απαιτείται και είναι εφικτό, φωτογραφίζονται , καταχωρούνται σε κατάλογο και τέλος συσκευάζονται προσεκτικά, για να αποθηκευτούν με ασφάλεια σε ξηρό μέρος. Ο κατάλογος των ευρημάτων, τα ίδια τα κινητά ευρήματα, τα ημερολόγια της ανασκαφής, των φωτογραφιών ή των διαφανειών, καθώς και τα σχέδια της ανασκαφής συνθέτουν το γενικό αρχείο της, βάσει του οποίου γίνεται η τελική ανάλυση, ερμηνεία, ταξινόμηση και τελικά η δημοσίευση των αποτελεσμάτων (Κουκουζέλη Αλ. 2003, σελ. 163)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως είδαμε η αρχαιολογία, είναι η επιστήμη που φέρνει το σύγχρονο άνθρωπο σε επαφή με το παρελθόν του. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι η αρχαιολογία είναι μια καταστροφική επιστήμη. Υπό αυτή την έννοια και έχοντας ως βάση τα λάθη του παρελθόντος - μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα είχε τη μορφή θησαυροθηρίας, ψευδοαρχαιολογίας ή επιπόλαιης αρχαιολογίας- η σύγχρονη αρχαιολογία είναι υποχρεωμένη όχι μόνο να συνεργάζεται και με άλλες επιστήμες, -διεπιστημονική αρχαιολογική έρευνα-, αλλά και να πραγματοποιεί ανασκαφές, μόνο για να συμπληρώσει τα κενά του πολιτισμικού μας παρελθόντος και κατ΄ επέκταση την ανθρώπινη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου