Μερκούρης Δημήτρης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια η ελληνική γη ήταν σκεπασμένη από θάλασσα. Μέσα στο ασύλληπτο αυτό χρονικό διάστημα η γη είχε «παγωμένες» και «φλογερές» περιόδους. Αυτό συνέβαλλε στο να αλλάξει συνεχώς η γεωλογική μορφή της μέχρι σήμερα και θα αλλάζει συνεχώς και στο μέλλον ακολουθώντας το νόμο της αδιάκοπης μεταβολής.
Σήμερα διανύουμε τον τεταρτογενή γεωλογικό «αιώνα», που η αρχή του συμβατικά τοποθετείται κάπου στα 2.600.000 χρόνια πριν από μας. Οι ειδικοί δε διακρίνουν στον «αιώνα» αυτό δύο περιόδους: Το Πλειστόκαινο (2.600.000 – 10.000) και το Ολόκαινο (από το 10.000 και διαρκεί).
Οι γνώσεις μας σχετικά με την πανίδα και τη χλωρίδα δεν είναι δυνατό να προχωρήσουν πολύ στα βάθη των χιλιετηρίδων. Αλλά μπορούμε να κάνουμε μια προσέγγιση με βάση τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις. Έτσι συμπεραίνουμε ότι στην περιοχή της Αιγαϊδος ο φυτικός κόσμος ήταν τροπική βλάστηση κατά τις θερμές περιόδους του Πλειστόκαινου και βλάστηση στέπας ή τούνδρας κατά τις ψυχρές.
Ο «άνθρωπος» της εποχής στην οποία αναφερόμαστε συνυπήρχε με διάφορα ζώα, αλλά τρία ήταν τα βασικά γνωρίσματα που τον διαφοροποίησαν οριστικά και τον έκαναν κυρίαρχο στο ζωικό βασίλειο: η διποδία, δηλαδή η όρθια στάση, η αύξηση της χωρητικότητας της κρανιακής κοιλότητας και τέλος, η κατασκευή εργαλείων.
Αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι το πρώτο ανθρώπινο είδος που άφησε σημαντικό αριθμό τεχνέργων του στην Ελλάδα αφορούσε σε νεαντερντάλιους πληθυσμούς. Ανθρώπινες ομάδες που ανήκουν στο είδος Homo Neanderdalensis μετακινούμενες από την Αφρική διαμέσου της Μέσης και Εγγύς Ανατολής στην Ευρώπη πέρασαν και από την Ελλάδα. Τις ομάδες αυτές αποτελούσαν τροφοσυλλέκτες – κυνηγοί, οι οποίοι έδειχναν προτίμηση για εγκατάσταση σε περιοχές με άφθονο νερό, όπως για παράδειγμα κοντά σε ποτάμια ή λίμνες. Η αρχαιολογική έρευνα των ελληνικών σπηλαίων που ξεκίνησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τον Αυστριακό Α. Markovits και συνεχίζουν και σήμερα έχουν φέρει στο φως χρονολογικά αξιόπιστα ευρήματα, τα παλαιότερα από τα οποία χρονολογούνται στη Μέση Παλαιολιθική εποχή που φτάνει έως πριν από 30.000 χρόνια. Παλαιότερα ανθρώπινα κατάλοιπα έχουν βρεθεί στο σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική , οι απόλυτες χρονολογήσεις των οποίων έδωσαν ηλικία τουλάχιστον 240.000 ετών , και στο Απήδημα της Μάνης .
Με τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα συμπεραίνουμε ότι η κατοίκηση ήταν κυρίως σε σπήλαια, βραχοσκεπές και υπαίθριες θέσεις, οι οποίες διαμορφώνονταν ανάλογα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Σημαντικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης όπως προαναφέραμε αποτελούσε η γειτνίασή της με ποτάμια, έλη, λίμνες κλπ. Τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές είχαν συνήθως νοτιανατολικό προσανατολισμό, για να δέχονται τις ακτίνες του ηλίου, πηγή φωτός και ζεστασιάς. Οι κλιματολογικές συνθήκες έπαιζαν αναμφισβήτητα μεγάλο ρόλο στην επιλογή του χώρου κατοίκησης, καθώς και ο χαρακτήρας της εγκατάστασης, εάν δηλ. επρόκειτο για μόνιμες ή ημιμόνιμες θέσεις.
Παράδειγμα περιοδικής αλλά ταυτόχρονα και μόνιμης παλαιολιθικής εγκατάστασης είναι η βραχοσκεπή Μποΐλα στο Ν. Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε υψόμετρο 500 μ. περίπου, δίπλα στην αριστερή κοίτη του ποταμού Βοϊδομάτη . Οι μικρές της διαστάσεις (17x5 μ.) και ο βόρειος προσανατολισμός της δεν άφηναν πολλά περιθώρια για προστασία από τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρέθηκαν μέσα στη βραχοσκεπή (δύο εστίες που δείχνουν να χρησιμοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη, λίθινα εργαλειακά σύνολα και θραύσματα οστών ζώων), καταδεικνύει την εποχιακή κατοίκηση της βραχοσκεπής και την εξαιρετική σημασία της στο πλαίσιο του νομαδικού βίου των παλαιολιθικών ομάδων.
Πολλές πληροφορίες για την αρχιτεκτονική της Μεσολιθικής περιόδου αντλούμε από τον οικισμό του Μαρουλά της Κύθνου. Αναφερόμαστε σε καλύβες ή πρόχειρες κατασκευές που είχαν όμως τύχει ιδιαίτερης επιμέλειας στη διαμόρφωση του εσωτερικού τους. Στον χώρο αυτό έχουμε τριών ειδών κατασκευές: 1. κυκλικές κατασκευές με δάπεδο από πλακαρές πέτρες που οριοθετείτε κυκλικά από όρθια τοποθετημένες πέτρες, 2. λιθόστρωμα ελλειπτικού ή ακανόνιστου σχήματος και 3. μια περίπτωση κυκλικής ημιυπόγειας κατασκευής λαξευμένης σε μαλακό βράχο που διατηρούσε τρία επάλληλα δάπεδα και στηρίζονταν σε έναν κεντρικό πάσσαλο.
Η οικονομία της παλαιολιθικής εποχής βασίζεται στην άμεση εκμετάλλευση της φύσης και του περιβάλλοντα χώρου. Η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων και των πρώτων υλών μιας περιοχής είχε άμεση επίδραση τόσο στην εγκατάσταση των ομάδων των κυνηγών – συλλεκτών όσο και στις μετακινήσεις τους. Οι φυσικοί πόροι συγκεντρώνονται σε τρεις μεγάλες ομάδες: τις ζωικές, τις φυτικές και τις ορυκτές πρώτες ύλες, οι οποίες προμήθευαν τα απαραίτητα όχι μόνο για τη διατροφή αλλά και για άλλες ανάγκες, όπως η κατασκευή εργαλείων, η παραγωγή ενέργειας, η κατοίκηση, η ένδυση, η κόσμηση, η τέχνη. Οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών ήταν το κυνήγι, η καρποπερισυλλογή και η αλιεία. Καθοριστικό βέβαια ρόλο έπαιξε και η δυνατότητα παραγωγής και ο έλεγχος της φωτιάς.
Τα στοιχεία που αφορούν την κοινωνική οργάνωση είναι πολύ περιορισμένα. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. Η διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων, το ομαδικό κυνήγι και εν γένει η μετέπειτα συλλογική συμπεριφορά αποτελούσαν τις προτιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής οργάνωσης.
Ο θάνατος θεωρείτε ότι θα ήταν ένα γεγονός που θα συγκλόνιζε τον άνθρωπο της παλαιολιθικής εποχής για δύο λόγους: Πρώτα- Πρώτα δεν θα ήταν σε θέση να «ερμηνεύσει» το γεγονός δεδομένου ότι δεν είχε παρακολουθήσει τα ζώα να πεθαίνουν ΄ ήξερε να σκοτώνει και να σκοτώνεται. Είναι πολύ πιθανόν στην αρχή, στην παλαιολιθική εποχή, ο άνθρωπος να περνούσε το θάνατο σαν μια μορφή παρατεταμένου ύπνου. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που ο νεκρός τοποθετούνταν μέσα στη σπηλιά δίπλα από τη εστία με φωτιά με φαγητό και ελάχιστες πέτρες στα άκρα του σώματος. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο θάνατος συγκλόνιζε τον άνθρωπο, συνδέονταν με τις πρακτικές ανάγκες της καθημερινής ζωής: με το θάνατο ενός συντρόφου η θηρευτική – συλλεκτική ομάδα αδυνατούσε, πράγμα που δημιουργούσε προβλήματα .
Οι ταφικές πρακτικές της Μεσολιθικής περιόδου αλλάζουν αφού σύμφωνα με ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα βαθύτερα στρώματα του σπηλαίου των Γιούρων (μέσα 9ης χιλιετίας π.Χ.) δεν συνοδεύονταν από άλλα οστά και πιθανώς αποτελεί ένδειξη δευτερογενούς ταφής . Στο σπήλαιο δε του Φράγχθι βρέθηκαν ταφές στις οποίες περιλαμβάνονται και δύο καύσεις νεκρών στην είσοδο του σπηλαίου .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η Νεολιθική εποχή στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει μια αρκετά μεγάλη πολιτισμική περίοδο τριών και πλέων χιλιετιών. Ενώ σύμφωνα με τις γεωαρχαιολογικές έρευνες, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό και αυτό οφείλονταν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Όσο για το κλίμα, πρέπει να ήταν σαν το δικό μας.
Η είσοδος του ανθρώπου στην νεολιθική εποχή, δεν σημαίνει απλώς και μόνο την κατασκευή σχεδόν τέλειων επεξεργασμένων λίθινων και αργότερα χάλκινων αντικειμένων΄ σημαίνει κάτι πολύ πιο σημαντικό που δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους: με την μετάβαση του ανθρώπου από την Παλαιολιθική στη Νεολιθική εποχή σημειώνεται και η μετάβαση από το Θηρευτικό και Συλλεκτικό στο παραγωγικό στάδιο της ζωής του΄ τώρα ο άνθρωπος δεν εξαρτάται απόλυτα από το φυσικό περιβάλλον, αλλά επιβάλλεται σε αυτό, γιατί από συλλέκτης και κυνηγός γίνεται γεωργός και κτηνοτρόφος, δηλαδή γίνεται Παραγωγός. Η σημασία της παραγωγικής επανάστασης σε ότι αφορά την αλλαγή των ορών της ζωής του ανθρώπου συνάγεται και μόνο από το γεγονός ότι οι άλλες μεγάλες κατακτήσεις του έρχονται πολύ αργότερα με την ανακάλυψη της γραφής στην «Εγγύς Ανατολή» κάπου στα 5.000 π.Χ. και πολύ αργότερα το 19ο μ.Χ. με τη βιομηχανική επανάσταση.
Αυτός ο νέος τρόπος παραγωγής στηρίζεται πλέον σε σταθερές πηγές, γεγονός που επηρεάζει και την οργάνωση της συλλογικής ζωής. Για να διευκολύνονται στην καλλιέργεια, οι άνθρωποι σιγά- σιγά εφευρίσκουν διάφορα εργαλεία όπως, το αλέτρι για να οργώνουν τη γη. Οι νέες συνθήκες υλικής διαβίωσης έχουν συνέπεια οι άνθρωποι να εγκαταλείπουν τη νομαδική ζωή και να επιλέγουν την μόνιμη εγκατάσταση η οποία στην συνέχεα λόγω της αύξησης του πληθυσμού να δημιουργούν μικρούς οικισμούς.
Στον ελλαδικό οι μεταβολές της νεολιθικής περιόδου αρχίζουν να γίνονται ορατές γύρω στο 6.500 π.Χ. Νεολιθικοί οικισμοί έχουν εντοπιστεί σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, σε βραχώδης τοποθεσίες των νησιών, σε παρυφές ορεινών όγκων, σε σπήλαια, σε παραλιακές και παραλίμνιες περιοχές .
Ο πιο συνηθισμένος χώρος προϊστορικού οικισμού για τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας είναι ο τεχνητός λοφίσκος που ονομάζεται «τούμπα». Παράλληλα αναπτύσσεται ο επίπεδος οικισμός ο οποίος στη νότια Ελλάδα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. Λιμναίος οικισμός έχει ανασκαφεί στη θέση Δισπηλιό στην Καστοριά. Ξύλινοι πάσσαλοι στήριζαν ξύλινες πλατφόρμες στις οποίες στηρίζονταν τα σπίτια.
Στη βόρια Ελλάδα τα σπίτια των νεολιθικών οικισμών, κατά κανόνα, είναι κατασκευασμένα από κλαριά, λάσπη και στηρίζονται σε ξύλινο σκελετό. Στη Θεσσαλία και στην νότιο Ελλάδα αλλά και στα νησιά του Αιγαίου, τα σπίτια κατασκευάζονταν από πέτρες.
Από τους πληρέστερους ερευνημένους οικισμούς (π.χ. Σεκλού, Διμήνι, Μακρύγιαλος) προκύπτει ότι η έκταση τους κυμαίνονταν από μισό έως έξι στρέμματα. Ενώ οι πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες εκτιμάται ότι αριθμούσαν 100 έως 300 άτομα.
Η αύξηση της παραγωγής στις αρχές της Νεότερης νεολιθικής σημειώνει και την αύξηση του πληθυσμού με συνακόλουθες αλλαγές στον αριθμό και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών, καθώς και στην οικονομία. Στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια, μεγαρόσχημα και αψιδωτά κτήρια, ικανά να στεγάσουν πολυάνθρωπες οικογένειες. Οι εστίες και οι φούρνοι παύουν να είναι κοινόχρηστοι και κατασκευάζονται στο εσωτερικό των σπιτιών.
Η ενασχόληση με την γεωκτηνοτροφία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομίας κατά τη Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα. Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη, βρώμη) και όσπρια (φακή, μπιζέλια, κουκιά, φάβα, ρεβίθια). Παράλληλα καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την υφαντουργία.
Η κτηνοτροφία στηρίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Το κυνήγι και η αλιεία δεν εγκαταλείπονται, αλλά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της εποχής. Για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την προετοιμασία της τροφής (άλεσμα σιτηρών, τεμαχισμός κρέατος), αλλά και για παραγωγικές δραστηριότητες, όπως η κατεργασία ξύλου και δέρματος, η υφαντουργία, η ψαθοπλεκτική, η κεραμική κ.λ.π. χρησιμοποιούνται λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Αυτό ου δεν γνωρίζουμε είναι αν οι άνθρωποι είχαν ατομική ιδιοκτησία. Το πιο πιθανό είναι ότι η γη άνηκε συλλογικά στην κοινότητα.
Αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου αποτελεί η κεραμική, απαραίτητη για την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής. Η κεραμική είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη ενός νοικοκυριού. Στην επιφάνεια των αγγείων οι χρήστες εναποθέτουν τις καλλιτεχνικές εκφράσεις τους.
Κατά την Νεολιθική εποχή, βασική μονάδα της κοινωνίας είναι το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια που περιλαμβάνει τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες και τους άλλους κοντινούς συγγενείς. Τα μέλη της ζουν σε ένα ή σε περισσότερα γειτονικά σπίτια, τα οποία αποτελούν κοινά νοικοκυριά αφού μοιράζονται εστίες και φούρνους. Ενώ ο τρόπος παραγωγής είναι συλλογικός. Κατά τη Νεότερη νεολιθική λόγω της αύξησης της παραγωγής και της εξειδίκευσης των εργασιών σημειώνονται αλλαγές στην οργάνωση του οικισμού και της οικονομίας γενικότερα. Στην δόμηση των οικισμών βλέπουμε να χρησιμοποιούνται ορθογώνια, μεγαρόσχημα και αψιδωτά κτήρια, ενώ οι εστίες και οι φούρνοι κατασκευάζονται πλέων στο εσωτερικό των σπιτιών.
Η μελέτη του τρόπων ταφής των νεκρών , γενικός η φροντίδα γι΄αυτούς μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νεολιθικός άνθρωπος στην Ελλάδα χαρακτηρίζετε από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι στον ελλαδικό χώρο εντοπίστηκαν οι σπουδαιότεροι νεολιθικοί οικισμοί (Σέσκλο και Διμήνι Θεσσαλίας), των οποίων η οργάνωση και η εξέλιξη προσδιορίζεται από το τρίπτυχο: μόνιμη εγκατάσταση, γεωργία, κτηνοτροφία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Στις αρχές περίπου της 3ης χιλιετίας π.Χ. εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή στη ζωή των κατοίκων του Αιγαίου. Τότε για πρώτη φορά έχουμε εισαγωγή και χρήση του χαλκού. Τη μακρά αυτή, που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν συμβατικά εποχή χαλκού (3000/2800-1100 πΧ.), η πολιτισμική εξέλιξη δεν ήταν ενιαία σε όλες τις περιοχές του ελλάδικου χώρου. Η έρευνα έχει διακρίνει τους ακόλουθους πολιτισμούς: Α) του Βορειοανατολικού Αιγαίου, Β) τον κυκλαδικό, Γ) το μινωικό και Δ) τον ελλαδικό, ο οποίος εξελίχθηκε στη συνέχεια στο μυκηναϊκό πολιτισμό .
Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, δηλαδή της εποχής του χαλκού οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν, παρά τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, παρουσιάζουν ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηρίστηκα τα οποία καθορίστηκαν κυρίως από την οικονομική τους ανάπτυξη.
Στη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ. με κέντρα τα νησιά Λήμνο, Λέσβο, Θάσο, Σαμοθράκη αλλά μεμονωμένες θέσεις της Θράκης αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός που παρουσιάζει ομοιότητες με το λεγόμενο τρωικό πολιτισμό της βορειοδυτικής Μ. Ασίας. Τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού γνωρίζουμε καλύτερα από τη μελέτη των αρχαιολογικών δεδομένων της Πολιόχνης της Λήμνου.
Νοτιότερα κατά την 3η χιλιετία π.Χ., στα νησιά των Κυκλάδων αναπτύχθηκε άλλος εξίσου σημαντικός πολιτισμός ο οποίος ανατήχθηκε κυρίως λόγω των μικρών αποστάσεων μεταξύ των νησιών, αλλά και της γεωγραφικής τους θέσεις που ήταν στο κέντρο του Αιγαίου.
Σε όλα σχεδόν τα νησιά των Κυκλάδων η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως οικισμούς, όχι εκτεταμένους, της 3ης χιλιετίας π.Χ. Κάθε οικισμός φαίνεται ότι αναπτυσσόταν αυτόνομα και δεν υπήρχε κανέναν είδος κεντρικής εξουσίας. Αρχικά οι οικισμοί σχηματίζονται κοντά στη θάλασσα ή στα πρανή χαμηλών λόφων. Περίπου το 2300 π.Χ. ορισμένοι οικισμοί οχυρώνονται (Αγία Ειρήνη στην Κέα), ενώ άλλοι χτίζονται σε χαμηλούς λόφους μακριά από τη θάλασσα (Καστρί Σύρου). Στη 2η χιλιετία π.Χ. οι οικισμοί μεγαλώνουν, τα κτίρια είναι πιο σύνθετα και επιβλητικά. Ο πιο σωματικός οικισμός αυτής της εποχής είναι το Ακρωτήρι της Θήρας.
Η οικονομία βασίζεται σε τρεις άξονες: στην αγροτική παραγωγή (γεωργία και κτηνοτροφία), το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι συνδεμένη με τις προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο. Στα πρωτοαστικά αυτά κέντρα είναι εμφανής η ύπαρξη μιας πολιτικής-διοικητικής εξουσίας , που συντονίζει τα κοινοτικά έργα (οχυρώσεις, κοινοτικές αποθήκες,) και φροντίζει την τήρηση των άγραφων νόμων για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας, καθώς και μιας εύπορης τάξης εμπόρων-τεχνιτών (μεταλλουργών).
Νοτιότερα κατά την εποχή της μέσης Χαλκοκρατίας δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση του ανακτορικού συστήματος. Στην Μινωική Κρήτη έχουμε τις πρώτες κοινότητες που εξελίχθηκαν από αγροτικά χωριά σε βιοτεχνικά αστικά κέντρα με ιεραρχημένες κοινωνίες και ανακτορικές μορφές διοίκησης.
Η οικοδόμηση των μεγάλων ανακτόρων αντικατοπτρίζει μια νέα πολιτική δομή, μια συγκεντρωτική μορφή εξουσίας, φορέας της οποίας είναι ο βασιλιάς. Στα ανακτορικά κέντρα είχε την έδρα της μια ισχυρή γραφειοκρατία, που ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο σε ολόκληρη την επικράτεια. Επικουρικά προς το ρόλο των μεγάλων ανακτόρων φαίνεται ότι λειτουργούσαν και οι κατοικίες των τοπαρχών, οι ονομαζόμενες «επαύλεις», έδρες διοικητικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο για τον έλεγχο της γεωργικής παραγωγής, της βιοτεχνίας και του εμπορίου .
Το γεγονός της ύπαρξης ανακτόρων και μεγάλων οικιστικών μονάδων μαρτυρεί και την κοινωνική διαστρωμάτωση και ιεραρχία. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας τοποθετούνταν ο βασιλιάς και τα μέλη της οικογένειας του. Ακολουθεί η αριστοκρατία, την οποία αποτελούν οι αξιωματούχοι που νέμονται ένα μέρος της διοίκησης, οικονομικής και θρησκευτικής εξουσίας. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες και, γενικότερα, όσοι αντλούν τη δύναμη τους από βιοτεχνικές, εμπορικές και άλλες συναφείς δραστηριότητες συγκροτούν ένα ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα, μεταξύ της αριστοκρατίας και του λαού. Το εμπόριο, Μινωική Κρήτη ήλθε σε επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής αλλά και τα παράλια της Μ. Ασίας, τις Κυκλάδες και την ηπειρωτική Ελλάδα, και δημιούργησε μια μονιμότερη επαφή με την ανατολική μεσογειακή λεκάνη, μέσω της οποίας και υπό την επίδραση της διοχετεύτηκαν πολιτισμικά επιτεύγματα της Ανατολής, όπως η γραφή, στον Αιγαιακό χώρο. Αυτό, σε συνδυασμό με τα επιτεύγματα του ελλαδικού πολιτισμού, οδήγησαν αργότερα στην ανάπτυξη του ελλαδικού - μυκηναϊκού πολιτισμού.
Οι ερευνητές ονόμασαν ελλαδικό τον πολιτισμό που διαμορφώθηκε στην υπηρωτική χώρα την εποχή του χαλκού. Η επιστημονική έρευνα διαπίστωσε ότι στις αρχές της εποχής του χαλκού συνέβησαν δημογραφικές μεταβολές, μετακινήσεις πληθυσμών. Οι νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν κοντά στη θάλασσα ή πάνω σε χαμηλούς λόφους. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του οικισμού της Λέρνας στην Αργολίδα. Η συγκρότηση των περισσότερων οικισμών και τα αρχαιολογικά ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι οικισμοί αυτοί και οι κοινωνίες που τους διαμόρφωσαν βρίσκονταν σε στάδιο προαστιακής οργάνωσης. Στο στάδιο αυτό διαπιστώθηκαν κάποιοι νεωτερισμοί, όπως εξειδίκευση στην εργασία, ανάπτυξη της τεχνολογίας, διεύρυνση των ανταλλαγών κεντρική οργάνωση κλπ. Οι πόροι πλέων δεν προέρχονταν μόνο από την γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά και από την ναυσιπλοΐα που έχει σαν αποτέλεσμα την μεγάλη συσσώρευση γνώσεων και οικονομικών πόρων Προχωρώντας προς την 2η χιλιετία π.Χ., τα αρχαιολογικά ευρήματα μας δείχνουν μια πολιτισμική στασιμότητα, δεν υπάρχει το πλεόνασμα και οι οικισμοί αυτή την περίοδο παρουσιάζουν έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού. Ωστόσο, στην ύστερη φάση αυτής της περιόδου διαπιστώνουμε επαφές με την Κρήτη. Η οικονομική αυτή ανάκαμψη διαμόρφωσε τον πρώτο ελληνικό πολιτισμό, το ονομαζόμενο μυκηναϊκό πολιτισμό (1600-1100 π.Χ.) ο οποίος μετέτρεψε τις γεωκτηνοτροφικές κοινότητες σε ανακτορικά κέντρα στον χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι καλύτερα ερευνημένες ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μέσα στον περίβολο των οποίων είχαν χτιστεί σημαντικά κτήρια, μαρτυρούν ότι οι ακροπόλεις φιλοξενούσαν τις διοικητικές έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων .
Στα ψηλότερα σημεία των ακροπόλεων ήταν χτισμένα τα ανάκτορα των ηγεμόνων. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα συγγενεύουν αρκετά με τα μινωικά, όσον αφορά την αρχική τους σύλληψη. Οι λειτουργικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν ήταν οι ίδιες, δηλαδή έπρεπε να περικλείουν τα ιδιωτικά διαμερίσματα των ηγεμόνων, καθώς επίσης και εργαστήρια, αποθήκες και τόπους υποδοχής του κοινού. Κοινά στοιχεία με τα μινωικά ανάκτορα παρατηρούνται επίσης στην πολυτελή εσωτερική διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε τοιχογραφημένο διάκοσμο και λίθινες επενδύσεις. Ο σχεδιασμός τους όμως δε θυμίζει καθόλου την πολυπλοκότητα και την έκταση των μινωικών ανακτόρων. Τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν απλούστερα κτίσματα περιορισμένης έκτασης, δομημένα γύρω από ένα κεντρικό μέγαρο, το οποίο αποτελούσε ένα προγενέστερο στοιχείο της ελλαδικής αρχιτεκτονικής.
Η ποικιλία και η πολυτέλεια των ταφικών ευρημάτων αυτής της περιόδου δείχνουν την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στα οποία είχε αρχίσει ήδη να ξεχωρίζει μια ισχυρή ηγετική τάξη. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι ο θεσμός της βασιλείας, η οριστική μορφή του οποίου είναι γνωστή από τα μυκηναϊκά κείμενα, είχε μάλλον διαμορφωθεί ήδη από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Ο σχηματισμός της πολιτικής ηγεσίας φαίνεται ότι είχε και ένα ιδεολογικό υπόβαθρο• το κύρος και η ισχύς των βασιλέων απέρρεε από τη συγγένειά τους με μια παλαιότερη ηγετική κάστα, η οποία είχε στο μεταξύ ηρωοποιηθεί .
Οι υπήκοοι των μυκηναϊκών βασιλείων κατοικούσαν σε μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν στους πρόποδες των ακροπόλεων, στις γύρω περιοχές και στην ύπαιθρο. Για την οικοδόμησή τους επιλέγονταν θέσεις σε ορεινές πλαγιές και χαμηλούς λόφους, κατά προτίμηση κοντά σε εύφορες πεδιάδες και υδάτινες πηγές, ενώ οι παράλιες θέσεις και τα λιμάνια είχαν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την οικονομία και το εμπόριο.
Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία .
Συνοπτικά, κατά την περίοδο της εποχής του Χαλκού βλέπουμε τη μετεξέλιξη των πρώιμων χαλκολιθικών οικισμών, σε πρωτοαστιακά κέντρα και κατόπιν αστικά κέντρα, την μετεξέλιξη των απλών κοινωνιών δομών που χαρακτήριζαν ισοτιμία εν γένει άτομα μέσα στα πλαίσια μιας κοινότητας σε σύνθετες με εξειδικευμένες τάξεις (βιοτεχνίες, έμποροι, ναυτικοί), οικονομικές τάξεις (ανακτορική κοινωνία, περίοικοι) και διοικητικές τάξεις (ανακτορική διοικητική ιεραρχία). Η θρησκεία δεν παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διαστρωμάτωση αυτής της πρώιμης αστικοποίησης, όσο η συσσώρευση πλούτου, αν και από κείμενα της Γραμμικής Β΄ πληροφορούμαστε πως το τυπικό της μυκηναϊκής λατρείας απαιτούσε την ύπαρξη πολυπληθούς και ιεραρχημένου σε βαθμίδες ιερατείου .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Albert Jourcin, Στο Ανάκτορο της Κνωσού, μετ. Μερακλής Γ, Πάπυρος Λαρούς, τομ. Α΄, Αθήνα 1966
Bernardo-Brea L., «Poliochni. Citta preistorica nell isola di Lemnos, Vol. II Testo e Tavole», Monografie della Scuola Archeologica die Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, L' Erma di Bretschneider, Roma 1976
Γεωργία Κουρτέση – Φιλιππάκη, (1996) Η Διερεύνηση της Παλαιολιθικής Εποχής στην Ελλάδα. Αρχαιολογία & Τέχνες. Τεύχος 59.
Γεωργία Κουρτέση – Φιλιππάκη, (1996) Το Χρονολογικό Πλαίσιο και η Πολιτισμική Ακολουθία. Αρχαιολογία & Τέχνες. Τεύχος 58.
Γεωργία Κουρτέση – Φιλιππάκη, (1996) H Παλαιολιθική Εποχή στην Eλλάδα: Εισαγωγή στην Παλαιολιθική Εποχή. Αρχαιολογία & Τέχνες. Τεύχος 58
Eiwagner J.-Donder H., Η Μυκηναϊκή Θρησκεία στο Ο Μυκηναϊκός Κόσμος, Πέντε Αιώνες Πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-1100 π.Χ, Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό Τμήμα ICOM, Αθήνα 1988
Mosse Cl., Schnapp-Gourbellion A., Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ), Παπαδήμας, Αθήνα 1999
Ντάρλας Ανδρέας, (1996) Ο Ταινάριος Άνθρωπος. Αρχαιολογία & Τέχνες. Τεύχος 60
Πυργάκη Μ., κ.α., Η Εποχή του Λίθου στον Ελληνικό Χόρο. Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, τ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002
Sinclair Hood, Η Τέχνη στην Προϊστορική Εποχή στην Ελλάδα, μετ. Παντελίδου Μ., Καρδαμίτσας, Αθήνα 1993, σ. 18
Treuil R., κ.ά., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, Μετ. Ο. Πολυχρονοπούλου – Α.Φ. Touchais, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΙ ΚΟΜΒΟΙ
http://grmath4.phpnet.us/xartes/genesi_elliniki_gi_m.htm
http://el.wikipedia.org
http://www.aee.gr/hellenic/6petrlona/40years/40years.html
ttp://www.ermionida.info/gr-html/fragthi-psarema.html
http://www.rhodes.aegean.gr
http://www.aee.gr/hellenic/3aee/anthropos/original_contibut/youra_gr.html
http://www.dpgr.gr/forum/index.php?topic=33442.msg481049#msg481049
http://www.livepedia.gr/index.php
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου