Η λαϊκή λατρεία είναι ένα σύνολο αρχέγονων κατά το πλείστον δοξασιών κι εθιμικών πράξεων, οι οποίες είναι συσσωρευμένες γιορτές. Φορέας της λατρείας αυτής είναι ο λαός, με την έννοια του πληθυσμιακού στοιχείου με όμοιο τρόπο σκέψης και κοινή ψυχολογία, ο οποίος διαμορφώνει παράλληλα με την επίσημη θρησκεία, μια διαφορετική μορφή λατρείας, με στοιχεία της επικρατούσας θρησκείας και αυτής της πρωτόγονης θρησκευτικότητας των λαών.<!--[if !supportFootnotes]-->[1]<!--[endif]-->
Δοξασίες και πράξεις της λαϊκής λατρείας στηρίζονται στην πίστη ότι υπάρχουν δυνάμεις υπερφυσικές, ορατές ή αόρατες, που μπορούν να ασκούν ενεργητική ή βλαπτική επίδραση στην καθημερινή ζωή. Η πίστη αυτή οδηγεί τον άνθρωπο, σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, να επιζητεί την επικοινωνία με τις δυνάμεις αυτές, με την ελπίδα να απομακρύνει το κακό και να επιτύχει το ωφέλιμο.
Λαϊκή λατρεία, επομένως, είναι το σύνολο των δοξασιών και των εκδηλώσεων που συνοδεύουν τις γιορτές με βάση τη θρησκεία, αλλά και με διάθεση να τιμηθούν ή να εξευμενιστούν οι δυνάμεις που πιστεύεται ότι ασκούν αποφασιστικό ρόλο στις εναλλαγές του χρόνου και στην παραγωγή.
Ιδιαίτερα σημαντική θέση στις εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας έχουν τα δρώμενα (από το ρήμα δρω = πράττω από το ίδιο ρήμα προέρχεται κι η λέξη δράμα). Τα δρώμενα μαρτυρούνται από τα πανάρχαια χρόνια και χαρακτηρίζουν λατρείες πρωτόγονων λαών και λατρείες αγροτικών πληθυσμών και εκδηλώνονταν κυρίως ως γονιμικά, για την πλούσια παραγωγή της γης και της αφθονίας των κοπαδιών, αλλά και ως αποτρεπτικά για την προφύλαξη από το κακό. Και στις δύο περιπτώσεις απώτερη επιδίωξη ήταν η ευετηρία (ευ + έτος), δηλαδή η καλοχρονιά, στην ευρύτερη διάσταση κι έννοια του όρου (πλούσια παραγωγή και καλή υγεία).
Σήμερα τα δρώμενα στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν χαρακτήρα χαράς και διασκέδασης, Εξακολουθούν όμως, να αντιπροσωπεύουν γνήσιες κι αυθεντικές μορφές παράδοσης, διότι συνδέονται, έστω και υποσυνείδητα, με τον αρχικό ευετηρικό σκοπό τους.
Μια από τις ευετηριακές παραδοσιακές γιορτές είναι και το καρναβάλι<!--[if !supportFootnotes]-->[2]<!--[endif]-->, όπου τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η αθυροστομία, η βωμολοχία, το γέλιο, οι μεταμφιέσεις<!--[if !supportFootnotes]-->[3]<!--[endif]-->, οι μάσκες<!--[if !supportFootnotes]-->[4]<!--[endif]-->, τα δρώμενα, όπως το κάψιμο ενός ανδρείκελου, η εκθρόνιση του παλιού κι η ενθρόνιση του νέου, συνήθειες που αντιστρέφουν την κανονική τάξη των πραγμάτων και δημιουργούν έναν κόσμο από την ανάποδη, αναπαραστάσεις γάμου – θανάτου- νεκρανάστασης. Τέτοια έθιμα χαρακτηρίζουν πολλές γιορτές της αρχαιότητας<!--[if !supportFootnotes]-->[5]<!--[endif]-->, ή ακόμα γενικότερα, όλες εκείνες τις γιορτές των πρωτόγονων ή πρωτογονικών λαών που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν «τελετές αντίστροφης».
Το καρναβάλι είναι μια λαϊκή γιορτή, όπου όλοι γελούν με όλους και με όλα. Το γέλιο αρχικά είχε τελετουργικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται από αρκετούς μύθους και εορταστικά έθιμα της αρχαιότητας. Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Αίγυπτο, η ίδια η δημιουργία του κόσμου αποδίδεται κάποτε στο θεϊκό γέλιο- τον «άσβεστο γέλωντα» των θεών, όπως τον ονομάζει ο Όμηρος (Ιλ.,Α΄,599). Ή στις άσεμνες χειρονομίες και υβριστικές αισχρολογίες που αντάλλασσαν οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια και στα ανάλογα έθιμα στις γιορτές του Βουβάστεως στην Αίγυπτο (Ηρόδοτος,ΙΙ,60) και φυσικά, τα περίφημα ρωμαϊκά Λουπερκάλια, όπου ο ιερέας αγίαζε με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας το μέτωπο δύο νέων αγοριών, που έπρεπε την ίδια στιγμή να σκάσουν στα γέλια. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παραβίαση ενός ταμπού, η βρισιά, η βωμολοχία, το γέλιο περιβάλλονται με τη μαγική δύναμη να διώχνουν τα πνεύματα του κακού και συνάμα να αφυπνίζουν, με το παράδειγμα μιας πληθωρικής ευθυμίας, της κοιμισμένες δυνάμεις της φύσης.
Αν θελήσουμε να δούμε τις βασικές εκδηλώσεις αυτής της παράδοσης αρχίζοντας από τη γιορτή, αυτήν τη «δεύτερη ζωή» των ανθρώπων, θα έρθουμε σε άμεση επαφή με τη δομή του «καρναβαλιού». Οι γιορτές αυτού του τύπου, που τελούν πρωταρχικά ένα κοσμικό γεγονός, την εναλλαγή των εποχών και την ανανέωση της φύσης, διακρίνονται από την κοινή τάση να αντιστραφούν επίμονα και συστηματικά η τάξη και η ιεραρχία της κοινωνίας. Το γύρισμα του χρόνου εκφράζεται προνομιακά μ΄ ένα καθολικό αναποδογύρισμα: την οικοδόμηση ενός κόσμου από την ανάποδη, όπου το γέλιο αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η εγκράτεια αντικαθίσταται από την ηδονή, τα περιττώματα ευλογούν και ευλογούνται και ο δικαστής παίρνει τη θέση του κατηγορούμενου, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός, ο διάβολος δοξολογεί κ.λπ.
Αυτή η γενική αντιστροφή<!--[if !supportFootnotes]-->[6]<!--[endif]--> χαρακτηρίζει πριν απ΄ όλα το ίδιο το καρναβάλι στη στενή του έννοια, δηλαδή την κινητή γιορτή, που τελείται σε ολόκληρη τη χριστιανική προβιομηχανική Ευρώπη, πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή, σημαδεύοντας το τέλος του χειμώνα μ’ ένα οργιαστικό ξέσπασμα, το οποίο «ετοιμάζει» την άνοιξη, την εφορία της γης, τη γονιμότητα ζώων και ανθρώπων. Γιορτή που στοιχειοθετείται από ποικίλες εκδηλώσεις: τελετουργικές πράξεις, όπως διάφοροι καθαρμοί, η έξωση των δαιμόνων, το άναμμα και το σβήσιμο μιας πυράς, το κάψιμο ενός ανδρείκελου, αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, του θανάτου και της νεκρανάστασης, παρωδίες του γάμου και της κηδείας, ξέφρενοι χοροί και φυσικά, μεταμφιέσεις και πομπές προσωπιδοφόρων. Γιορτή με ολοφάνερη αγροτική προέλευση, που συνδυάζει την ανάκληση του χθόνιου κόσμου με τις επίγειες απολαύσεις, τον θάνατο με την έκρηξη της ζωής και την αποτροπή των πνευμάτων του κακού, ώστε να χαρίσει την καλοχρονιά και την ευημερία. Πλήθος έθιμα του παγανιστικού κόσμου, τα οποία η Εκκλησία – μην μπορώντας να τα εξοστρακίσει<!--[if !supportFootnotes]-->[7]<!--[endif]--> - αναγκάστηκε να ενσωματώσει στον δικό της εορταστικό κύκλο<!--[if !supportFootnotes]-->[8]<!--[endif]-->.
Σε όλες τις εποχές ο κώδικας του καρναβαλιού στάθηκε ένα αιχμηρό πνευματικό εργαλείο, που επέτρεψε όχι μόνο την κριτική της γνωστής πραγματικότητας, αλλά και την ανακάλυψη μιας πρωτόφαντης πραγματικότητας. Αυτή η γιορτή της φθοράς και της ανανέωσης όλων των μορφών της ζωής βοήθησε των άνθρωπο να λυτρωθεί από τα δεσμά του φόβου και τους περιορισμούς της επίσημης, «σοβαρής», «αλήθειας».
Μερκούρης Δημήτριος
Π.Ε. Πολιτισμολόγων
(ΕΛΠ-ΕΑΠ)
Βιβλιογραφία
Αικατερινίδης Γεώργιος, Λαϊκή Πίστη και Λατρεία, Μηνολόγιο-Λαϊκό Εορτολόγιο, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ.Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2002
Κιουρτσάκης Γιάννης, Καρναβάλι και Καραγκιόζης – Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Κέδρος, Αθήνα 1985
Λέτσας Αλέξανδρος, Μυθολογία της Γεωργίας, τ.1ος, Θεσσαλονίκη 1949
Λουκάτος Δημήτρης, Πασχαλιά και της Άνοιξης, Φιλιππότη, Αθήνα 1995
Λουκάτος Δημήτρης, Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης, Φιλιππότη, Αθήνα 1985
Lousie Bruit Zaidman κ.α., Η θρησκεία στις Ελληνικές Πόλεις της Κλασικής Εποχής, μετ. Κωνσταντίνος Μπούρας, Πατάκη, Αθήνα 2005
Μέγας Γεώργιος, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Οδυσσέας, Αθήνα 1992
Μερακλής Μιχάλης, Ελληνική Λαογραφία – Ήθη και Έθιμα, Οδυσσέας
Μιχαήλ – Δέδες Μαρία, Ο «Καλόγερος» στην Αγία Ελένη Σερρών, «Εταιρία Θρακικών Μελετών» τ.2ος , Αθήνα 1979
Παπαδάκη Ασπασία, Θρησκευτικές και Κοσμικές Τελετές στην Βενετοκρατούμενη Κρήτη, Διδακτορική Διατριβή, Ρέθυμνο 1992
Εγκυκλοπαίδειες – Περιοδικά
Μουτζάλη Αφέντρα, Καρναβάλι και Λαϊκό Γέλιο, Αρχαιολογία & Τέχνες, παράρτημα, τεφ.113, Δεκέμβριος 2009
Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, Αθήνα 1960
Ιστοσελίδες
http://www.afipnisis.gr/agora/viewtopic.php?f=40&t=1001
http://www.matia.gr/7/77/77_1_8.html
http://www.paratiritis-news.gr/admin/periodiko_zw/1263897094.pdf
http://sxr.pblogs.gr/1-karnabali-oi-rizes-kai-oi-karpoi-toy.html
http://mkka.blogspot.com/2009/02/blog-post_28.html
http://thesis.ekt.gr/content/index.jsp?id=2372&lang=el
<!--[if !supportFootnotes]-->
<!--[endif]-->
<!--[endif]-->
<!--[if !supportFootnotes]-->[1]<!--[endif]--> Για περισσότερα δες τις πρωτόγονες θρησκείες: Ανιμισμός, Φετιχισμός, Ταμπού, Τοτεμισμός, Μαγεία, Ανθρωπομορφισμός, Δενδρολατρεία κ.λπ.
<!--[if !supportFootnotes]-->[2]<!--[endif]--> Η λέξη «καρναβάλι», «προέρχεται» από τη λατινική φράση «Carma Levare», που σημαίνει άρση της απαγόρευσης της κρεατοφαγίας και συμπίπτει με την ελληνική Αποκριά, την λεγόμενη και «Τρανή Αποκριά». Παλαιότερα, η εβδομάδα αυτή ήταν μια γεφυρωτική μετάβαση, από την απόλυτη κρεοφαγία της προηγούμενης στην προσεχή μεγάλη Νηστεία, δίνοντας μόνο την άδεια των γαλακτερών, που γι΄ αυτό η Εκκλησία την ονόμασε «της Τυρινής» αλλά ο λαός την καθιέρωσε «Τρανή αποκριά» (ίσως παρετυμολογώντας και το «τυρινή-τρινή» επειδή όσο προχωρεί προς το τέλος της περιόδου, τόσο αποκορυφώνει το γλέντι του.
Μια άλλη εκδοχή που θέλει η λέξη «καρναβάλι» να προέρχεται από την λατινική φράση «Carrius navalis»= αμαξίδιο ναυτικό, ή καρότσι ναυτικό, λόγω του ιερού, πλοίου του Διόνυσου, θεωρείται αβάσιμη από τους έλληνες λαογράφους.
<!--[if !supportFootnotes]-->[3]<!--[endif]--> Το έθιμο της αλλαγής αμφιέσεως απαντάται σε όλους τους λαούς από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ανεξάρτητα του βαθμού πολιτισμού στον οποίο βρίσκεται ο καθένας. Εξάλλου η μεταμφίεση στον πρωτόγονο άνθρωπο είχε και σκοπό επιβίωσης, διότι μεταμφιεζόμενος εξαπατούσε το θήραμα του. Σήμερα το έθιμο της μεταμφιέσεως στην Ελλάδα τηρείται κα΄όλην την διάρκεια του τριωδίου – «Τρι – ωδή» παραφθορά των λέξεων «Τράγος καί Ωδή» γιορτές αφιερωμένες στον Διόνυσο.
<!--[if !supportFootnotes]-->[4]<!--[endif]--> Οι μάσκες αρχικά συμβόλιζαν τους νεκρούς προγόνους, οι ψυχές των οποίων επισκέπτονται τελετουργικά τους ζωντανούς, όπως π.χ. τα ψυχοσάββατα. Το ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της αποκριάς είναι αφιερωμένο στη μνήμη των νεκρών. Η αντίστοιχη των Ανθεστηρίων, εορτή κατά την οποία οι νεκροί ανακατεύονται με τους ζωντανούς και ο ναός του Διόνυσου είναι ο μόνος που παραμένει ανοικτός διότι είναι ο θεός των μεταμορφώσεων και των μασκαρεμάτων που λαμβάνουν χώρα την ίδια περίοδο.
<!--[if !supportFootnotes]-->[5]<!--[endif]--> Διονύσια, Ανθεστήρια, Λήναια,, Θεσμοφόρια, Κρόνια, Θεσσαλικά Πελώρια, γιορτές του Ερμή στην Κρήτη και πολλά ακόμα αρχαία ελληνικά πανηγύρια προς τιμήν διαφόρων θεών, με έκδηλο πάντα το «διονυσιακό» στοιχείο Βακχανάλια, Σατουρνάλια, Λιμπεράλια και Λουμπερκάλια των Ρωμαίων, Βυζαντινές Καλάνδες και γιορτή των τρελών μεσαιωνική Δύση. Διαβατήρια αγροτικά έθιμα του Δωδεκαημέρου, της Άνοιξης ή κι άλλων εποχών σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό και μεσογειακό κόσμο και βαλκανικό χώρο. Χωρίς να μιλήσουμε για την πανάρχαια Σάκαινα της Βαβυλώνας, το Πουρίμ των Εβραίων, το Κουρμπάνι των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, τις γιορτές του Χειμώνα στην αρχαία Κίνα (όπου άντρες πάλευαν με τις γυναίκες για να αρπάξουν οι μεν τα ρούχα των δε), για την ανοιξιάτικη γιορτή της αγάπης (Holi) στην Ινδία (όπου η υποταγμένη γυναίκα παίζει το ρόλο του αυταρχικού συζύγου, οι υπηρέτες του αφέντη, οι νέοι τους γέρους προεστούς κτλ).
<!--[if !supportFootnotes]-->[6]<!--[endif]--> Την αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων τη συναντούμε όχι μόνο σε κάθε ελληνική αποκριά, αλλά και σ΄ένα άλλο έθιμο της αρχής του χρόνου, διαδεδομένο στον βορειοελλαδικό χώρο: τη μέρα της μαμής ή της μπάμπως, που τελείται στις 8 Ιανουαρίου, όπου οι παντρεμένες γυναίκες και κυρίως οι μητέρες παίρνουν την «εξουσία» του χωριού ή την παραδίδουν στη μαμή και στη γυναικεία «αστυνομία της» αναγκάζοντας τους άντρες να κλειστούν στα σπίτια, και ξεφαντώνουν λέγοντας μεταξύ τους αθυρόστομα χωρατά: εξ ου και η ονομασία «γυναικοκρατία» που πήρε στα χρόνια μας τούτη ή γιορτή.
<!--[if !supportFootnotes]-->[7]<!--[endif]--> Η συνήθεια αυτή, ήδη από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, βρήκε αντίθετη την Εκκλησία, που έβλεπε σε αυτές τις εκδηλώσεις την συνέχιση των εθίμων της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής θρησκείας. Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, με πύρινο λόγο στηλίτευαν όσους μεταμφιέζονταν και συμμετείχαν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Παρ΄ όλες όμως τις απαγορεύσεις από την Εκκλησία, οι γιορτές αυτές επιβίωσαν στο Βυζάντιο, κάτι που ανάγκασε την Εκκλησία κατά τα τέλη του 7ου αιώνα, στην εν τρούλω Οικουμενική σύνοδο, να ασχοληθεί με αυτή την «παγανιστική» συνήθεια των Βυζαντινών. Οι κανόνες της συνόδου απαγόρευαν στους άντρες και στις γυναίκες να μεταμφιέζονται στο άλλο φύλο, καθώς και να φορούν μάσκες, με την απειλή αφορισμού. Ανάλογη απαγόρευση σε ό,τι αφορά τις γυναίκες υπήρξε και στην βενετοκρατούμενη Κρήτη όπου, όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Παπαδόπουλος στα απομνημονεύματα του, «…όλοι οι άνθρωποι διασκέδαζαν με μουσικές από κάθε είδους μουσικό όργανο και μεταμφιέσεις. Οι γυναίκες όμως δεν είχαν δικαίωμα να μεταμφιέζονται και αν κάποια αποτολμούσε να φορέσει μάσκα ο εξομολογητής της απαγόρευε να πηγαίνει στην εκκλησία για σαράντα ημέρες». Αλλά και στις μέρες μας υπάρχουν ιερωμένοι οι οποίοι λοιδορούν αυτό το πανάρχαιο - πανανθρώπινο έθιμο πιστεύοντας αφελέστατα ότι μόνο αυτοί κατέχουν την αλήθεια. (π.χ. http://sxr.pblogs.gr/1-karnabali-oi-rizes-kai-oi-karpoi-toy.html ή http://orthodoxi-pisti.blogspot.com/2010/02/blog-post_8299.html, ή http://mkka.blogspot.com/2009/02/blog-post_28.html).
<!--[if !supportFootnotes]-->[8]<!--[endif]--> Σύμφωνα με την Άλκη Κυριακίδου – Νέστωρος, οι «…αποκριές συνδέονται με τον κύκλο του Πάσχα, που γιορτάζεται, σύμφωνα με απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή στον 4ο αιώνα μ.Χ., ορίστηκε επίσης μια πένθιμη περίοδος σαράντα ημερών πριν από το Πάσχα ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου