Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Πολιτικές εκφάνσεις της Μεγάλης Ιδέας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα


ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
merkoyr1@otenet.gr

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 17ου-20ου ΑΙΩΝΑ


Βρυζάκη Θεόδωρου «Ο Όρκος των Αγωνιστών» Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη

1) Γενική κατάσταση του ελληνισμού κατά τη δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας.

Κατά την περίοδο αυτή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα), σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που ολοένα παρακμάζει, αρχίζει και ολοκληρώνεται η πρόοδος του ελληνισμού, πνευματική και οικονομική, με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και της ναυτιλίας. Στην οικονομική
ανόρθωση συντέλεσαν εξωτερικοί παράγοντες, όπως η απομάκρυνση των Ιταλικών πόλεων από το μεσογειακό εμπόριο, οι ρωσοτουρκικές συνθήκες της Αικατερίνης Β΄, η γαλλική επανάσταση και οι ναπολεόντειοι χρόνοι. Στην πνευματική ανόρθωση βοήθησαν το κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού και ο ελληνισμός του εξωτερικού με τις πολλές παροικίες του. Εκτός όμως από τη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, ο ελληνισμός ισχυροποιείται και πολιτικά με τους Φαναριώτες και του ηγεμόνες. Παράλληλα δραστηριοποιείται επαναστατικά: αγωνίζεται για την απελευθέρωση του και εκμεταλλεύεται κάθε πόλεμο της Τουρκίας με την Ευρώπη΄ αρχικά στηρίζει τις ελπίδες του στους Βρετανούς, στους Γάλλους, στους Ρώσους, στη γαλλική επανάσταση, στο Ναπολέοντα΄ στη συνέχεια ο ελληνισμός ωριμάζει και καταλαβαίνει ότι πρέπει να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, γιατί «ό,τι είναι να κάνουν οι Έλληνες θα το κάνουν μοναχοί τους και δεν έχουν ελπίδα καμιά από τους ξένους»΄ με την αντίληψη αυτή ο ελληνισμός επιχειρεί και πραγματοποιεί μόνος του την επανάσταση του 1821.

2.- Γενική κατάσταση του ελληνισμού κατά την πρώτη περίοδο της ελληνικής επανάστασης (1821-1824)

Κατά την πρώτη περίοδο η επανάσταση άρχισε από τις Ηγεμονίες και την Πελοπόννησο και εξαπλώθηκε ως την Κρήτη, Ρόδο, Κύπρο. Ωστόσο, η αποτυχία του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες περιόρισε την επανάσταση στον καθαρά ελλαδικό χώρο. [1]

Η επανάσταση στην Μολδοβλαχία

Έτσι, κατά την πρώτη περίοδο, σταθεροποιήθηκε η επανάσταση στη στερεά και Πελοπόννησο, ενώ ο ελληνικός στόλος κυριάρχησε στη θάλασσα χάρη κυρίως στα πυρπολικά. Στην επικράτηση αυτή συντέλεσαν το ορεινό και φτωχό ελληνικό έδαφος με τα στενά περάσματα, που μπορούσαν να κρατηθούν από λίγο αποφασισμένο στρατό, και η γενική παρακμή των Οθωμανών. Βασικό χαρακτηριστικό είναι το ότι κατά την πρώτη περίοδο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στην αρχή αντιμετώπισαν εχθρικά τους επαναστατημένους Έλληνες αργότερα όμως, οι βιαιοπραγίες των τούρκων και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ σε συνδυασμό με τις ενέργειες του Καποδίστρια συντέλεσαν στη φιλελληνική πολιτική της Ρωσίας αρχικά και της Αγγλίας στη συνέχεια. Ενώ όμως στο εξωτερικό τα πράγματα εξελίχτηκαν ευνοϊκά, στο εσωτερικό η κατάσταση γενικά ήταν δυσάρεστη, γιατί οι πρώτες προσπάθειες για την πολιτική οργάνωση προκάλεσαν συγκρούσεις, που κατέληξαν σε δύο καταστρεπτικούς για τον αγώνα εμφύλιους πολέμους.[2]

3.- Γενική κατάσταση του ελληνισμού κατά την δεύτερη περίοδο της ελληνικής επανάστασης (1824-1829)

Στην δεύτερη περίοδο του ελληνικού αγώνα στο εσωτερικό η κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη, ούτε θετική για τους αγωνιζόμενος έλληνες, γιατί παρατηρούνται οικονομικές ελλείψεις, αρχίζει να τους λυγίζει η φυσική κόπωση΄ έχουν ν΄ αντιμετωπίσουν τακτικό στρατό των Αιγυπτίων, που ενισχύουν τους τούρκους΄ τέλος, αποδυναμώνεται από δύο εμφυλίους πολέμους, που σ΄ αυτή την περίοδο είναι επιζήμιοι και εξαιρετικά αιματηροί. Αντίθετα, στο εξωτερικό τα πράγματα παίρνουν ευνοϊκή τροπή για τους Έλληνες, γιατί η Ελληνική επανάσταση αναγνωρίζεται από διπλωματική άποψη επίσημα και έτσι δικαιώνεται΄ η Αγγλία – Γαλλία και Ρωσία μεταβάλλονται σε προστάτιδες δυνάμεις, συγκρούονται με τους Τούρκους στο Ναβαρίνο και κηρύσσεται ο ευνοϊκός για την Ελλάδα ρωσοτουρκικός πόλεμος΄ τέλος, φτάνει στην Ελλάδα ο πρώτος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ενώ, με τις επιχειρήσεις τους, κράτησαν τελικά οι Έλληνες την Πελοπόννησο, Στερεά, Κυκλάδες, Σάμο και έτσι τα ελληνικά σύνορα είναι πια γεγονός.

4.- Γενικά χαρακτηριστικά της εποχής του Καποδίστρια (1828-1831)

Όταν ο Καποδίστριας κατεβαίνει στην Ελλάδα είναι ένας ώριμος πολιτικός με τεράστια διπλωματική πείρα΄ ξέρει να χειρίζεται τις διπλωματικές ζυμώσεις και γι αυτό πετυχαίνει από τη μια να τελειώσει ο ένοπλος ελληνικός αγώνας κι από την άλλη να ιδρυθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος΄ για το σκοπό αυτό εκμεταλλεύτηκε το ρωσοτουρκικό πόλεμο κυριεύοντας τη Στερεά Ελλάδα, παράλληλα όμως εκμεταλλεύτηκε τις αντιθέσεις των δυνάμεων απαλλάσσοντας την Πελοπόννησο από την παρουσία του Ιμπραήμ, επεκτείνοντας τα ελληνικά σύνορα και ιδρύοντας ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Εξάλλου, στον εσωτερικό τομέα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής του Καποδίστρια είναι οι τεράστιες προσπάθειες του να οργανώσει στρατό, να φροντίσει για τη διοίκηση, την εκπαίδευση, την οικονομία΄ για να φτάσει όμως από μια διαλυμένη κι ερειπωμένη χώρα σε ένα σύγχρονο κράτος χρειαζόταν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, πράγμα που τον οδήγησε να δημιουργήσει απόλυτα συγκεντρωτική διοικητικό σύστημα΄ αυτό όμως τον οδήγησε σε ρήξη με τους πρόκριτους κι έτσι προκλήθηκε αντίδραση υποδαυλισμένη και από τη δυσπιστία των δυτικοευρωπαίων δυνάμεων, μια και τον θεωρούσαν άνθρωπο της Ρωσίας. Όλες αυτές οι αντιδράσεις δεν άργησαν να φέρουν αποτελέσματα΄ ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονείτε έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα, στο Ναύπλιο από τους, Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.[3]

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια

5.- Γενικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους από την κάθοδο του Όθωνα ως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1833-1914).

Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από: α) Την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα (1833-1862)΄ οργάνωση του κράτους,[4] παραχώρηση συντάγματος,[5] Κριμαϊκός Πόλεμος, το ιδανικό της μεγάλης ιδέας, το «Ανατολικό ζήτημα» και η έξωση του Όθωνα. Β) Την περίοδο της βασιλείας του Γεωργίου Α΄(1863-1913)΄ ένωση της Επτανήσου, οι επαναστάσεις στην Κρήτη, η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η συνθήκη του Βερολίνου, ο Ελληνικοτουρκικός πόλεμος του 1897, το Μακεδονικό ζήτημα, η επανάσταση του 1909 και ο ά΄ βαλκανικός πόλεμος. γ) Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Κωνσταντίνου (1913) με το β΄ βαλκανικό πόλεμο.[6]

Η έξωση των πρώτων βασιλέων της Ελλάδας, Όθωνα και Αμαλίας

Γενικά, στην περίοδο αυτή το ελληνικό κράτος με διάφορες διεθνείς συνθήκες και ιδιαίτερα με τους βαλκανικούς πολέμους μεγάλωσε τα σύνορα του.

«Ένωση Επτανήσου, 1864».

6- Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι το προοίμιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου। Η Ευρώπη, διαιρεμένη απ΄ το 1904 σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, την Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και τις Κεντρικές Δυνάμεις, (Γερμανία, Αυστρία) προετοιμάζει τον πόλεμο। Τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα προσπαθούσαν να τραβήξουν με το μέρος τους τα μικρά κράτη σα δορυφόρους। Στην Ελλάδα και τα δύο στρατόπεδα είχαν ισχυρές προσβάσεις। Οι Κεντρικές Δυνάμεις υποστηρίζονταν από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ενώ την Αντάντ υποστήριζε ο Ελ। Βενιζέλος που είχε έρθει σε επαφή μαζί τους για την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Έτσι επήλθε η σύγκρουση, που είναι γνωστή με το όνομα Διχασμός, ανάμεσα στο βασιλιά Κωνσταντίνο, που υποστήριζε την ευνοϊκή για τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες ουδετερότητα της Ελλάδας και στον πρωθυπουργό Βενιζέλο, που υποστήριζε τη συμμετοχή της στο πλευρό των Συμμάχων. Τελικά, επικράτησε η άποψη του Βενιζέλου, αλλά χρειάστηκε η επέμβαση συμμαχικού στρατού, η κατάληψη του Πειραιά από γαλλικό αρατό, η δημιουργία από το συμμαχικό στρατό του μετώπου της Μακεδονίας, καθώς και ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη (Βενιζέλος, ναύαρχος Κουντουριώτης, Στρατηγός Δαγκλής). Επίσης, ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τη θέση του στο δεύτερο γιο του Αλέξανδρο. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, παίρνοντας μέρος στη μεγάλη βαλκανική επίθεση της 15ης Σεπτεμβρίου 1918. Δύο μήνες αργότερα, με την αίτηση ανακωχής από τη Γερμανία, επήλθε η λήξη του πολέμου, η οποία επισημοποιήθηκε αργότερα με τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920).
Με τη συνθήκη αυτή παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα η δυτική και η ανατολική Θράκη μαζί με τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Επίσης την περιοχή της Σμύρνης με απλή διοίκηση στην αρχή και προσάρτηση μέσα σε πέντε χρόνια, ύστερα από ευνοϊκό σχετικά δημοψήφισμα. Για τις άλλες εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, δεν λαμβάνονταν ευνοϊκά μέτρα από τις συνθήκες: Για τη Βόρεια Ήπειρο δεν γίνονταν καθόλου λόγος, τα Δωδεκάνησα αναγνωρίστηκαν ως ιταλική κτήση και η Κύπρος ως αγγλική.[7]

Ελληνικά εδάφη Συνθήκης Σεβρών (1920)

7- Μικρασιατική καταστροφή

Τον Ιούνιο του 1919 είχε κηρυχθεί εθνική επανάσταση στην Τουρκία με αρχηγό τον Κεμάλ Μουσταφά και κύριους στόχους την ανατροπή της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Όπως ήταν φυσικό, η πρώτη κεμαλική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στην Άγκυρα απέρριψε τη συνθήκη των Σεβρών. Αν λοιπόν, η Ελλάδα ήθελε να καταλάβει τα εδάφη που της είχαν παραχωρηθεί έπρεπε να πολεμήσει. Αλλά η Ελλάδα είχε αποβιβάσει στρατεύματα στην περιοχή της Σμύρνης, με τη συγκατάθεση των Συμμάχων, πριν από τη υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, στις 15 Μαΐου 1919. Στην επιχείρηση της εναντίον του κεμαλικού στρατού στη Μ. Ασία, η Ελλάδα είχε την υποστήριξη μόνο της Αγγλίας. Ιδιαίτερα όταν άρχισε η επιχείρηση του ελληνικού στρατού έξω από το χώρο που είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα με στόχο την Άγκυρα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.), που είχαν συμφέροντα στην περιοχή, αντιλήφθηκαν ότι η εκστρατεία του ελληνικού στρατού δεν αποσκοπούσε μόνο στην υπεράσπιση της περιοχής της Σμύρνης και γι΄ αυτό άρχισαν να στρέφουν την πολιτική τους ευνοϊκά προς την Άγκυρα, η οποία επιπλέον είχε την υποστήριξη της Ε.Σ.Σ.Δ. Το εθνικό φιλελεύθερο κίνημα του Κεμάλ μπορούσε τώρα να ισχυριστεί ότι πολεμούσε για την εθνική ανεξαρτησία της Τουρκίας εναντίον μίας ελληνικής κατακτητικής επιδρομής.

Στην πιο κρίσιμη φάση της επιχείρησης, όταν δηλαδή ετοιμάζονταν η μεγάλη εκστρατεία προς την Άγκυρα, έγιναν στην Ελλάδα εκλογές (Νοέμ. 1920) που έφεραν στην κυβέρνηση τους αντιπάλους του Βενιζέλου και κατόπιν, επανήλθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με δημοψήφισμα. Η παράταξη που κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση, αφού χρησιμοποίησε για σύνθημα τη διακοπή του πολέμου- ένα σύνθημα που έβρισκε απήχηση στον ελληνικό λαό ύστερα από οκτάχρονη εμπόλεμη κατάσταση- συνέχισε την εκστρατεία. Στο μεταξύ η Αγγλία με πρόσχημα την επάνοδο του βασιλιά σταμάτησε κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα τη στιγμή που ο κεμαλικός στρατός γίνονταν όλο και πιο ισχυρός. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες ο ελληνικός στρατός, εξαντλημένος και χωρίς δυνατότητα συνεχούς ανεφοδιασμού σε εφεδρείες και υλικό, οδηγήθηκε στην καταστροφή. Στην τελική μάχη στον ποταμό Σαγγάριο (τέλος Αυγούστου 1922), όχι πολύ μακριά από την Άγκυρα, ο κεμαλικός στρατός υποχρέωσε τον ελληνικό σε υποχώρηση΄ οι Τούρκοι κατέλαβαν και πυρπόλησαν τη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου. Τότε άρχισε μια άτακτη με κάθε μέσο φυγή των Ελλήνων της Μ. Ασίας, για να σβήσει μέσα σε λίγες μέρες τη ζωή του μικρασιατικού ελληνισμού που είχε στερεωθεί σε εκείνους τους χώρους από τη μακρινή αρχαιότητα (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς). Η συνθήκη της Λοζάννης (24 Ιουλίου 1923) ρύθμισε οριστικά – ισχύει ως σήμερα- τις εδαφικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή των μειονοτήτων.[8]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ»

Ο 19ος αιώνας θεωρείται ο αιώνας των εθνικισμών, των εθνικών κρατών, της δημιουργίας εθνικών συνειδήσεων. Η δημιουργία εθνικών συνειδήσεων απαντάται κατ ΄εξοχήν στην περιοχή των Βαλκανίων, τα εδάφη των οποίων τελούσαν υπό Οθωμανική κατοχή.
Η έννοια της εθνικής συνείδησης διατρέχει την ιστορία του νεοελληνικού 19ου αιώνα.
«Η Ελληνική εθνική συνείδηση βρίσκεται στη βάση των ψυχολογικών και πνευματικών παραγόντων που συνδέονται με την Επανάσταση, την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και τις έκτοτε τύχες του».[9]

1.1) Η διατύπωση του όρου

Η επανάσταση του 1821 εξέφρασε με τον πλέον ζωντανό τρόπο την ανάγκη του γένους για αυτοδιάθεση. Έχοντας ξεκινήσει σαν τολμηρό εγχείρημα, εμπνευσμένη από τον φιλελεύθερο άνεμο του Διαφωτισμού και τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης, προσκρούοντας αρχικά στο εκκλησιαστικό και ηγεμονικό κατεστημένο της υπόδουλης κοινωνίας και αργότερα στις εμφύλιες διαμάχες, η Επανάσταση κατέληξε στη σύσταση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πολύ μικρότερου από τις εθνικές επιδιώξεις, το οποίο υπέγραψε την ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.

Τα όρια του Ελλαδικού Κράτους θεωρήθηκαν από όλους στενά και δεν παραλειπόταν να τονίζεται ο προσωρινός τους χαρακτήρας. Τα στενά αυτά όρια θεωρήθηκαν η κύρια αιτία της κακοδαιμονίας του νέου κράτους. Η μικρή νέα Ελλάδα χαρακτηρίσθηκε από τον λαό ως «κλουβί». Και αυτό το κλουβί ήταν «ο ανασταλτικός φραγμός που αναχαίτισε όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και την σκέψη των Ελλήνων. Η Μεγάλη Ιδέα φτιάχτηκε για να αντισταθμίσει αυτό ακριβός», σημειώνει με ευστοχία ο Αλέξης Πολίτης.[10]

Η Μεγάλη ιδέα, ως όρος συνθηματολογικός, είναι από τους λίγους εκείνους όρους που έχουν ακρινή ημερομηνία γεννήσεως, στις 14 Ιανουαρίου 1844 η Εθνοσυνέλευση, που προήλθε από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, συνέχιζε την συζήτηση της γύρο από τα άρθρα του νέου Συντάγματος, Βαρύνουσας

σημασίας αποτελούσε το τρίτο άρθρο, το οποίο θα προσδιόριζε τα χαρακτηριστικά του Έλληνα Πολίτη. Η συζήτηση μπλέχθηκε σοβαρά, όταν κάποιοι εθνικοί

αντιπρόσωποι παρουσίασαν πρόταση για πιθανή διάκριση μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων Ελλήνων. [11]

Ο Ιωάννης Κωλέττης

Πρώτος έλαβε τον λόγο ο Ιωάννης Κωλέττης. Στον πύρινο λόγο του, γεμάτο πάθος και φαντασία, έδειξε το χρέος των ελεύθερων Ελλήνων να διατρανώσουν την ενότητα τους με τους υπόδουλους αδελφούς και με τους απανταχού ομογενείς. Ο λόγος του ήταν επιτηδευμένα συγκινησιακός, ώστε να συνεπάρει το ακροατήριο του. Και σε κάποια στροφή του ανέφερε:

«Δια την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης ιστάμενη, και έχουσα εκ μέν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται, ώστε δια μέν της πτώσεως αυτήσνα φωτίσει την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του έθνους να συνέρχωνται δια να αποφασίσωσιν ούχι πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά της ελληνική φυλής».

Από τις κρίσεις πολλών μεταγενεστέρων μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως με την διατύπωση του όρου ο Ι. Κωλέττης δεν απέβλεπε στην δημιουργία η εισαγωγή κανενός είδους ιδεολογικού γρίφου, αλλά στον προφανή, δηλαδή στο αποτέλεσμα της επικείμενης ψηφοφορίας.[12] Η Ιστορία όμως επεφύλαξε η έκφραση του Κωλέττη, παρότι η ετεροχρονική άποψη, που υποστήριζε, ηττήθηκε να επιβιώσει και να ισχύσει για μια θεαματική μακρά περίοδο.

Προσέχοντας πάντως την αγόρευση του Κολέττη θα πρέπει να προσέξουμε το γεγονός, πως η έκφραση του για την Μεγάλη Ιδέα επαναλαμβάνεται τρεις φορές με διαφορετική απόχρωση κάθε φορά.[13] Σύμφωνα με τον κ.Θ. Δημαρά, στο φιλολογικό σχεδιάγραμμα που αναλύει τις αποχρώσεις αυτής της ενότητας διακρίνει «πρώτη την υποδομή, τον πόθο για την πολιτική πραγματοποίηση του ενιαίου της ελληνικής φυλής΄ δεύτερη την ιστορική διαπίστωση του ενιαίου αυτού και τρίτη την μεταλαμπάδευση».[14]

Τελικά όμως για μια έννοια σαν την Μεγάλη Ιδέα, μόνο πληροφοριακά ενδιαφέρει το τι θέλησε να πει ο Ι. Κωλέττης. Σημασία έχει και αυτό θα διερευνηθεί στα επόμενα κεφάλαια της εργασίας αυτής, το πώς κατανόησαν, οικειοποιήθηκαν, υιοθέτησαν και χειρίσθηκαν την έννοια της Μεγάλης Ιδέας οι Έλληνες, είτε οι σύγχρονοι του Κωλέττη είτε οι επόμενες γενιές.

1.2) Πολυσημία, ασάφεια και φαντασιώσεις γύρω από το περιεχόμενο της Μεγάλης ιδέας.

Η Μεγάλη Ιδέα ως μέσο για την εκπλήρωση της Αποστολής του Έθνους στάθηκε αδύνατο να προσδιορισθεί με σαφήνεια. Αν επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε το περιεχόμενο της θα βρεθούμε σίγουρα σε μια πληθώρα προτάσεων συχνά αντιφατικών μεταξύ τους.

Από αυτούς, άλλοι υπονοούσαν κατά κύριο λόγο την εδαφική επέκταση με πολλές διαφωνίες ως προς το ζήτημα μεταξύ του. Άλλοι εννοούσαν μια πνευματική αναγέννηση όπου θα έφερνε αυτοδίκαια τον Ελληνισμό Πνευματικό κυρίαρχο της ανατολής. Και τέλος, άλλοι εννοούσαν την πραγματοποίηση μιας εσωτερικής ανασυγκρότησης του κράτους.[15]

1.3) Πολιτικά Κόμματα: συγκλίσεις και διαφοροποιήσεις.

Αν και από πολλούς έχει υποστηριχθεί, πρώτον, ότι τα τρία κόμματα της οθωμανικής περιόδου (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό) ήταν τεχνητά κατασκευάσματα των προεπαναστατικών φατριών,[16] εξαρτημένα από τις ξένες πρεσβείες και τις εκλογικές τους πελατείες, προσωποπαγή, χωρίς ιδεολογική ταυτότητα και κομματική δομή [17]δεύτερον, ότι οι ιδεολογικές τοποθετήσεις τους στα κυριότερα θέματα, που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία του πρώτου μισού του 19 ου αιώνα, δεν παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις΄ θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε μια σταδιακή διαφοροποίηση των απόψεων τους, σχετικά με την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.

Μια πλευρά είναι υπέρ της φιλικής συνύπαρξης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα υπέρ της εσωτερικής ανάπτυξης στο διοικητικό επίπεδο και της αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η άλλη πλευρά θεωρούσε ότι τα στενά εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους ήταν η αιτία της κακοδαιμονίας του, διοικητικής και οικονομικής. Συνηγορούσε στην υποκίνηση ενόπλων εξεγέρσεων στην Τουρκία, όπου και όποτε ήταν δυνατό. Εν τέλει επιθυμούσε να εκπληρώσει την εθνική αποστολή και ταυτόχρονα να λύσει τα εσωτερικά προβλήματα. Είναι γεγονός όμως ότι αμφότεροι κράτησαν εύκαμπτη στάση.

Εντούτοις δεν έλειπαν κάποιες διαφορές στην πολιτική των δύο ανδρών. Από τη μια ο αρχηγός του «γαλλικού κόμματος Ι. Κωλέττης, το 1834, ισχυρίσθηκε εγγράφως πως το κράτος έπρεπε να αποφύγει να αποφύγει να ορίσει μόνιμη πρωτεύουσα. Τόνιζε πως μόνο η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να προορισθεί για τον σκοπό αυτό. Και στο Παρίσι αργότερα ως πρεσβευτής διατύπωνε τις ελληνικές λυτρωτικές επιδιώξεις. Πριν τον θάνατο του άφησε να εννοηθεί, πώς αν ο βασιλιάς τον είχε καλέσει νωρίτερα στην πρωθυπουργία, ίσως η Μεγάλη Ιδέα να είχε πραγματοποιηθεί. Εκφράζοντας αυτές τις απόψεις ο Ι. Κολέττης εμφανίσθηκε ως εκπρόσωπος του ριζοσπαστικού αλυτρωτισμού.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Από την άλλη ο Μαυροκορδάτος, αρχηγός του «αγγλικού κόμματος», παρουσιάζονταν ενάντιος στον ακραίο αλυτρωτισμό και υπέρμαχος μετριοπαθών θέσεων। Στηλίτευσε τις συνοριακές επιθέσει, τα λάθη των προηγούμενωνκυβερνήσεων, την διακοπή των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την αποπομπή των ετεροχθόνων, την αποτυχία στην εμπορική συμφωνία με την Τουρκία, την αποτυχία, στο να φανεί η Ελλάδα στην Ευρώπη ως παράγων πολιτικής σταθερότητας στην Εγγύς Ανατολή. Ο Μαυροκορδάτος ουσιαστικά επαγγελόταν ένα πρόγραμμα εσωτερικής ανάπτυξης, εμπορίου, επικοινωνιών και παιδείας. Παράλληλα αποσιωπούσε επιδέξια την προετοιμασία για πόλεμο, επέμενε στη σύσταση νέου σώματος πυροβολικού και έμμεσα συνιστούσε την μετάθεση της ευθύνης του αλυτρωτισμού από τους οπλαρχηγούς στην αστική τάξη προωθώντας έτσι και τα οικονομικά της συμφέροντα.

Καταδεικνύεται προδήλως, μελετώντας τις δύο θέσεις, η σπουδαιότητα της προσωπικότητας του αρχηγού κάθε κόμματος και ακόμη η ταύτιση των κομμάτων με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.

Στο θέμα του αλυτρωτισμού θα ήταν φρόνιμο να παρουσιασθεί εδώ και μια τρίτη διάσταση. Αφορά στους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους αλύτρωτους αδελφούς και στον τρόπο που αυτοί έβλεπαν τον αλυτρωτικό ζήλο του Ελληνικού Βασιλείου. Η μια περιλαμβάνει κυρίως δικηγόρους, γιατρούς, δασκάλους, οι οποίοι συμφωνούσαν με τις αλυτρωτικές επιδιώξεις της Ελλάδας και προσδοκούσαν την άμεση πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Η άλλη κατηγορία αφορά εκείνους που θεωρούσαν λανθασμένη την πολιτική ρήξη της Ελλάδας με την αυτοκρατορία.. Οι τελευταίοι ήταν οι υπέρμαχοι ενός σταδιακού και ειρηνικού εξελληνισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εκ των έσω.[18]

Μεταξύ των δύο κατηγοριών αναπτύχθηκε ένταση. Οι ένθερμοι εθνικιστές του Ελληνικού Κράτους είχαν προαποφασίσει να ελευθερώνουν τους αλύτρωτους αδελφούς, τους υπό την οθωμανική κυριαρχία, ακόμη και αν μια μερίδα τους αποδεχόταν το υφιστάμενο καθεστώς. Σ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα προωθήθηκαν πολλά σχέδια λυτρωτικού χαρακτήρα καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταλανιζόταν από προβλήματα.

Η Αγγλία θέλοντας να ενισχύσει, το 1862, το νέο βασιλιά Γεώργιο Α΄, παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα. Απώτερος σκοπός της ήταν να κατευνασθούν οι απαιτήσεις του ελληνικού αλυτρωτισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΕΞΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο όρος «Μεγάλη Ιδέα» έμελλε να γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου, με σκοπό την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων. Οι έννοιες κυρίαρχη ιδεολογία και Εθνική Αποστολή ταυτίστηκαν με την έξαρση του εθνικισμού στην Ελλάδα κατά του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Από το ιστορικό γίγνεσθαι της περιόδου αυτής θα επιχειρήσω να ξεχωρίσω κάποιες στιγμές εθνικιστικής έξαρσης, καταρτίζοντας ταυτοχρόνως έναν Χρονολογικό Πίνακα επικουρικό, τόσο για την κατανόηση των αποτελεσμάτων της Μεγάλης Ιδέας στην ιστορική πράξη (θετικών-αρνητικών).

2.1 Αναζωπύρωση του Ανατολικού Ζητήματος, Αιγυπτιακή Κρίση (1839-1841)

Ο Μωχάμετ Άλυ καταφέρνει μια σειρά από νίκες στη Συρία. Το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γίνεται φανερό και πιστευτό απ΄ όλους. Στην Ελλάδα έρχεται στην επικαιρότητα το όραμα της Κωνσταντινουπόλεως, που αναπτέρωνε τις ελπίδες των Ελλήνων. Η Κρίση παρείχε ευνοϊκές προοπτικές για την εκπλήρωση των υπόδουλων Ελλήνων υποχρέωνε κάθε Ελληνική Κυβέρνηση να προσπαθεί να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία. Αλλά και ο Όθων από την πλευρά του βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση πιεζόμενος από το εσωτερικό να εκπληρώσει τις πατριωτικές επιδιώξεις. Πιεζόταν επίσης από τις Μεγάλες Δυνάμεις ιδίως την Αγγλία να αποδείξει πως το κράτος του δεν σκόπευε να αποβεί ταραχοποιό στοιχείο στον χώρο της Εγγύς Ανατολής. Έτσι κατεστάλησαν οι εξεγέρσεις στη Θεσσαλία και Μακεδονία και η Ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ατονήσει στις ενέργειες της για μια ικανοποιητική έκβαση του Κρητικού ζητήματος. Οι Κτητικοί αρχές του 1841 επαναστάτησα, αλλά αβοήθητοι από το Ελληνικό Κράτος και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους.[19]

2.2 Κριμαϊκός Πόλεμος 1854

Η έκρηξη ενός ακόμα ρωσοτουρκικού πολέμου θεωρήθηκε από τους Έλληνες ως θεόπεμπτη ευκαιρία για την προώθηση των μεγαλοϊδατικών τους σχεδίων. Σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα ανέβαινε ο λυτρωτικός πυρετός, και δυνάμεις χιλιάδων ανταρτών με την υποστήριξη των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, διείσδυσαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα και προκάλεσαν εξεγέρσεις σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Η Υψηλή Πύλη αντέδρασε διώκοντας Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης. Η Αγγλία και η Γαλλία πάσχιζαν με κάθε τρόπω να εξασφαλίσουν την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και φοβούνταν πιθανή σύρραξη Ελλάδος-Τουρκίας. Τα πράγματα εντάθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν ο Όθων δέχθηκε πιέσεις από τον βασιλιά της Γαλλίας, ο οποίος απείλησε ότι ο πόλεμος εναντία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σημαίνει πόλεμο εναντίον της Γαλλίας. Ο Όθων σαν «μοναδικός Χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολήσ», αρνήθηκε να συμμορφωθεί αρχικώς προτάσσοντας την ανάγκη εκπλήρωσης της αποστολής του. Η απάντηση ήταν μια άνευ προηγουμένου στρατιωτική επέμβαση από αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα, τα οποία κατέλαβαν τον Πειραιά. Μ΄ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα αναγκάσθηκε να εφαρμόσει μια πολιτική «αυστηράς και πλήρους ουδετερότητος». Τον Μάιο του 1854 επεβλήθη στη θέση του πρωθυπουργού ο Μαυροκορδάτος ως μετριοπαθής, υποχωρητικός στις αγγλικές επιθυμίες. Οι σχέσεις της Ελλάδος με την πύλη αποκαταστάθηκαν τον Μάιο του !855, ενώ η ξενική στρατιωτική κατοχή τερματίσθηκε το 1857. Το αποτέλεσμα από την εν λόγο κρίση ήταν πώς η Ελλάδα αποδεικνύονταν ανέτοιμη για έναν μεγάλο εθνικό πόλεμο. Μπορούσε να υποκινήσει εξεγέρσεις, να κινηθεί στο παρασκήνιο, αλλά τίποτε δεν θύμιζε την εποχή του 1821. Η Μεγάλη Ιδέα είχε δεχθεί βαρύτατο πλήγμα. Όμως παρά την διάψευση της, ποτέ δεν έλειψε η πεποίθηση, ότι ο αγώνας, που άρχισε το 1821, μπορούσε να συνεχισθεί και το τέλος του ήταν η Πόλη. Η σκέψη αυτή τόνωσε το καταρρακωμένο εθνικιστικό πνεύμα και λίγο αργότερα οδήγησε σε νέα έξαρση του εθνικισμού. Η Ελλάδα μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο ήταν χαμένη και στο εξωτερικό. Δεν αντιπροσωπεύθηκε στο συνέδριο των Παρισίων – εκεί υπογράφτηκε συνθήκη 18/30 Μαρτίου 1856, που τερμάτιζε τον πόλεμο – αναγκάσθηκε να δεχθεί την εγκατάσταση μιας επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού ελέγχου, αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και το χειρότερο άρχισε να χάνει σταδιακά την υποστήριξη της Ρωσίας.[20]

2.3 Κρητική Επανάσταση 1866-1869

Κρητική Επανάσταση। Από τον Αύγουστο του 1866, η Ελλάδα εισήλθε στην πλέον παρατεταμένη κρίση από όσες είχε γνωρίσει, διάρκειας τριών ετών. Το Χάτι Χουμαγιούν του 1856 δεν είχε βελτιώσει ουσιαστικά την θέση των Κρητικών. Υποστηρικτές της κυβέρνησης Κουμουνδούρου έφθασαν στη Μεγαλόνησο, ενώ Έλληνες του εξωτερικού έστειλαν χρήματα για την υποστήριξη των Επαναστατών. Η τωρινή κρίση παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνη του 1854: εθνική έξαρση κατά τηνδιάρκεια της – εθνική ταπείνωση κατά την λήξη της. «Το κυρίαρχο τώρα σύνθημα, «Ένωσις ή θάνατος»ήταν πειστικότερα απελευθερωτικό απ΄ ότι το «Αυτοκρατορία η θάνατος» και η ίδια η σοβαρότητα και διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων αναδείκνυαν τον Κρητικό Αγώνα πιο επάξιο διάδοχο του 1821, σε σύγκριση με την εφήμερη ελληνική συμμετοχή στην κρίση του Κριμαϊκού Πολέμου», διαπιστώνει εύστοχα η Έλλη Σκοπετέα. [21] Το ίδιο διάστημα έγινε από την Ελλάδα μια προσπάθεια προσέγγισης των βαλκανικών χωρών με σκοπό την δημιουργία ενιαίου βαλκανικού μετώπου κατά των Οθωμανών. Υπογράφηκε συνθήκη με την Σερβία το 1867 ήταν η πρώτη προσέγγιση και η πρώτη συνθήκη της Ελλάδας με κάποιον από τους γείτονες της. Ωστόσο η μόνη συμβολή των Ελληνικών Κυβερνήσεων στον Κρητικό Αγώνα ήταν η παράσταση της κρίσης πολύ πέρα από τα όρια αντοχής του κρητικού λαού. Η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» σύστηνε πως ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστεί πάση θυσία και διακήρυσσε για τρία ολόκληρα χρόνια, ότι αναμένεται γενίκευση της Επανάστασης στην Ανατολή, και, ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα συντρέξουν στον αγώνα των Κρητικών. Κατά μια άποψη η Ελλαδική πρόθεση της παράτασης μιας επανάστασης που έσβηνε, αποσκοπούσε «στη διατήρηση μιας διπλωματικά αξιοποιήσιμης επαναστατικής φλόγας».[22] Αυτό συμπεραίνουμε από τη συνεχή οργανωμένη αποστολή εθελοντών από την Αθήνα, που στο τέλος έπαψαν να είναι ευπρόσδεκτοι στην Κρήτη. Η Κρητική Επανάσταση έγινε αντικείμενο εξυπηρέτησης πολιτικών ή κομματικών συμφερόντων΄ γι΄αυτό χρεώθηκαν ευθύνες στην ελληνική πολιτική ηγεσία τόσο για την εσκεμμένη παράταση της υπόθεσης όσο και για τις συνέπειες, που πλήρωσε ο κρητικός λαός στην διάρκεια και μετά τη λήξη της κρίσης.[23]

2.4 Ανατολική κρίση στα Βαλκάνια 1875- 1878

Η Ελλάδα καλείτε πάλι σε μια δεκαετία μέσα να αντιμετωπίζει μια νέα κρίση, η οποία όξυνε τους Βαλκανικούς ανταγωνισμούς. Η εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη θεωρήθηκε αρχικά μια ξένη υπόθεση, που κυρίως αφορούσε του Σλάβους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αναπάντεχα, όμως για την απροετοίμαστη Ελλάδα πήρε διαστάσεις και μεγάλη παράταση. Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα θύμιζαν παλαιότερες κρίσεις. Τώρα όμως οι Έλληνες άρχισαν να διαπιστώνουν, πως ο εμπνεόμενος από τους Ρώσους Πανσλαβισμός στα Βαλκάνια γεννούσε μια σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα του Ελληνισμού και του ρόλου, που ήθελε να διαδραματίσει στην Ανατολή. Ο αγώνας τώρα έμοιαζε διμέτωπος, αγώνας του Ελληνισμού εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων.[24] «Ο αντισλαβισμός υπό την πίεση της κοινής γνώμης αναγκάσθηκε να υπηρετήσει και την ουδετερόφιλη και τη φιλοπόλεμη πολιτική, εκπληρώνοντας διαδοχικά μια διπλή λειτουργία, και ως άλλοθι αδράνειας και ως σύνθημα δράσης: «ένοπλος ουδετερότης! ».[25]

Επιπροσθέτως οι φιλοδοξίες της Ελλάδας στην Μακεδονία την έφερναν σε σύγκρουση με τους αντίπαλους εθνικισμούς των Βουλγάρων και των Σέρβων.

Έναυσμα στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς Ελλάδας-Βουλγαρίας δόθηκε με την δημιουργία, το 1870, μιας αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας, με τοποτηρητή έξαρχο. Αποτελέσματα της κρίσης του 1875-1878 ήταν: Σέρβοι και Μαυροβούνιοι εκμεταλλευόμενοι την εξέγερση στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη και μετέπειτα στον βουλγαρικό χώρο, κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Η ήττα τους όμως ήλθε ταχύτατα. Η Ρωσία μετά από έντονη διπλωματική κίνηση κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1877.

Η Ελλάδα μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου κινήθηκε διστακτικά, ενθαρρύνοντας τους υπόδουλους Έλληνες των περιοχών Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Κρήτης σε εξέγερση.

Αποτέλεσμα του ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), που δημιουργούσε την «Μεγάλη Βουλγαρία». Αυτή τροποποιήθηκε με τα αποτελέσματα του συνεδρίου του Βερολίνου, με το οποίο δημιουργείτε η Ανατολική Ρωμυλία και η Αγγλία αναλάμβανε την διοίκηση της Κύπρου.[26] Η Ελλάδα ικανοποιήθηκε μονάχα στην απαίτηση της για την Θεσσαλία, που μαζί με την περιοχή της Άρτας προσάρτησε το 1881.

Η ελληνική αντιπροσωπία στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878).

2.5 Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, εθνική ήττα. 1897

Η μεγάλη κρίση αυτού του χρόνου είχε σαν αφετηρία μια από τις αδιάκοπες Κρητικές αναταραχές. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης απορρίπτοντας την τουρκική πρόταση αυτονομίας του νησιού κάτω από οθωμανική κυριαρχία και ενθαρρυμένος από την αδυναμία των Μεγάλων Δυνάμεων να συγκρατήσουν την κρίση, έχοντας ήδη στρατιωτική παρουσία στο νησί, κήρυξε επιστράτευση. Το Απρίλιο του 1897 έγιναν οι πρώτες εχθροπραξίες στην Θεσσαλονίκη, αλλά ο ελληνικός στρατός δεν στάθηκε ικανός να αντιμετωπίσει το ανανεωμένο τουρκικό στράτευμα και υπέστη βαριά ήττα. Η Ελλάδα γνώρισε μια από τις πιο οδυνηρές ήττες στην Ιστορία της. Γιατί επρόκειτο για ήττα στρατιωτική, ήττα πολιτική, αλλά κυρίως ήττα ιδεολογική. Ο «μεγαλοϊδεατισμός», κυρίαρχη ιδεολογία, που ενέπνεε τον ελληνικό κόσμο από το 1844, κατέρρευσε άδοξα στο πεδίο της μάχης.

Η επέμβαση των δυνάμεων σταματά τα τουρκικά στρατεύματα και υπογράφεται ανακωχή. Η Θεσσαλία ξαναδίνεται στην Ελλάδα και η Κρήτη, που κατέχεται από τις Δυνάμεις, αναγνωρίζεται ως αυτόνομη. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει 4.000.000 τουρκικές λίρες στην Οθωμανική αυτοκρατορία και να δεχθεί μια Επιτροπή διεθνούς Οικονομικού ελέγχου για την τακτοποίηση της αποπληρωμής της αποζημίωσης, καθώς και του συνόλου του δημόσιου χρέους. Αυτή η επιτροπή αποτελούσε και τον πιο ταπεινωτικό όρο της συνθήκης.[27]

Ακόμη δημιουργήθηκε έντονο αντιδυναστικό κλίμα με αποδοκιμασία του βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχηγού των ελληνικών στρατευμάτων. Αισθήματα ταπείνωσης, δυσαρέσκειας και μια βούληση για αλλαγή κυριαρχούν την επόμενη της ήττας.

2.6 Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913

Η επανάσταση των «Νεότουρκων» το 1908 και η νίκη του εθνικού τους κινήματος έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο κοινός κίνδυνος υποχρέωσε τις διάφορες εθνότητες των Βαλκανίων να αναζητήσουν και να καταλήξουν σε κάποια βασικά σημεία συμβιβασμού. Η Ελλάδα και η Σερβία είχαν κατανοήσει πως μεμονωμένες κρατικές επιθέσει κατά της Τουρκίας ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Μετά από την υπογραφή συνθηκών μεταξύ Ελλάδος –Σερβίας -Βουλγαρίας το 1912, οι χώρες αυτές κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Η ελληνική εθνική πολιτική δεν βρίσκεται πια σε διαφωνία με την ανατολική της Μεγάλης Βρετανίας και αυτό βοηθάει στην σύμπραξη των βαλκανικών λαών.

Τα αποτελέσματα των βαλκανικών πολέμων είναι η προσάρτηση μεγάλου Τμήματος από τα εδάφη, όπου ζούσαν αλύτρωτοι Έλληνες. Η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και τα νησιά του Αιγίου γίνονται Ελληνικά.[28] και η Μεγάλη Ιδέα μοιάζει να γεννιέται ξανά από τις στάχτες του 1897. Το έδαφος της Ελλάδος είχε αυξηθεί κατά 705, ο πληθυσμός ανερχόταν τώρα σε 4.800.000 από 2.800.000 κατοίκους. Τον θρίαμβο σκίασε το γεγονός της δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου Α΄ τον Μάρτιο του 1913. Η εθνικιστική μανία κορυφώθηκε όταν στον θρόνο ανέβηκε ο γιός του Γεωργίου, Κωνσταντίνος. Οι θρύλοι, ότι οι Έλληνες θα έπαιρναν την Πόλη με βασιλιά έναν Κωνσταντίνο έμοιαζε να επαληθεύονται. Ο εθνικός πυρετός και η έξαρση του μεγαλοϊδεατισμού είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε συζητιόνταν και το αν έπρεπε ο Κωνσταντίνος να πάρει τον τίτλο ΙΒ΄ σε συνέχεια του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου.[29]

2.7 Μικρασιατική Καταστροφή 1922

Το λυτρωτικό όραμα αναζωογονημένο από τους Βαλκανικούς Πολέμους κυριαρχεί στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος στεφανώνεται στη Βουλή των Ελλήνων, ως ο δημιουργός «της Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η συνθήκη των Σεβρών το 1919 είχε σχεδόν φέρει τους Έλληνες προ της εκπλήρωσης του Μεγάλου Ονείρου, της Μεγάλης Ιδέας. Το μόνο που απέμενε ήταν τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στην οποία είχε ήδη καταπλεύσει με μοίρα συμμαχικών πλοίων το θωρηκτό «Αβέρωφ».[30] Όμως μια σειρά από αλλαγές στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και κυρίως η μεταβολή της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Τουρκία, οδήγησαν στην κατάρρευση του μετώπου την 27η Αυγούστου 1922. [31]

Το αποτέλεσμα της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν ένα εξαιρετικά βαθύ ψυχολογικό αλλά και υλικό τραύμα. Η Μικρασιατική καταστροφή δεν σήμαινε μόνο το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και το ξερίζωμα 1.500.000 και πάνω, Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες και από την κοιτίδα ενός αρχαίου μεγάλου πολιτισμού. Σφαγές, βιαιότητες, πυρπολισμοί, καταστροφή ήταν το ξέσπασμα του τουρκικού όχλου. Προσφυγιά μ΄ ότι εμπεριέχει ο όρος αυτός ήταν το τίμημα της Μεγάλης Ελλάδας.[32] Και η καταδίκη σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία των έξι υπευθύνων ήταν το μέσο εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Η εκτέλεση των έξι επρόκειτο πάντως να βαραίνει για πολλά χρόνια με τη σκιά της την πολιτική ζωή της χώρας.[33] Η περιπέτεια επισφραγίσθηκε με τη συνθήκη της Λοζάννης, τον Ιούλιο του 1923.[34]


[1] Βασίλης Κρεμμύδας, Νεότερη Ιστορία, Ελληνική και Ευρωπαϊκή, Γνώση, Αθήνα 1984, σ.176

[2] Βασίλης Κρεμμύδας, οπ. π., σ.185

[3] Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνική Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σ.σ. 72-73

[4] Νίκος Σβορώνος, οπ., π., σ.σ 77-78

[5] Νίκος Σβορώνος, οπ., π., σ.σ 82-83

[6] Βλ. στο Κεφάλαιο 2 του παρόντος

[7] Νίκος Σβορώνος, οπ., π., σ.σ 119-122

[8] Βασίλης Κρεμμύδας, οπ. π., σ.σ.240-243

[9] Κ.Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986, σ.σ. 62-63

[10] Αλέξη Πολίτη, Ρομαντικά Χρόνια, Ε.Μ.Ν.Ε.- Μνήμων 1993, σ. 61

[11] Το ζήτημα του αυτοχθονισμού που δημιούργησε και το πρόβλημα ετεροχθόνων-αυτοχθόνων είναι παλαιότερο. Οι ρίζες του μπορούν να αναχθούν ακόμη στα χρόνια της Επανάστασης. Τα πράγματα τότε είχαν συμβιβαστεί. Στην συζήτηση της Βουλής του 1844, όπου θα καθορίζονταν οι ιδιότητες του Έλληνα πολίτη, γινόταν πλέον σύγχυση των ιδιτήτων εκείνων, με τον ορισμό των προσόντων του Έλληνα δημοσίου υπαλλήλου. Έτσι ο τίτλος του πολίτη παρουσίαζε για πολλούς πρακτικό όφελος. Το θέμα λοπόν ήταν να αποδειχθεί σε ποιους χρωστούσε το Ελληνικό κράτος μια δημοσιοϋπαλληλική θέση. Βλ. Έλλην Σκοπετέα, Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Πούτυπο, Αθήνα 1988, σ.σ. 50-53

[12] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ. 258

[13] Κ.Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1985, σ.σ 405-418

[14] Κ.Θ. Δημαρά, οπ. π., σ.410

[15] Κ.Θ. Δημαρά, οπ. π., σ.σ. 405-418 και 596-598

[16] Με τον όρο φατρία νοείται κάθε ευρύτερη συμμαχία οικογενειών σε μια επαρχία, καθεμιά από τις οποίες διέθετε πελατειακές σχέσεις με προσκολλημένες σ΄ αυτήν, εξαρτημένες ομάδες και είχε ισχύ λόγο πλούτου, κύρους ή πρόσκαιρης κατοχής μιας δημόσιας θέσης.

j.A. Petropoulos, «Η προεπαναστατική πολιτική παράδοση» στα: Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, (Γ.Β. Δερτιλή-Κ.Κωστή), Σάκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 119

[17] Για τη δομή και λειτοργία των κομμάτων την περίοδο αυτή, Βλ. j. Petropoulos, οπ. π., σ. 109 και σ.σ. 197-198

[18] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ. 92-

[19] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ. 166

Σβορώνος Νίκος, οπ. π., σ.σ.80-81

[20] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ.σ. 281-286

Σβορώνος Νίκος, οπ. π., σ.σ.84-86

[21] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ.297

[22] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ.302

[23] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΓ, σ.σ 253-257 και σ.σ. 270-278

[24] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΓ, σ.σ 317-318

[25] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ.334

[26] Έλλην Σκοπετέα, οπ. π., σ.σ. 320-323

[27] Σβορώνος Νίκος, οπ. π., σ. 110

[28] Σβορώνος Νίκος, οπ. π., σ.117

[29] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 8-15

[30] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 133 κ.ε

[31] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 200-232

[32] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 233-247

[33]Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 248-255

[34] Ι.Ε.Ε., Τ. ΙΕ, σ.σ. 260-271



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Βασίλης Κρεμμύδας: Νεότερη Ιστορία, Ελληνική και Ευρωπαϊκή, Γνώση, Αθήνα 1984

Νίκος Σβορώνος: Επισκόπηση της Νεοελληνική Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1988

Κ.Θ. Δημαρά: Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986

Αλέξη Πολίτη: Ρομαντικά Χρόνια, Ε.Μ.Ν.Ε.- Μνήμων 1993

Έλλην Σκοπετέα: Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Πούτυπο, Αθήνα 1988

Κ.Θ. Δημαρά: Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1985

J.A. Petropoulos: «Η προεπαναστατική πολιτική παράδοση» στα: Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, (Γ.Β. Δερτιλή-Κ.Κωστή), Σάκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ και ΙΕ , Εκδοτική Αθηνών 1975

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...