Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Η σχέση μεταξύ του ελληνικού και του βαρβαρικού κόσμου στις τραγωδίες του Ευριπίδη Μήδεια και Ιφιγένεια η εν Ταύροις.


ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
merkoyr1@otenet.gr
Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ., Πατέρας του ήταν ό Μνήσαρχος ή Μνησαρχίδης και η μητέρα του η Κλειτώ. Από τον Φιλόχωρο μαθαίνουμε ότι ο πατέρας του Ευριπίδη ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας στη Σαλαμίνα και η μητέρα του κατάγονταν από αριστοκρατική γενιά. Διετέλεσε μαθητής του Αναξαγόρα, γνώρισε προσωπικά τον Πρωταγόρα  και τα έργα του και συνδέθηκε θερμά με τον μέγιστο των φιλοσόφων Σωκράτη. Πέρα από την αγωγή δίπλα στα μεγάλα ονόματα των ρητόρων και φιλοσόφων, ο Ευριπίδης συμπλήρωσε τη μόρφωση του διαβάζοντας πλήθος βιβλίων από την βιβλιοθήκη του, προνόμιο που στην εποχή του δεν είχαν πολλοί Αθηναίοι. Πνεύμα ερευνητικό και ανήσυχο ο Ευριπίδης δεν βάδιζε με την κρατούσα άποψη των πολλών επάνω στα μεγάλα θρησκευτικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής του.  Αρνούνταν  να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η Άρτεμης αρέσκεται να της θυσιάζουν ανθρώπους[1].
            Όπως και με τα έργα του, έτσι και με τον τρόπο ζωής του ο Ευριπίδης μας δίνει να καταλάβουμε ότι με αυτόν αρχίζει κάτι καινούριο. Ο Αισχύλος πολέμησε με τα όπλα για την πόλη, ο Σοφοκλής ανάλαβε σ΄αυτήν μιαν σειρά από υψηλά αξιώματα, ενώ ο Ευριπίδης δεν βρίσκονταν σε κανένα παρόμοιο σύνδεσμο μαζί της. Ο Ευριπίδης έγινε ο νεωτεριστής της τραγωδίας: μεταχειρίστηκε τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα των παλαιών μύθων με πρωτοτυπία, χωρίς να διστάσει να τους παραλλάξει, προκειμένου να πετύχει το δραματουργικό ή ιδεολογικό του στόχο εισήγαγε καινοτομίες στην σκηνική[2] παρουσίαση των έργων του. όπως είναι φυσικό, η πρωτοτυπία του αντιμετώπισε τη συντηρητικότητα και τις προκαταλήψεις των συγχρόνων του προκαλώντας άλλοτε τη χλεύη και άλλοτε την απόρριψη, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι παρά τη μεγάλη συγγραφική του παραγωγή κέρδισε πρώτο βραβείο σε θεατρικούς αγώνες μόνο πέντε φορές.
Τα χαρακτηριστικά του ως τραγικού, συγκρινόμενα με εκείνα των δύο άλλων μεγάλων συναδέλφων του, μπορούν να περιγραφούν συνοπτικά ως εξής: Ο Αισχύλος είναι ο δραματουργός  των μεγάλων, αμετάβλητων και θεϊκών αρχών. Τα έργα του διακατέχει η έννοια της σταθερής και τιμωρού θείας Δίκης. Κινείται στο χώρο της θεολογίας. Ο Σοφοκλής παριστά τους μεγάλους και υπέροχους ανθρώπινους χαρακτήρες. Για τον Σοφοκλή ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος της μοίρας του. Πιστεύει χωρίς ουσιαστικές αμφιβολίες. Ο Ευριπίδης ήταν αυτός που έφερε καινοτομία στην ηθογραφία, παρουσιάζοντας τους ήρωές του όχι εξιδανικευμένους, αλλά ρεαλιστικούς και ανθρώπινους, με αδυναμίες και πάθη. Από τα 92 του έργα σώθηκαν μόνον 19. Γνωστά έργα του είναι η ``Μήδεια΄΄, η ``Ιφιγένεια η εν Ταύροις΄΄, η ``Ηλέκτρα΄΄, οι ``Βάκχες΄΄, η ``Ιφιγένεια η εν Αυλίδι΄΄ κ.α.
Στόχος του παρόντος πονήματος είναι  να προσεγγίσουμε την  πολύπτυχη σχέση μεταξύ του ελληνικού και του βαρβαρικού κόσμου μέσα από τους δραματικούς λόγους των ποιητών της κλασικής περιόδου και ειδικότερα μέσα από τις τραγωδίες του Ευριπίδη Μήδεια και Ιφιγένεια η εν Ταύροις». Γι΄ αυτό και είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη  να παραθέσουμε σε σύντομες περιλήψεις τα δύο έργα του Ευριπίδη. 

α) ΄΄Μήδεια΄΄.
Η δράση της Μήδειας εκτυλίσσεται στην Κόρινθο. Η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, βοήθησε τον αρχηγό της αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσωνα, να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, τον παντρεύτηκε και τον ακολούθησε τελικά στην Κόρινθο. Εκεί έζησαν μαζί λίγο καιρό, όταν ο βασιλιάς Κρέοντας έδωσε στον Ιάσωνα την κόρη τους ως σύζυγο. Εξόρισε τη Μήδεια αλλά αυτή κατάφερε να αποσπάσει προθεσμία μιας ημέρας για να πραγματοποιήσει την εκδίκηση της. Συναντάει τον περαστικό από την Κόρινθο  βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, που επιστρέυει από το μαντείο των Δελφών αυτός της ορκίζεται ότι θα της προσφέρει καταφύγιο στην πόλη του. Τώρα μπορεί να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της: ποτίζει με δηλητήιο φορέματα και κοσμήματα και με τα παιδιά της τα στέλνει δώρο στην αντίζηλό της. Μόλις εκείνη τα φόρεσε, κυκλώθηκε από μαγική φωτιά και πέθανε φριχτά. Την ίδια τύχη είχε και ο πατέρας της ο οποίος την αγκάλιασε. Μετά από λίγο η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της και εγκαταλείπει την πόλη με το φτερωτό άρμα του Ήλιου.


Β) ΄΄Ιφιγένεια  εν Ταύροις΄΄
Η υπόθεση της «Ιφιένειας εν Ταύροις» εξελίσσεται στην μακρινή χώρα των Ταύρων, μπροστά στο ναό της Άρτεμης. Πρωταγωνιστές έχει την Ιφιγένεια, κόρη του Αγαμέμνονα, που όλοι πιστεύουν ότι θυσιάστηκε Αυλίδα από τον πατέρα της για να πνεύσουν ούριοι άνεμοι για τον ελληνικό στόλο και να αποπλεύσει για την Τροία και να εκδικηθεί την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, το γιο του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ταυτόχρονα, κεντρικά πρόσωπα είναι ο Ορέστης, αδελφός της, που καταδιώκεται από τις Ερινύες γιατί σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα που είχε απαιτήσει και στη συνέχεια δολοφονήσει τον πατέρα του Αγαμέμνοναμε τον εραστή της Αίγισθο, και ο Πυλάδης, εξάδελφος, φίλος πραγματικός και γαμπρός στην άλλη άλλη αδελφή του Ορέστη.
Ο Ορέστης, σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, για να βρεί την προσωπική ηρεμία και γαλήνη, πρέπει να φέρει την προσωπική ηρεμία και γαλήνη, πρέπει να φέρει το ουρανόφερτο ξόανο της Άρτεμης, που βρίσκεται στο ναό της στον Ταύρο της Ασίας, στην Βραυρώνα της Αττικής, όμως, το άγαλμα της θεάς φυλάσσεται καλά και ιέρεια στο ναό της είναι η Ιφιγένεια. Ταυτόχρονα υπάρχει βάρβαρος νόμος να θυσιάζεται στον βωμό της θεάς όποιος Έλληνας συλλαμβάνεται στην αφιλόξενη αυτή χώρα του βασιλιά Θόα.
Ο Ορέστης, με συνοδό τον Πυλάδη, αποβιβάζεται στη χώρα του Ταύρου για να εκπληρώσει το χρησμό, αλλά συλλαμβάνεται και κινδυνεύει να σφαγεί ως  θύμα στο βωμό της Άρτεμης, με σφαγέα την ίδια την αδελφή του, καθώς τα δύο αδέλφια δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αφού η Ιφιγένεια θεωρείται ότι θυσιάστηκε στην Αυλίδα.  Τελικά, ύστερα από μεγάλη αγωνία και περιπέτεια γίνεται η αναγνώριση των δύο αδελφών κλέβουν μαζί το άγαλμα της Άρτεμης και το μεταφέρουν στην Αθήνα όπου κτίζουν ναό προς τιμή της. Η Ιφιγένεια υπηρετεί εκεί ως ιέρεια και ο Ορέστης βρίσκει την ησυχία του.




            Την εποχή του Ομήρου η λέξης βάρβαρος δεν σήμαινε αυτόν που δεν μιλά την ελληνική γλώσσα αλλά αυτόν που έχει αντιπαθητική και τραχιά ομιλία. Δίνοντας δηλαδή στη λέξη μια πολιτιστική σημασία. Πολύ αργότερα, όπως συνάγετε από το έργο του Θουκυδίδη, η λέξη βάρβαρος λαμβάνει εθνολογική σημασία - βάρβαρος αντίθετο του Έλλην – διότι σημαίνει το ξένο, το αλλοδαπό, τον αλλόφυλο.[3] Κατά τους περσικούς πολέμους η λέξη προσλαμβάνει την απαχθεί και περιφρονητική σημασία του απελεύθερου, του δούλου, του αγροίκου, του δειλού, του οκνηρού του αγενούς, του σκληρού και έπειτα πήρε και την σημασία του ανενημέρωτου, του απαίδευτου, του απολίτιστου του ηπιέστερου και ανίκανου προς την σωματική, ηθική και πνευματική ισορροπία[4].  Η άποψη αυτή άρχισε βέβαια να καθιστάτε σαφής μετά τους περσικούς πολέμους όπου οι Έλληνες νικητές πλέων κατάλαβαν την υπεροχή τους έναντι των βαρβάρων.[5] Έκτοτε πλέων βάρβαροι ονομάζονταν οι Πέρσες[6] και διαμορφώθηκε η ιδέα ότι οι βάρβαροι είναι και φύσει εχθροί των Ελλήνων και προορισμένοι να ηττούνται και να εξουσιάζονται από τους Έλληνες.  
Την διάθεση των Ελλήνων προς τους βαρβάρους την συναντούμε στις Τραγωδίες –αλλά και στις Κωμωδίες- στην ιστορία, στην ρητορική, στην φιλοσοφία και στην ιατρική. Ο Αισχύλος αντιθέτει το ελληνικό μέτρο στην αμέτρια των βαρβάρων την ελληνική αρμονία προς το «ακατάσκευον», την ελληνική λιτότητα προς την χλιδή την ελευθερία των Ελλήνων προς την ύβρη και  τη δουλοφροσύνη των βαρβάρων, την εσωτερική αντίθεση της ελληνικής φύσης προς την βαρβαρική – την ελληνική φύση που εκδηλώνετε στο πόθο των Ελλήνων για το δίκαιο και έννομο πολιτικό βίο.  Ο Ευριπίδης την αντίθεση των Ελλήνων και των βαρβάρων την υπαινίσσεται σε πολλά σημεία και μάλιστα στην «Ελένη», την «Ιφιγένεια αν Ταύροις»  και στην «Μήδεια» των οποίων η οικονομία στηρίζεται κατά το πλείστων στην αντίθεση αυτή.
Στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδη»  η Ιφιγένεια αναφέρει: Είναι σωστό να κυβερνούν Έλληνες τους βάρβαρους κι όχι βάρβαροι, μάνα, τους Έλληνες˙ οι λεύτεροι τους δούλους.[7]  Ο Ιάσωνας, κατά τον Ευριπίδη μακαρίζει την Μήδεια ότι ευτύχισε να ζει σε ελληνική χώρα κάτω από τη σκέπη του δικαίου και του νόμου αντί της ωμής βίας. «Θα πάω παραπέρα: μου χρωστάς περισσότερα από αυτά που ξόδεψες για μένα. Το κυριώτερο, ότι ήρθες να κατοικήσεις στην Ελλάδα και κατάλαβες τι είναι δικαιοσύνη – πως είναι να ζεις με σεβασμό στους νόμους και όχι να φοβάσαι ο δίκαιο του ισχυρού όπως είχες μάθει στην βάρβαρη σου χώρα˙ ύστερα, οι Έλληνες – που σε τίμησαν τιμώντας την σοφία σου και έγινες διάσημη με σπάνια για την γυναίκα δόξα. Και βέβαια αυτά ποτέ δεν θα τα γνώριζες εκεί στην χώρα σου όπου τελειώνει η γη. Γιατί εγώ το ξέρω καλά πόσο σπουδαίο είναι να σε γνωρίζει ο κόσμος – σπουδεότερος από το να στοιβάζεις στο σπίτι σου χρυσάφι ή να έχεις απ΄τον Ορφέα το χάρισμα ποιήματα να γράφεις»[8]. Οι βάρβαροι αγνοούν τι είναι δίκαιο, τι είναι νόμος, αδιαφορούν για την ιερότητα της φύσεως αυτού του θεσμού – λέει ο από σκηνής φιλόσοφος στην «Ανδρομάχη». Μόνο η Μήδεια, που ήταν από γένος βαρβάρων θα τολμούσε να σκοτώσει τα παιδιά της: «Ν΄ αφανιστείς σωστά έχω τα μυαλά μου τώρα, όχι τότε που απ΄ το σπιτικό σου το βάρβαρο απ΄ το βάρβαρο σου τόπο σ΄ έφερα εδώ σ΄ ελληνικό παλάτι –κακό μεγάλο- εσένα, του γονιού σου και της χώρας που σ΄ έθρεψε προδότρα. Το δαίμονα που εσένα κυνηγούσε, απάνω μου οι θεοί τον ρίξαν, όταν σφάζοντας άσπλαχνα τον αδελφό σου, πλάι στην εστία καθισμένο, μπήκες στην ομορφόπλωρην Αργώ να φύγεις. Έτσι άρχισες φρικτά˙ κι αφού μαζί μου πλάγιασες και παιδιά μου΄ χεις γεννήσει, τα σκότωσες για το κρεβάτι σου. Όμως καμιά μες στις γυναίκες της Ελλάδας ποτέ δε θα τολμούσε αυτό να πράξει κι αντί για κείνες ταίρι μου σε πήρα, να μου γένεις εχθρός κι αφανισμός μου, όχι γυναίκα, λιόντισσα αιμοβόρα, περσότερο σκληρή κι από τη Σκύλλα».[9]  Η Ιφιγένεια παρακάλια τον Ορέστη  να την πάρει από την βάρβαρη χώρα που τελούνται ανθρωποθυσίες: «Φέρε με στο Άργος, αδελφέ μου, πριν να πεθάνω στη βάρβαρη γη. Απ΄ της θεάς απάλλαξε με τις σφαγές κι από τις τελετές που θυσιάζουν ξένους»[10].  Οι  βάρβαροι είναι ελαφρόμυαλοι και αφελής ενώ οι Έλληνες υπερισχύουν πολυμήχανοι και καταφερτζήδες. Αυτήν η εικόνα που πρώτος την δίδαξε «ο Όμηρος» - βλέπε την κατάληψη της Τροίας με το τέχνασμα του Οδυσσέα- την συναντούμε και στον διάλογο του βασιλιά Θόα με την Ιφιγένεια όταν αυτή πασχίζει να σώσει τον αδελφό της:
ΘΟΑΣ
Που είναι η κλειδοκρατόρισσα του ιερού τεμένους, η Ελληνίδα;
Εκτέλεσε τον καθαρμό των ξένων;
Στ΄ άδυτα του ναού λαμπάδιασεν η φλόγα το κορμί τους;
ΧΟΡΟΣ
Ιδού αυτή, άναξ, τα πάντα θα σου πει με κάθε λεπτομέρεια.
            ΘΟΑΣ
            Για στάσου!
            Γιατί, κόρη του Αγαμέμνονος, από τα΄ ακίνητο το βάθρο
            επήρες και κρατείς στα χέρια σου τα΄ άγαλμα της Θεάς;
            ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
            Σταμάτα, βασιλέα, αυτού που βρίσκεσαι, στην παραστάδα των πυλών.
            ΘΟΑΣ
            Μα τι παράδοξο συμβαίνει μες στο ναό, Ιφιγένεια;
            ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
            Έφτυσα τρεις φορές και χρέος ιερό μ΄ ανάγκασε να πω το λόγο τούτο.
            ΘΟΑΣ
            Παράξενα τα λες' μίλα ξεκάθαρα.
            ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
            Άναξ, δεν είναι καθαρά τα θύματα που πιάσαμε.
            ΘΟΑΣ
            Το ξέρεις από κάπου η το εικάζεις;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τα΄ άγαλμα της θεάς κουνήθηκε κι άλλαξε θέση.
ΘΟΑΣ
Μόνο του ή μήπως έγινε σεισμός;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μόνο του΄ κι έκλεισε και τα μάτια.
ΘΟΑΣ
Κι ο λόγος; Κάποιο των ξένων τάχα μίασμα;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αυτό, και τίποτε άλλο. Εγκλήματα φρικτά διέπραξαν.
ΘΟΑΣ
Σκότωσαν κάποιων βάρβαρο στην παραλία;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πρίν έρθουν εδώ, είχαν σκοτώσει συγγενής τους;
ΘΟΑΣ
Μα ποιόν; Με τρώει η περιέργεια
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τι μάνα τους με ξίφος σφάξαν.
ΘΟΑΣ
Απόλλων, μια τέτοια πράξη δε θα τολμούσε ούτε βάρβαρος ποτέ.[11] 
Η πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων είναι αναμφισβήτητη μας λέει ο Ευριπίδης αφού το παραδέχεται και ο ίδιος ο βασιλιάς Θόας απευθυνόμενος στην Ιφιγένεια: «Έχεις διαίσθηση, αφού γεννήθηκες σοφή στην χώρα της Ελλάδος».[12]





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Αλλαρνταϋς Νικόλ, Παγκόσμια Ιστορία Θεάτρου, Μετάφραση Μαρία Οικονόμου,  Εκδόσεις Σμυρνιώτη, σελ. 138»

Ευριπίδης, Ιφιγένεια Εν Ταύροις, Μετάφραση Ι.Μπάρμπας, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2003,
Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι,  «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης», Μετάφραση Κ. Γεωργουσόπουλου, ΕΑΠ, Πάτρα 2001
Ευριπίδης , Μήδεια, « Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης» , Μετάφραση Γιώργου Χειμώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

 Ευριπίδης, Μήδεια, Μετάφραση Τάσος Ρούσος, Κάκτος, Αθήνα 1994, στοι, 1330- 1343
Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις,  «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης», Μετάφραση Κ. Γεωργουσόπουλου, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

 Όμηρος, Ιλ. β΄ 867, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2000








[1]  Ευριπίδης, Ιφιγένεια Εν Ταύροις, Μετάφραση Ι.Μπάρμπας, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2003, στοίχοι 18-23
[2] Τις περισσότερες φορές οι δραματικοί ποιητές ήταν αναγκασμένοι να διαλέγουν το θέμα τους ανάμεσα από ολιγάριθμες υποθέσεις θρυλικές. Όσο κι αν ο Ευριπίδης διάλεγε από μεγαλύτερο αριθμό μύθων, εκείνος ο  περιορισμός εξακολουθούσε  να τον κρατάει κλεισμένο μέσα σε όρια κάπως στενά. Δύο πράγματα ωστόσο λαχταρούσε ο Ευριπίδης. Να κάνει τα πρόσωπα πραγματικά και συνηθισμένα και να τα χρησιμοποιήσει για να φιλοσοφήσει πάνω σ΄ όσα  συμβαίνουν. Από τις δύο προσπάθειες γεννήθηκαν οι αλλαγές που έκαναν τον Ευριπίδη στην κατασκευή των δραματικών έργων. Είναι φανερό πως ο χορός ήταν ένα θεατρικό στοιχείο αταίριαστο με την κεντρική ιδέα αυτού του δραματοποιού.  Το αποτέλεσμα είναι το ότι στα περισσότερα έργα του περιόρισε τη συμμετοχή του χορού στην καθαυτού δράση, όπου τελικός ο χορός κατάντησε να είναι μια ομάδα από τραγουδιστές που τραγουδούν τραγούδια όχι σχετικά με το κύριο θέμα. «Αλλαρνταϋς Νικόλ, Παγκόσμια Ιστορία Θεάτρου, Μετάφραση Μαρία Οικονόμου,  Εκδόσεις Σμυρνιώτη, σελ. 138»
[3] Όμηρος, Ιλ. β΄ 867, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2000, σελ. 93
[4] Υποδεέστεροι θεωρούνταν οι «βάρβαροι», τόσο εξαιτίας της κακόηχης, ακατανόητης γλώσσας τους, όσο κι εξαιτίας της πολιτιστικής και πολιτικής κατωτερότητάς τους, αφού ούτε την παιδεία των Ελλήνων είχαν, ούτε την πολιτική τους αυτεξουσιότητα («οι μεν δούλοι, οι δε ελεύθεροι», όπως λέει η νεαρή Ιφιγένεια στην Αυλίδα: 1.400).

[5] Η πρώτη τραγωδία παίχτηκε, μας λένε, στα Μεγάλα Διονύσια, το 534, επί Πεισιστράτου. Αλλά η πρώτη τραγωδία που έλαβε τα πρωτεία (δηλαδή κρίθηκε από τους Αρχαίους  κατάλληλη να παιχτεί) τοποθετείται αμέσως μετά τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων εναντίων των Περσών εισβολέων. Και διαιωνίζει αυτήν ακριβώς την ανάμνηση: η νίκη στη Σαλαμίνα, που θεμελίωσε τη δύναμη της Αθήνας, έγινε το 480, η πρώτη τραγωδία έλαβε τα πρωτεία το 472: οι Πέρσες του Αισχύλου. Έπειτα τα αριστουργήματα διαδέχονται το ένα το άλλο.
[6] Οι Έλληνες έχοντας επίγνωση της ηθικής και πνευματικής υπεροχής η οποία διατρανώνονταν μέσα από τις θρησκευτικές τελετές, τους αγώνες την ελεύθερη ανάπτυξη των γραμμάτων της επιστήμης, των τεχνών και προ πάντως το δημόσιο βίο με κορυφαίο ελεύθερο όριο αυτό της Δίκης, ονόμαζαν βάρβαρους όλους τους άλλους λαούς (ενίοτε δε και ελληνικά φύλα, πολιτιστικά κατώτερα, που έδωσε αφορμή παρερμηνειών τις οποίες ανέκρουσαν επιτυχώς ο Χατζιδάκις, ο Μπέλοχ, ο Μάγερ και άλλοι), κυρίως στο ζήτημα του πολιτεύματος του τρόπου γενικός του πολιτεύεστε. Διότι οι Έλληνες είχαν τα ίδια δικαιώματα ενώ οι άλλοι λαοί υπάκουγαν μόνο σε ένα άτομο.

[7]Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι,  «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης», Μετάφραση Κ. Γεωργουσόπουλου, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 169

[8] Ευριπίδης , Μήδεια, « Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης» , Μετάφραση Γιώργου Χειμώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 128
[9] Ευριπίδης, Μήδεια, Μετάφραση Τάσος Ρούσος, Κάκτος, Αθήνα 1994, στοι, 1330- 1343
[10] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις,  «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης», Μετάφραση Κ. Γεωργουσόπουλου, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 149
[11] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις,  οπ.π., στ. 1152- 1170

[12] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις,  οπ.π., στ. 1176

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...