Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Ρομανικός Ρυθμός - Γοτθικός Ρυθμός

Μερκούρης Δημήτρης


Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ασχοληθεί με τον καλλιτέχνη ο οποίος με το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Πρώιμη Αναγέννηση εξελίσσετε από τεχνίτη-χειρώνακτα σε επιστήμονα, φιλόσοφο, μαθηματικό, εκφράζοντας τις γνώσεις του αυτές μέσα στο έργο του. Παράλληλα θα ανιχνεύσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές στην αντίληψη του κόσμου μέσα από την Ars Antiqua και της Ars Nova σε σχέση με την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
1. 1 ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Μετά το έτος 1000 η Ευρώπη πέρασε σε μια φάση σταθερότητας και ανάπτυξης, οι βαρβαρικές επιδρομές αποτελούσαν πλέον παρελθόν και η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε βελτιώνοντας σημαντικά την οικονομική κατάσταση του πληθυσμού. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας ευνόησε τη δημιουργία αστικών κέντρων. Η μεσαιωνική κοινωνία ήταν διαιρεμένη σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα σε τέσσερις τάξεις, στην αριστοκρατία, στον κλήρο, στους αστούς και στους αγρότες. Ο εκχριστιανισμός των βαρβαρικών φύλων είχε πλέον ολοκληρωθεί και ο μοναχισμός είχε ιδιαίτερη ισχύ στη μεσαιωνική Ευρώπη, όπου ιδρύθηκαν πολυάριθμα μοναχικά τάγματα. Η εκκλησία στην μεσαιωνική Ευρώπη ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κτίριο το οποίο δημιουργούσε θέσεις εργασίας σε ντόπιους και πλανόδιους τεχνίτες, αποτελούσε επίσης ένα σπουδαίο γεγονός της κοινοτικής ζωής. Επίσης τα προσκυνήματα είχαν σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων μετά το έτος 1000, όπου η πίστη τους υποκινούσε σε μεγάλα ταξίδια σε μέρη όπου θα μπορούσαν αν προσκυνήσουν άγια λείψανα. Η μεσαιωνική λατρεία των λειψάνων είχε και γενικότερη σημασία για την ιστορία και την τέχνη. Η απ΄ ελευθέρωση των αγίων τόπων, ΄όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα προσκηνύματα, ήταν το κίνητρο των σταυροφοριών, οι οποίες άλλαξαν το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση. Το έτος 1066, κατά το οποίο οι Νορμανδοί κατέκτησαν την Αγγλία, θεωρείται ημερομηνία-κλειδί για τη μεσαιωνική τέχνη της δυτικής Ευρώπης. Οι Νορμανδοί έφεραν στην Αγγλία έναν εξελιγμένο οικοδομικό ρυθμό, ο οποίος είναι γνωστός ως νορμανδικός στην Αγγλία και ως ρομανικός στην υπόλοιπη Ευρώπη.


1.2 ΡΟΜΑΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

Η εκκλησία την μεσαιωνική εποχή ήταν το μόνο πέτρινο κτίσμα στην περιοχή , το μόνο μεγάλο κτίριο σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Η διαφορά ανάμεσα στο ψηλό κτίριο και στα πρωτόγονα ταπεινά σπίτια τους θα πρέπει να ήταν συγκλονιστική. Το βασικό σχέδιο ήταν συνήθως το ίδιο με τις ρωμαϊκές φόρμες. Η γενική εντύπωση που δίνουν οι ρομανικές εκκλησίες διαφέρει όμως από εκείνη που δίνουν οι βασιλικές. Στις ρομανικές εκκλησίες έχουμε συνήθως στρογγυλές αψίδες που τις υποστηρίζουν συμπαγείς στύλοι. Η γενική εντύπωση από αυτές τις εκκλησίες, τόσο απέξω όσο και από μέσα, είναι μια αίσθηση επιβλητικής δύναμης. Υπάρχουν λιγοστές διακοσμήσεις, μετρημένα παράθυρα, αλλά κυρίως στέρεοι ατόφιοι τοίχοι και πύργοι, που μας θυμίζουν μεσαιωνικό κάστρο.



Εκκλησία των Βενεδικτίνων στο Μούρμπαχ, Αλσατία, περ.1160
Χρονικό της Τέχνης, εικ.111

Οι ρομανικές εκκλησίες άρχισαν να διακοσμούνται για πρώτη φορά με γλυπτά στη Γαλλία, αν και σ΄αυτή την περίπτωση η λέξη «διακοσμώ» είναι κάπως παραπλανητική. Οτιδήποτε ανήκε στο ναό , είχε το συγκεκριμένο ρόλο του και έπρεπε να εκφράζει μια συγκεκριμένη αντίληψη σε σχέση με τη διδασκαλία της εκκλησίας. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος των ρομανικών ναών μπορούσε να δείξει στους λιγότερο μορφωμένους πιστούς, με τρόπο κατανοητό, τα δόγματα του χριστιανισμού. Όσον αφορά το εσωτερικό των ρομανικών ναών, κάθε αντικείμενο εξυπηρετούσε τον σκοπό της. Η ρομανική εποχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ανάπτυξη της μικροτεχνίας. Οι ρομανικοί ναοί κατείχαν λειτουργικά σκεύη και λειψανοθήκες από ευγενή μέταλλα, εικονογραφημένες με σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και τους βίους των αγίων και κοσμημένες με πολύτιμες πέτρες, σμάλτο, ελεφαντοστό κ.α. Εικονογραφημένα χειρόγραφα με θρησκευτικό περιεχόμενο συμπλήρωναν τον πλούτο μιας εκκλησίας.
Τον 12ο αιώνα, ακμή του ρομανικού ρυθμού και εποχή των σταυροφοριών ήταν φυσικό να υπάρχει περισσότερη επαφή από πριν με τη βυζαντινή τέχνη, και πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν τότε να μιμηθούν και να συναγωνιστούν τα μεγαλόπρεπα εικονίσματα της Ανατολικής Εκκλησίας. Βλέπουμε την εικόνα του Ευαγγελισμού, η οποία μοιάζει τόσο ακίνητη όσο κι ένα αιγυπτιακό ανάγλυφο. Τον καλλιτέχνη τότε δεν τον απασχολούσε η μίμηση των φυσικών μορφών, αλλά μάλλον ο συνδυασμός παραδοσιακών ιερών συμβόλων. Η ζωγραφική άρχιζε να γίνεται μια μορφή γραφής με εικόνες, αλλά αυτή η επιστροφή σε απλουστευμένες μεθόδους παρουσίασης έδινε στον καλλιτέχνη του Μεσαίωνα μια νέα ελευθερία προκειμένου να δοκιμάσει πιο περίπλοκες μορφές σύνθεσης. Χωρίς τις μεθόδους αυτές, η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε ποτέ να μεταφραστεί σε ορατά σχήματα. Αυτό που ίσχυε για τις φόρμες, ίσχυε και για τα χρώματα. Καθώς οι καλλιτέχνες δεν αισθάνονταν πια την υποχρέωση να μελετούν και να μιμούνται τις πραγματικές κλιμακώσεις των αποχρώσεων που συναντούμε στη φύση, ήταν ελεύθεροι να διαλέξουν όποιο χρώμα τους άρεσε για τις εικονογραφήσεις τους.

Ο Ευαγγελισμός, περ.1150.
Χρονικό της Τέχνης, εικ.119

Το λαμπερό χρυσαφί και τα φωτεινά γαλάζια στα έργα των χρυσοχόων, τα έντονα χρώματα των μικρογραφιών στα χειρόγραφα, το θερμό κόκκινο και το βαθύ πράσινο στα «βυτρώ», μαρτυρούν πως οι καλλιτέχνες αυτοί αξιοποίησαν σωστά την ανεξαρτησία τους απέναντι στη φύση- πράγμα που έδωσε τη δυνατότητα να εκφράσουν την ιδέα του υπερφυσικού.
Στο Μεσαίωνα δεν ίσχυε η σημερινή αντίληψη που απαιτεί από τον καλλιτέχνη να είναι πρωτότυπος. Τα έργα των προηγούμενων γενιών είχαν στον Μεσαίωνα ιδιαίτερο κύρος, είχαν καθιερωθεί ως πρότυπα και οι μεταγενέστεροι καλλιτέχνες τα αντέγραφαν. Ωστόσο αυτή η αντιγραφή δεν ήταν απόλυτα πιστή και άφηνε στον καλλιτέχνη περιθώριο να εκφράσει μέσα από το έργο του τη δική του αισθητική αντίληψη, τα δικά του συναισθήματα, διότι στον Μεσαίωνα ο καλλιτέχνης δεν επεδίωκε να αντιγράψει πιστά τη φύση ή να δημιουργήσει ωραία έργα, αλλά να μεταφέρει στον θεατή με λιτό, ζωντανό και κατανοητό το μήνυμα του ευαγγελίου. Ο καλλιτέχνης του Μεσαίωνα δεν είχε την κοινωνική αναγνώριση που αποδίδεται στους καλλιτέχνες της σημερινής κοινωνίας. Ο μεσαιωνικός καλλιτέχνης σπάνια υπέγραφε τα έργα του, παρέμενε δηλαδή ανώνυμος, και θεωρούνταν από τους συμπολίτες του ένας απλός τεχνίτης και όχι ένα ιδιαίτερα προικισμένο άτομο.


1.3 ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΕΝΝΕΣΗΣ ΤΗΣ ΓΟΤΘΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Χωρίς να αποδυναμώνεται η αριστοκρατία, οι τρεις αιώνες μετά το 1200 χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη των πόλεων, την οργάνωση των λειτουργιών και των θεσμών τους και την εξέλιξή τους σε κέντρα βιοτεχνίας και εμπορίου. Στα μέσα του 13ου αιώνα γεννήθηκε σε ιταλικές πόλεις το τραπεζικό σύστημα. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις οργανώθηκαν σε συντεχνίες και σταδιακά σχημάτισαν κοινότητες, οι οποίες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αυτοδιοικούνταν. Το κλειστό συντεχνιακό σύστημα συνέβαλε και στην πολιτιστική ανάπτυξη. Η πρωτοβουλία για την ανέγερση και την οργάνωση εκκλησιών, που κατά την προηγούμενη περίοδο ανήκε στους μοναχούς, μεταβιβάστηκε τον 13ο αιώνα στις κοινότητες. Οι καθεδρικοί ναοί δεν ήταν απλές εκκλησίες, όπως στην ανατολική Ευρώπη. Στο μεσαιωνικό κόσμο, με τις ελάχιστες δυνατότητες για πνευματική καλλιέργεια, ο καθεδρικός ναός πήρε θέση σχολείου, μουσείου, αίθουσας για μουσική και συγχρόνως κέντρου κοινωνικής ζωής. Η αυξανόμενη δύναμη και ο πλούτος της δυτικής Ευρώπης εκφράστηκαν, γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, με την εμφάνιση ενός νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού, του γοτθικού. Κοιτίδα του ήταν το αβαείο του Αγίου Διονυσίου κοντά στο Παρίσι, το οποίο στέγαζε πολλούς από τους τάφους των Γάλλων βασιλέων. Εκεί φυλάσσονταν και τα ιερά λείψανα του αγίου Διονυσίου, προστάτη της Γαλλίας.


1.4 ΓΟΤΘΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

Στη διάρκεια του 12ου αιώνα στη βόρεια Γαλλία αναπτύσσεται ένας νέος τύπος θρησκευτικών κτισμάτων, που στην Αναγέννηση θα χαρακτηριστούν «γοτθικά» ή «βαρβαρικά» από περιφρόνηση για τα έργα του Μεσαίωνα. Σε αντίθεση με τις ρομανικές εκκλησίες , που συχνά ήταν κτισμένες κοντά σε μοναστήρια σε αποτραβηγμένες περιοχές, τα γοτθικά κτίσματα υψώνονται συνήθως μες στις πόλεις. Τα ωραιότερα γοτθικά μνημεία είναι οι καθεδρικοί ναοί που οι επίσκοποι κτίζουν στην καρδιά των πόλεων για να υπογραμμίσουν τον κυρίαρχο ρόλο της χριστιανικής θρησκείας. Η νέα αρχιτεκτονική γεννήθηκε στην περιοχή της Ιλ –ντε Φρανς, γύρω από το Παρίσι, στις βασιλικές γαίες των Καπέτιδων.

Ρενς, Γαλλία, ο χαμογελαστός άγγελος
http://www.neo.gr/website/takhal/Gotthic.htm
Τα χαρακτηριστικά του ρυθμού αυτού είναι: το οξυκόρυφο τόξο που χρησιμοποιήθηκε πολύ τη ρομανική εποχή, το θόλο με διαγώνιες αντηρίδες και το κεκλιμένο τόξο. Επίσης αυτό που διακρίνει το γοτθικό ρυθμό σε σχέση με τον ρομανικό είναι ένα πνεύμα που εμψυχώνει ολόκληρη την καλλιτεχνική παραγωγή από τα μέσα του 12ου ως τα τέλη του 15ου αιώνα: ένα αρμονικό μίγμα μυστικιστικής ορμής και ορθολογισμού το οποίο, εμπνευσμένο από τα οικοδομήματα των φιλοσόφων και των θεολόγων εκφράζεται με την ισορροπία των όγκων, την ανύψωση του κτίσματος –το άνοιγμα στο φως της ημέρας χάρη στο μέγεθος των υαλοστασίων και την υποκατάσταση τέλος, του ρομανικού συμβολισμού από έναν διάκοσμο στον οποίο καταλαμβάνει σημαντική θέση η αναπαράσταση του ανθρώπου πλησιάζοντας τα κλασικά πρότυπα.
Μέσα σε έναν αιώνα η γοτθική γλυπτική υπέστη μεγάλη εξέλιξη. Σιγά σιγά οι καλλιτέχνες αυτού του ρυθμού υποκαθιστούν τη φυτική και ζωική πληθώρα που χαρακτηρίζει τον ρομανικό διάκοσμο, με μια τέχνη επικεντρωμένη στο ανθρώπινο στοιχείο. Οι άνθρωποι αναπαρίστανται αρχικά κατά τρόπο απρόσωπο σε μια προοπτική μάλλον διδακτική παρά συγκινησιακή, στη συνέχεια όμως ο καλλιτέχνης επιθυμεί να συγκινήσει και να εκφράσει την πραγματικότητα, σεβόμενος εν τούτοις τους κανόνες που δίνουν στο έργο τέχνης τον κλασικό χαρακτήρα του: τη συστολή στην έκφραση των αισθημάτων, την κομψότητα και τη διαύγεια των γραμμών, την αρμονία της σύνθεσης κλπ.
Επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε την ανάπτυξη αυτή τη περίοδο της τέχνης της υαλογραφίας (vitrail), ευνοούμενη από τη μεγάλη σημασία που αποδίδει πλέον ο αρχιτέκτονας στο φωτισμό του κτιρίου.

Kαθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων, 1163-1250, εικόνα 125 από Το Χρονικό της Τέχνης.

Όπως και στον ρομανικό ρυθμό, η γλυπτή διακόσμηση του γοτθικού ναού υποτασσόταν στην αρχιτεκτονική. Η μεγάλη καινοτομία της γοτθικής γλυπτικής ήταν τα αγάλματα-κίονες. Γλυπτά με διάφορες παραστάσεις μορφών, πήραν τη θέση των φθηνότερων κιόνων που στήριζαν τα ρομανικά τύμπανα. Προσπάθεια του καλλιτέχνη ήταν να δώσει ζωή στις μορφές του, να κατανοήσει την ανθρώπινη ανατομία, ώστε να αποδώσει με πειστικό τρόπο την ανθρώπινη μορφή καθώς και τα συναισθήματά της. Διαφοροποιώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της κάθε άγιας μορφής, την κίνηση και τις πτυχώσεις των ενδυμάτων της, ο καλλιτέχνης του 13ου αιώνα κατάφερε να δημιουργήσει σταδιακά εξατομικευμένες βιβλικές προσωπικότητες. Πιθανόν, ο καλλιτέχνης του 13ου αιώνα να αναζήτησε διδάγματα σε ειδωλολατρικά έργα της ρωμαϊκής εποχής, δεν επιδίωξε, ωστόσο, να αντιγράψει τη φύση αλλά να αφηγηθεί τα βιβλικά γεγονότα με τρόπο πειστικό και συγκινητικό.
Η διακόσμηση τω καθεδρικών ναών του 13ου αιώνα ήταν έργο των γλυπτών. Δεδομένου ότι οι επιφάνειες των τοίχων στους γοτθικούς ναούς είχαν περιοριστεί σημαντικά, οι τοιχογραφίες έδωσαν τη θέση τους στα υαλογραφήματα. Έτσι η βασική απασχόληση των ζωγράφων της εποχής ήταν, όμως πολύ διαφορετικό από την επιβλητική αλλά απλοϊκή εικονογράφηση της ρομανικής περιόδου. Οπωσδήποτε φαίνεται ότι ο καλλιτέχνης του 13ου αιώνα είχε αποκτήσει πολύ περισσότερες γνώσεις για το ανθρώπινο σώμα σε σχέση με τον ομότεχνό του του 12ου αιώνα. Ωστόσο, σκοπός του δεν ήταν και πάλι να αναπαραστήσει τα πράγματα όπως τα βλέπουμε γύρω ΄μας, αλλά να φορτίσει τις σκηνές του με συγκίνηση, να εκφράσει το ανθρώπινο συναίσθημα. Ενώ δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι την πρώιμη αναγέννηση ο καλλιτέχνης υπογράφει τα έργα του, σε αντίθεση με την ανωνυμία του μεσαίωνα.
Παρόμοια αίσθηση ελαφράδας και έλλειψης βάρους δίνουν και τα γλυπτά που πλαισιώνουν τις πύλες στα ουράνια στρατιά. Ενώ ο τεχνίτης της ρομανικής Άρλ αλλά και άλλων ρομανικών γλυπτών έκανε τις μορφές των αγίων του να μοιάζουν με συμπαγείς πεσσούς, στέρεα ενσωματωμένους στον αρχιτεκτονικό σκελετό, ο μάστορας που δούλεψε στη βόρεια πύλη του καθεδρικού ναού της Σαρτρ, έδωσε ζωή σε καθεμιά από τις μορφές του. Μοιάζουν να κινούνται, ν΄ αλληλοκοιτάζονται με σοβαρότητα, ενώ η ροή των πτυχών υποδηλώνει, γι΄ άλλη μια φορά, πως κάτω απ΄αυτές υπάρχει ένα ανθρώπινο σώμα. Κάθε μορφή χαρακτηρίζεται καθαρά και θα μπορούσε να την αναγνωρίσει όποιος ξέρει την Παλαιά Διαθήκη. Όλες οι μορφές που συνωστίζονται στις πύλες των γοτθικών ναών, επισημαίνονται με κάποιο σύμβολο για να κατανοούν και να στοχάζονται οι πιστοί το νόημα και το μήνυμά τους. Όλες μαζί αποτελούν μια ολοκληρωμένη ενσάρκωση της διδασκαλίας της εκκλησίας. Ο γλύπτης της γοτθικής περιόδου αντιμετώπισε το ρόλο του με ένα καινούριο πνεύμα. Κατά την ιδέα του, τα αγάλματα δεν είναι μόνο ιερά σύμβολα, επιβλητικές υπομνήσεις μιας ηθικής αλήθειας. Το καθένα θα πρέπει να αντιπροσώπευε γι΄ αυτόν μιαν αυτοδύναμη μορφή, διαφορετική από τη διπλανή στη στάση και στον τύπο της ομορφιάς, εμποτισμένη με προσωπικό ήθος και συμβολισμό.


Ο Μελχισεδέκ, ο Αβραάμ και ο
Μωυσής, 1194, Σαρτρ.
Εικόνα 127 από Το Χρονικό της Τέχνης

Οι καλλιτέχνες της γοτθικής εποχής προσπάθησαν να καταλάβουν σε ότι αφορά τις πτυχώσεις που περιβάλλουν το σώμα, την τεχνική των αρχαίων που είχε φτάσει ως αυτούς. Μπορεί να αναζήτησαν διδάγματα σε ότι είχε απομείνει από τα ειδωλολατρικά έργα, τις ρωμαϊκές ταφόπετρες και τις αψίδες του θριάμβου, που είχαν διασωθεί σε υπολογίσιμο αριθμό στη Γαλλία. Έτσι ξαναβρήκαν πάλι τη χαμένη κλασική τέχνη, που άφηνε να διαγραφεί η δομή του σώματος κάτω από τις πτυχές. Πράγματι, ο καλλιτέχνης αισθανόταν περήφανος που μπορούσε να εφαρμόσει αυτή τη δύσκολη τεχνική. Οι γλύπτες της γοτθικής περιόδου δεν ενδιαφέρονταν πλέον μόνο για το τι παρίσταναν αλλά και για το πώς το παρίσταναν.



Tζιότο (π. 1267-1337) Θρήνος. (Πάδοβα, παρεκκλήσι της Αρένα).
Η απόλαυση της μουσικής, σελ 75

Η βασική απασχόληση των ζωγράφων της εποχής εξακολουθούσε να είναι η εικονογράφηση των χειρογράφων, το πνεύμα όμως ήταν τώρα πολύ διαφορετικό από την επιβλητική εικονογράφηση της ρομανικής περιόδου. Τον 13ο αιώνα οι καλλιτέχνες εγκατέλειπαν από καιρό σε καιρό τα βιβλία τους με τα παραδομένα σχέδια, μόνο και μόνο για να παραστήσουν κάτι επειδή τους ενδιέφερε. Η μαθητεία όμως και η αγωγή του καλλιτέχνη στο μεσαίωνα ήταν πολύ διαφορετική. Άρχιζε ως μαθητευόμενος κοντά σε κάποιον δάσκαλο, τον οποίο βοηθούσε στην αρχή εκτελώντας απλώς τις οδηγίες του και χρωματίζοντας τα δευτερεύουσας σημασίας κομμάτια ενός πίνακα. Σιγά σιγά μάθαινε πώς να παριστάνει έναν απόστολο και πώς να σχεδιάζει την Παναγία. Μάθαινε να αντιγράφει εικόνες από παλαιά βιβλία, να τροποποιεί τη διάταξή τους, να τις προσαρμόζει σε διαφορετικά πλαίσια και τελικά αποκτούσε αρκετή ευχέρεια ώστε να μπορεί να ζωγραφίζει κάποια σκηνή χωρίς καμιά αναφορά σε άλλα πρότυπα. Ποτέ όμως στη σταδιοδρομία του δεν αναγκαζόταν να πάρει στα χέρια ένα τετράδιο και να σχεδιάσει κάτι «εκ του φυσικού». Ακόμη και όταν του ζητούσαν να παραστήσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, έναν βασιλιά ή έναν επίσκοπο, δεν έκανε κάτι που να του μοιάζει απόλυτα. Στο μεσαίωνα δεν υπήρχαν προσωπογραφίες όπως τις καταλαβαίνουμε εμείς. Το μόνο που έκανε ο καλλιτέχνης ήταν να σχεδιάσει μια συμβατική μορφή και να προσθέσει τα εμβλήματα της εξουσία-στέμμα και σκήπτρο για το βασιλιά, μίτρα και ποιμαντορική ράβδο για το μητροπολίτη-και να γράψει ίσως από κάτω το όνομα για να μη γίνει λάθος,.
Η ιταλική ζωγραφική κατά τον 13ο αιώνα και 14ο αιώνα και ιδιαίτερα η μνημειακή ζωγραφική χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής και των συναισθημάτων της καθώς και την απόδοση της τρίτης διάστασης. Τα χαρακτηριστικά αυτά βρήκαν την έκφρασή τους στο έργο του πρωτοποριακού Φλωρεντινού καλλιτέχνη Giotto di Bondone(1267-1337).
Αν παρατηρήσουμε την τοιχογραφία του Τζιότο στο Παρεκκλήσιο της Ραβένα θα δούμε ότι οι μορφές διατάσσονται στο πρώτο επίπεδο. Το τοπίο και το αρχιτεκτονικό βάθος έχουν δευτερεύουσα σημασία καθώς η προσοχή του θεατή επικεντρώνεται στα δρώμενα, στο πρώτο επίπεδο της σύνθεσης. Η αίσθηση του βάθους δημιουργείται από τον τρόπο τοποθέτησης των ανθρώπινων μορφών και πολύ λιγότερο από τον τρόπο απόδοσης του τοπίου. Επιπλέον με τη βοήθεια του σχεδίου, των χρωμάτων και της φωτοσκίασης, οι μορφές του Τζιότο, ξεπερνούν τον δισδιάστατο τρόπο απόδοσης των μορφών της τέχνης της εποχής του και αποκτούν στέρεη δομή και όγκο. Ταυτόχρονα με την έκφραση και τις κινήσεις τους εξωτερικεύουν τη συγκίνησή τους και συμμετέχουν στα δρώμενα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Την εποχή του Μεσαίων, η μουσική υπήρξε πρώτη μεταξύ των τεχνών. Πολύ έγκαιρα καθορίστηκαν οι κανόνες και, κατά το πνεύμα του διδασκόταν η μουσική ως τέχνη και επιστήμη οι ιστορικοί θεωρούσαν τη μουσική επινόηση δημιούργημα της λογικής και όχι της φαντασίας ή του αισθήματος.
Επιπλέον η μουσική διατηρούσε μια πρωτεύουσα θέση στη μεσαιωνική διδασκαλία, γιατί πάντα σύμφωνα με το πλατωνικό πρότυπο του Βοήθιου, η μουσική δεν έχει μόνο μια πνευματική αξία αλλά και ηθική σπουδαιότητα, στον βαθμό που ανυψώνει τον άνθρωπο και τον ωθεί να πλησιάσει την πραγματικότητα και να επαναφέρει την εσωτερική γαλήνη.
Η Αρχαιότητα και η εκκλησία των πρώτων αιώνων γνώριζαν μόνο τη μονοφωνία. Η πολυφωνία αποτελεί την ανακάλυψη του Μεσαίωνα(περί τα μέσα του 9ου αιώνα). Ευθύς εξαρχής διακρίνονται δύο είδη πολυφωνίας, η απλή παραδοσιακή και η έντεχνη. Τα πρώτα άσματα δύο φωνών, της το organum και το γκιμέλ, και εκείνα τριών φωνών με το ψευδές βάσιμο, αποτελούν τα πρώτα δείγματα πολυφωνίας. Επίσης, αλλαγή συντελείται και στον ρυθμό του γρηγοριανού μέλους και εισάγονται συμμετρικές διαιρέσεις, αυτό που ονομάζουμε σήμερα στη δυτική μουσική «μέτρα». Η πολυφωνία επέβαλλε τον ακριβή καθορισμό της αξίας του κάθε φθόγγου καθώς και τη γραφή στο πεντάγραμμο. Απέναντι στη μουσική της εκκλησίας, της έντεχνης μουσικής, ο ι τροβαδούροι και οι τρουβέροι στη Γαλλία και οι ερωτοτραγουδιστές και αρχιτραγουδιστές αντιπροσωπεύουν στη Γαλλία την κοσμική μουσική, τη λαϊκή και τη μονοφωνική μουσική. Η πνοή της Αναγέννησης, δημιουργεί από τον 14ο αιώνα και προπάντων από τον 15ο μια νέα ζωή για όλα τα μουσικά είδη που έχει διαμορφώσει ο Μεσαίωνας. Εφευρίσκονται τρόποι, ρυθμοί, συνδυασμοί αντιστικτικοί, ενώ χρησιμοποιούνται διάφορα μέσα για να τελειοποιηθεί η έκφραση. Επιδιώκεται η μίμηση της φύσης. Η ανακαίνιση αυτή φαίνεται ότι προήλθε από την επίδραση του λαικού τραγουδιού. Η Ars Nova σε αντίθεση με την Ars Antiqua χαρακτηρίζεται από : a) την αλλοίωση των αρχαίων τρόπων χάρη στη χρήση του προσαγωγέα, β) από την τελειοποίηση της θεωρίας της αντίστιξης, γ)από την καθιέρωση του αρμονικού ύφους, το οποίο απελευθερώνει εν μέρει την πολυπλοκότητα του αντιστικτικού ύφους και δ)από τη υιοθέτηση ομαλών μέτρων και την αναζήτηση απλών ρυθμών.
Ο ύστερος μεσαίωνας μέχρι περίπου το 1450 ήταν μια εποχή πολιτιστικής ανάπτυξης, σε όλα τα επίπεδα των τεχνών. Αυτήν την περίοδο υπήρχε μια πολύ οξεία κοινωνική διαίρεση ανάμεσα σε τρεις κοινωνικές τάξεις : του ευγενείς, τους χωρικούς και τους κληρικούς. Οι μοναχοί των μοναστηρίων λόγω των δύσκολων οικονομικών συνθηκών είχαν το μονοπώλιο της μόρφωσης καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριλαμβανόμενων και των ευγενών , ήταν αγράμματοι. Έτσι το καθεδρικός ναός υπερίσχυσε στο μεσαιωνικό τοπίο , ασκώντας τρομερή επιρροή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι πιο σημαντικοί μουσικοί ήταν ιερείς και δούλευαν για την εκκλησία. Μία σημαντική ενασχόληση σε χιλιάδες μοναστήρια ήταν το ψάλσιμο στις λειτουργίες. Με την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της εκκλησίας ήταν φυσικό για αιώνες να καταγράφεται μόνο η θρησκευτική μουσική. Για πάνω από χίλια χρόνια, η Καθολική εκκλησία στηριζόταν στο Γρηγοριανό μέλος, η υφή του οποίου ήταν μονοφωνική. Από τον 8ο αιώνα περίπου άρχισε να ανθεί στα μοναστικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης μια ειδική μορφή λειτουργικής δημιουργίας οι «τρόποι». Οι τρόποι ήταν μουσικές και ποιητικές προσθήκες σε υπάρχοντα λειτουργικά κείμενα και χρησιμοποιήθηκαν για την σύνθεση του Γρηγοριανού μέλους. Με τους τρόπους συνδέεται πολύ νωρίς και η διαμόρφωση λόγιας παράδοσης πολυφωνικής μουσικής στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Γύρω στα τέλη του πρώιμου μεσαίωνα(11ος-12ος αιώνας) έχουμε τις πρώτες γνωστές σήμερα πρακτικές πηγές πολυφωνικής μουσικής: το επονομαζόμενο organum, οι οποίες προέρχονταν από σημαντικά μοναστικά κέντρα και τόπους προσκηνύματος. Η μεσαιωνική μουσική επομένως που αποτελείται από το Γρηγοριανό μέλος και μία ή περισσότερες πρόσθετες μελωδικές γραμμές λέγεται organum.Από το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα η πολυφωνία άρχισε αν εμφανίζεται σε μεγαλύτερο πλούτο μορφών μέσα από την Σχολή της Notre Dame.
Τα πρώτα έντεχνα πολυφωνικά έργα ήταν γραμμένα σε διφωνία και έλαβαν την ονομασία από τον όρο organum. Η προσωνυμία organum παραπέμπει καταρχήν στη δοξασία ότι το μέρος το προσαρμοσμένο στο λειτουργικό θέμα εκτελείται από ένα και μόνο όργανο. Το πρώιμο organum(γύρω στα 900 μέχρι 1130) καθόρισε εν μέρει το οργανικό μέρος, το οποίο προστέθηκε στο λειτουργικό άσμα. Αργότερα, η εκκλησιαστική τέχνη θα επιδοθεί στο λεγόμενο ντισκάντους(discantus). Το πρώτο ντισκάντους ήταν με δύο φωνές, όπου στην αρχή αυτές οι δύο φωνές τοποθετούνταν παράλληλα. Το ντισκάντους σηματοδοτεί την αρχή της αντίστιξης. Οι δύο αυτές μουσικές γραμμές κατέληξαν να σημαίνουν τις μεσαίες και τις υψηλότερες φωνές. Έτσι από τις δύο ασυμβίβαστες μουσικές αντιλήψεις των βόρειων λαών και τη νότια μονοφωνική χριστιανική, δημιουργήθηκε μια νέα ενότητα και ξεκίνησε το φαινόμενο της πολυφωνική δυτικής μουσικής, ενώ σε χειρόγραφα του 13ου αιώνα συναντάμε μια πιο εξελιγμένη μελωδική κίνηση της κύριας φωνής με πλουσιότερα στολίσματα από νότες , ενώ η δεύτερη χαμηλότερη φωνή ονομάζεται tenor. Στην Αγγλία κατά τον 13ο αιώνα σημαντικές θεωρητικές αλλά και πρακτικές μεταβολές, συνέβαλλαν στην εξέλιξη τςη πολυφωνίας. Το είδος αυτό της διφωνίας, δέχτηκε επιδράσεις προερχόμενες από το κοσμικής προέλευσης γκιμέλ: πρόσθεσαν δηλαδή στην πάνω φωνή μια Τρίτη φωνή, τον contratenor, ο οποίος έψαλλε πότε ψηλότερα και πότε χαμηλότερα από τον tenor σε διαστήματα τρίτης ή και έκτης. Αυτές οι επιδράσεις είχαν σημαντικά αποτελέσματα στην εξέλιξη της αντίστιξης προς μια αρμονική κατεύθυνση.
Με την συμβολή της Γαλλικής Σχολής («εποχή της Παναγίας των Παρισίων» τον 12ο-13ο αιώνα, θα αφομοιωθεί σε μια σύνθεση αυτή η πρώτη πολυφωνική μορφή που ονομάζεται Ars Antiqua. Στη χαμηλή φωνή (organale), ο Λεονίνους (1140) ιδρυτής της Σχολής, θα προσαρμόσει σταθερούς ρυθμικούς «τρόπους», που προκύπτουν από τα κοσμικά τραγούδια των τρουβέρων. Θα εφαρμόσει τους κοσμικούς ρυθμούς των τροβαδούρων στη δίφωνη φόρμα organa και θα αυξήσει σε τρεις και τέσσερις τις ξεχωριστές φωνές (organa quadruple). Οι νεωτερισμοί του Λεονίνους αξιοποιήθηκαν αργότερα από τον διάδοχό του Περοτίνους (12ος και 13ο αιώνας) στα organa, που απαρτίζονται από τρεις ή τέσσερις φωνές(triplum, quadriplum). Ανάμεσα στις πρώτες μουσικές μορφές που καλλιεργήθηκαν στη Γαλλία, συγκαταλέγονται το conductus και το μοτέτο . Μάλιστα το μοτέτο αποκτά την αυτονομία του και αποτελεί ένα από τα πρώτα παραδείγματα της κοσμικής μελωδίας.
Ήταν αυτονόητο σύμφωνα με το μεσαιωνικό τρόπο σκέψης ότι το καινούργιο θα έπρεπε να θεμελιώνεται πάνω στο παλιό. Γι΄ αυτό και οι συνθέτες του όργκανουμ στήριξαν τα κομμάτια τους στο προϋπάρχον γρηγοριανό μέλος. Ενώ ο τενόρος τραγουδάει τη μελωδία με νότες μεγάλης αξίας, η υψηλότερη φωνή κινείται ελεύθερα και γρήγορα προς τα πάνω. Είναι το οργαναλικο ύφος.
Κατά τον 14ο αιώνα η Ευρώπη υπέφερε από τον Εκατονταετή πόλεμο και την πανούκλα, ή χολέρα. Επίσης εκείνη την εποχή εξασθένησε η εξουσία της εκκλησίας και το φεουδαρχικό σύστημα, εξαιτίας της διεκδίκησης της εξουσίας από τρεις Πάπες, κάτι που προκάλεσε σύγχυση στους χριστιανούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα η κοσμική μουσική υπερίσχυσε της εκκλησιαστικής και οι συνθέτες έγραφων πολυφωνική μουσική που δεν ήταν βασισμένη στο Γρηγοριανό μέλος. Στον πρώιμο 14ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένα νέο σύστημα μουσικής σημειογραφίας με το οποίο ο συνθέτης μπορούσε να συγκεκριμενοποιήσει οποιοδήποτε ρυθμικό σχήμα. Τώρα οι χρόνοι μπορούσαν να υποδιαιρεθούν σε δύο και σε τρία μέρη. Η χρήση της συγκοπής στην σύνθεση έγινε σημαντική ρυθμική πρακτική ενώ παλαιότερα σπάνια χρησιμοποιείτο. Οι αλλαγές στο μουσικό στυλ ήταν τόσο σημαντικές ώστε να ονομαστεί η Γαλλική και Ιταλική μουσική εκείνης της εποχής Ars Nova.
Η διάλυση της μεσαιωνικής κοινωνικής οργάνωσης είχε συνακόλουθό της καινούριες αντιλήψεις για τη ζωή, την τέχνη και το ωραίο. Οι ζυμώσεις αυτές αντανακλώνται στο μουσικό ύφος που εμφανίζεται στις αρχές του 14ου αιώνα στη Γαλλία, κάπως αργότερα στην Ιταλία και ονομάζεται Νέα Τέχνη(Ars Nova). H μουσική της γαλλικής Νέας Τέχνης είναι περισσότερο εκλεπτυσμένη από αυτή της Παλαιάς Τέχνης, Ars Antiqua, την οποία αντικατέστησε. Οι συνθέτες πλέον μετατοπίζουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους από τα θρησκευτικά στα κοσμικά θέματα και η Νέα Τέχνη συμπεριλαμβάνει εξελίξεις στο ρυθμό, στη μετρική, στην αρμονία και στην αντίστιξη, που θα μετασχηματίσουν τη μουσική τέχνη. Εξέχουσα μορφή της τέχνης αυτής ήταν ο Γάλλος συνθέτης και ποιητής Γκυγιώμ ντε Μασώ(1300-77). Το κοσμικό μοτέτο ωριμάζει μέσα από την τέχνη του Μασώ. Αυτός διευρύνει τη μορφή που είχε το μοτέτο κατά τον προηγούμενο αιώνα, έτσι ώστε να ενσωματώνει τις εξελίξεις της Νέας Τέχνης, κυρίως τη μεγαλύτερη ρυθμική ποικιλία κι ευελιξία.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της Νέας Τέχνης είναι τα εξής:
• Aλλοίωση των παλαιών εκκλησιαστικών τρόπων και προετοιμασία της συγχώνευσής τους με τους δύο γνωστούς αρμονικούς τρόπους, στον μείζονα και στον ελάσσονα
• Τελειοποίηση της θεωρίας της αντίστιξης,
• Τη διαμόρφωση του αρμονικού ύφους το οποίο απελευθερώνεται από το αντιστικτικό ύφος,
• Καθιέρωση σταθερών μέτρων διαρκείας και αναζήτηση απλών ρυθμών και ρυθμικού σχεδίου.

Η τάση να συνδέεται η διάρκεια των ήχων με τη μορφή που έχουν οι νότες, η οποία ήδη διαφαίνεται από τον προηγούμενο αιώνα, συντείνει στη χρήση διαφορετικών ρυθμικών σχημάτων σε κάθε τμήμα. Έτσι, προκύπτει ένας τεμαχισμός της πολυφωνίας και μια ανεξαρτησία των φωνών έναντι των επιβεβλημένων θεμάτων. Αυτή η μεταβολή, η οποία βαθμιαία απελευθερώνει τον συνθέτη από τις αντιθέσεις της λειτουργικής τέχνης και τις ανησυχίες της εκκλησίας, χαρακτήρισε τη Νέα Τέχνη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι αλλαγές και οι ανατροπές στην Ευρώπη είχαν πάρει κατά τους 10ο έως τον 15ο αιώνα απρόβλεπτη μορφή. Δεν επρόκειτο πια για μεμονωμένες βελτιώσεις, αλλά για συνολική μεταλλαγή της βασικής δομής της δυτικής κοινωνίας, η οποία από αμιγώς γεωργική στον πρώιμο Μεσαίωνα και εμπορική αστική μετά την αλλαγή της χιλιετίας, αποδέχεται τώρα νέα πρότυπα και νέους προσανατολισμούς: Ο τεχνικός-καλλιτέχνης έχει εισβάλει στο προσκήνιο και διαμορφώνει την καθημερινότητα. Η περιέργεια και η φιλομάθεια τούς μετατρέπει σε οραματιστές. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα γίνεται η μελέτη, ο υπολογισμός, η επιστήμη. Φωτεινό παράδειγμα μηχανικού, επιστήμονα και καλλιτέχνη αυτής της εποχής και ολόκληρης της χιλιετίας είναι ένας μεγαλοφυής άνθρωπος, ο Φλωρεντίνος Leonardo da Vinci (ντα Βίντσι, 1452-1519), ζωγράφoς, αρχιτέκτονας, γλύπτης, μουσικός, μαθηματικός, αστρονόμος, συγγραφέας, φιλόσοφος, μελετητής της ανατομίας, της ιατρικής, της βοτανικής, της ορυκτολογίας, των φαινομένων και των στοιχείων της φύσης. O Λεονάρντο εργάζεται στα τέλη του 15ου αιώνα στην Αυλή των Σφόρτσα στο Μιλάνο και πραγματοποιεί έρευνες, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: από την αναζήτηση της τελειότητας στη ζωγραφική έκφραση, μέχρι τη μελέτη της πτήσης και των οπτικών φαινομένων, από τα μαθηματικά μέχρι την υδραυλική και τη μηχανική, από τους πειραματισμούς πάνω στα υλικά μέχρι τις μεθόδους κατασκευής, από το μικρόκοσμο του ανθρώπινου σώματος μέχρι το μακρόκοσμο του σύμπαντος.



























ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αλμπάνη, Τζ. «Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη: Μεσαίωνας (6ος – 14ος αιώνας)». Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον Μεσαίωνα ως τον 18ο Αιώνα. Τόμος Α΄, Πάτρα, Ε.Α.Π., 2001

E. H. Gombrich, Το Χρονικό της Τέχνης, μφρ. :Λ. Κασδαγλή, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2006

Μαμαλής Γ., «Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη», Η Μουσική στην Ευρώπη, Τόμος Γ΄., Ε.Α.Π., 2001

Joseph Machlis, Η Απόλυση της Μουσικής, Μετάφραση Δημήτρης Πυργιώτης, Fagotto books, Αθήνα 1993

Henrh Nikolas, «Πως ζούσαν τότε», Βασική Εγκυκλοπαίδεια Σπουδών, τόμος Γ΄, Πάπυρος Λαρούς, Αθήνα 1966




ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΚΟΜΒΟΙ

http://www.musicportal.gr

http://www.neo.gr/website/takhal/Gotthic.htm

http://el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έβρος Μετά τον Πόλεμο «Το ματωμένο ποτάμι».

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Έβρος ποταμός υπήρξε το κυριότερο πέρασμα για τους πολίτες κυρίως της Θράκης που κατέφευγαν   στο Κάιρο της...